Ο Εθνικός Διχασμός και το 2040

Απόψεις
Ο Εθνικός Διχασμός και το 2040

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Τι μπορούμε να κάνουμε από εδώ κι έπειτα ώστε η Ελλάδα σε βάθος δύο ή τριών δεκαετιών να είναι ένα πλήρες εκσυγχρονισμένο ευρωπαϊκός κράτος

Στο περίφημο βιβλίο του Στάθη Ν. Καλύβα «Καταστροφές και Θρίαμβοι», ο γνωστός ακαδημαϊκός στις σημειώσεις του για τον Εθνικό Διχασμό αναφέρει χαρακτηριστικά πως «μακροπρόθεσμα, ο Εθνικός Διχασμός διαμόρφωσε τη μορφή και το περιεχόμενο του πολιτικού ανταγωνισμού για δεκαετίες, καθορίζοντας τον χαρακτήρα του ελληνικού κομματικού συστήματος, σφυρηλατώντας τις πολιτικές ταυτότητες και την εκλογική συμπεριφορά των Ελλήνων και πολιτικοποιώντας τις Ένοπλες Δυνάμεις».

Πράγματι, ο Εθνικός Διχασμός άσκησε τεράστια επίδραση στην κοινωνία των πολιτών. Ο Εθνικός Διχασμός τεμάχισε την ελληνική κοινωνία σε φιλοβασιλικούς και αντιβασιλικούς ή, εάν προτιμάτε καλύτερα, σε φιλοβενιζελικούς και αντιβενιζελικούς. Δημιουργήθηκαν γόνιμες συνθήκες ακραίας πολιτικής πόλωσης. Ο κόσμος όχι μόνο ενεπλάκη με τρόπο ενεργό στην πολιτική ζωή της χώρας, αλλά φανατίστηκε. Θεοποίησε τον βασιλιά και τον Βενιζέλο.

Το φιλοβασιλικό στρατόπεδο θα μετουσιωθεί μερικές δεκαετίες αργότερα στο ακροατήριο της πολιτικής Δεξιάς (όρος του Εμφυλίου Πολέμου), ενώ το βενιζελικό στρατόπεδο θα είναι η πολιτική έκφραση του Κέντρου. Η πολιτική ταυτότητα οριοθετείτο αποκλειστικά σε ποιον εγώ υποτάσσομαι πολιτικά. Ανήκω πολιτικά στον Βενιζέλο ή σε μια πολιτική με αμιγώς συντηρητικά χαρακτηριστικά. Πριν από τον Εθνικό Διχασμό, δεν υπήρχε τέτοια οριοθέτηση με τέτοια χαρακτηριστικά. Και οι λόγοι ήταν δύο: πρώτον, η Ελλάδα δεν είχε συγκροτημένους πολιτικούς σχηματισμούς που να εμμένουν σε κάποιες ιδεολογικοπολιτικές αρχές (τα ελληνικά πολιτικά κόμματα του 19ου αιώνα έμοιαζαν περισσότερο με πολιτικές ομαδοποιήσεις που τους ένωναν τα κοινά συμφέροντα και όχι οι ιδέες) και, δεύτερον, η πολιτική ατζέντα περιοριζόταν αποκλειστικά και μόνο σε θέματα πολιτικής επικαιρότητας και της Μεγάλης Ιδέας. Οι πολιτικές ατζέντες των Τρικούπη και Δηλιγιάννη δεν μπορούν να προσδιοριστούν με στοιχεία της Δεξιάς ή της Αριστεράς, καθώς τα πολιτικά τους σχέδια ήταν πλήρως εναρμονισμένα σχετικά με τις πεποιθήσεις τους ως προς την παραγωγική βάση της χώρας μας. Δεν υπήρχε κάποιο φιλελεύθερο, σοσιαλιστικό ή αναρχικό πολιτικό σχέδιο. Σε συνδυασμό με την ακατάπαυστη πελατειοκρατία του 19ου αιώνα, ο κάθε πολίτης μπορούσε να περιφέρεται από πολιτικό στρατόπεδο σε στρατόπεδο.

Η πολιτικοποίηση των Ενόπλων Δυνάμεων θα φτάσει μέχρι και το τέλος της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Είναι αξιοσημείωτο πως ο επικεφαλής της επταετούς δικτατορίας, Γιώργος Παπαδόπουλος, είχε πει κατά την εκφώνηση του πρώτου λόγου: «Η χώρα διήρχετο μια κρίση αναζητούσα διέξοδον εξ ενός πολιτικού αδιεξόδου εις το οποίο είχε εισέλθει. Από μακρού χρόνου, η αδυναμία της συνεννοήσεως μεταξύ των υπευθύνων πολιτικών παραγόντων της χώρας, παρά πάσαν επίκληση του ανωτάτου άρχοντα της χώρας, είχε περιαγάγει τη χώρα εις αδιέξοδόν», ενώ λίγο αργότερα θα υποστηρίξει δημόσια πως ο κομμουνισμός είναι μια ασθένεια. Η πολιτικοποίηση της στρατιωτικής ηγεσίας της χώρας των δεκαετιών του 1960 και του 1970 είναι απότοκο τόσο του 19ου αιώνα, με τα στρατιωτικά κινήματα να είναι πανταχού παρόντα, όσο και των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, με τα πραξικοπήματα και τα μετεμφυλιακά πάθη να κινούνται από στρατιωτικούς ηγέτες.

Το ζήτημα, ωστόσο, σήμερα είναι τι μπορούμε να κάνουμε από εδώ κι έπειτα, ώστε η Ελλάδα σε βάθος δύο ή τριών δεκαετιών να είναι ένα πλήρες εκσυγχρονισμένο ευρωπαϊκός κράτος, με όσο γίνεται λιγότερες δομικές αδυναμίες. Πρώτα, πρέπει να γίνει σαφές πως είναι διαφορετική η Αριστερά και η Δεξιά των δεκαετιών του 1960 με την Αριστερά και τη Δεξιά σήμερα. Όπως θα υποστηρίξει πάλι ο κ. Καλύβας σε μια συνέντευξή του στο Protothema: «Άλλο πράγμα η Δεξιά τού ’50 και άλλο πράγμα η Δεξιά τού σήμερα στην Ελλάδα. Το ίδιο και στην Αμερική τού ’30, όπως και στη Γαλλία. Το περιεχόμενο αλλάζει». Και σε δεύτερο επίπεδο, θα πρέπει να ενισχυθούν οι διαβουλευτικοί θεσμοί.

Τα πολιτικά κόμματα θα πρέπει να λειτουργήσουν στη βάση ενός σφυρηλατημένου ενιαίου σχεδίου, όπου η πρόοδος είναι αντικειμενικά προσδιορισμένη και δεν επαφίεται στις ιδεολογικές αρχές του εκάστοτε κόμματος. Η κοινωνία οφείλει να συμμετάσχει στην κατάρτιση των νομοσχεδίων, καταθέτοντας τη γνώμη της και να μην είναι απούσα στην πολιτική διαδικασία. Κοινωνία και Πολιτεία πρέπει να μπουν σ’ ένα καθεστώς ειδικής και αγαστής συνεργασίας, με απώτερο στόχο το κοινόν όφελος.

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News