Έχεις νιώσει ποτέ να πεθαίνεις;

Εθνικές Εκλογές
Έχεις νιώσει ποτέ να πεθαίνεις;

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Αν ναι, δεν είσαι μόνη ή μόνος - Γράφει η Μαρία-Ελένη Νικηφόρου

Νομίζω πως αυτή την αίσθηση δε θα την ξεχάσω ποτέ…

Με θυμάμαι να με «πιάνει» μια ανεξήγητη ταχυπαλμία, ενώ είχα ξαπλώσει για να κοιμηθώ.

Με θυμάμαι να αρχίζω να πανικοβάλλομαι, γιατί, ό,τι κι αν έκανα, η ταχυπαλμία, όχι μόνο δε μου περνούσε, αλλά άρχισε να συνοδεύεται από ένα αίσθημα καύσου στο στήθος, στην καρδιά, σε όλο μου το σώμα.

Με θυμάμαι να φοβάμαι πως θα πεθάνω.

Με θυμάμαι να γαντζώνομαι από το κεφαλάρι του κρεβατιού και γύρω μου, τα πάντα να γυρίζουν.

Με θυμάμαι να προσπαθώ να πείσω - και τις 3 φορές που πήρα τηλέφωνο το 166 - τους διασώστες του ΕΚΑΒ, πως, παρά το ότι ήμουν μόλις 25 ετών - και χωρίς άλλα, προϋπάρχοντα νοσήματα - πεθαίνω, παθαίνω καρδιακή προσβολή.

Με θυμάμαι να μου λένε μέσα στον πανικό μου ότι «μάλλον παθαίνεις κρίση πανικού και πρέπει να ηρεμήσεις» και εγώ να επιμένω πως πεθαίνω, να τους εξηγώ πως νιώθω πως «η καρδιά μου θα “σπάσει”».

Με θυμάμαι να έχω ιδρώσει, αλλά να τρέμω ταυτοχρόνως.

Με θυμάμαι να γράφω στη Google «How to stop heartbeats» και να σκέφτομαι πως αύριο, όταν θα με βρουν νεκρή, θα κοιτάξουν το κινητό μου και θα δουν πως προσπάθησα, έστω και με αυτό τον τρόπο, να σώσω τον εαυτό μου.

Με θυμάμαι να ηρεμώ λίγο όταν έριξα νερό στα χέρια και το πρόσωπό μου.

Με θυμάμαι να ηρεμώ λίγο παραπάνω όταν κοιτάχτηκα στον καθρέπτη και μου είπα: «Δεν μπορείς να πεθάνεις! Έχεις τόσα πράγματα να κάνεις ακόμη!».

Με θυμάμαι να ηρεμώ ακόμη περισσότερο, όταν ήρθε το ασθενοφόρο.

Με θυμάμαι να με πιάνει ξανά πανικός, όταν ξάπλωσα στο φορείο.

Με θυμάμαι να έχω σπασμούς σε όλο μου το σώμα.

Με θυμάμαι να μου λέει ο διασώστης να αναπνέω φυσιολογικά και να ηρεμήσω. Και να τον αγνοώ όταν μου είπε πως παθαίνω, απλώς, μια κρίση πανικού.

Με θυμάμαι, όμως, να μην μπορώ να ελέγξω τις ανάσες που έπαιρνα, ή να κάνω τη σκέψη του θανάτου και του παραλόγου να φύγει. Αυτή η «απλώς, κρίση πανικού», δεν ήταν καθόλου απλή για εμένα.

Με θυμάμαι να είμαι παγωμένη και το διασώστη να με έχει σκεπάσει με το παλτό μου και να μου λέει να κρατάω σφιχτά τα μανίκια, ώστε να ζεσταθούν τα χέρια μου.

Με θυμάμαι να κοιτάζω τα φώτα των στύλων από το μικρό, τετράγωνο παράθυρο του ασθενοφόρου.

Με θυμάμαι να τα βλέπω να μεταμορφώνονται, ξαφνικά, σε μια συνεχόμενη λευκή γραμμή φωτός.

Με θυμάμαι, εκείνη τη στιγμή, να ακούω το ασθενοφόρο να «ανάβει» τις σειρήνες του.

Με θυμάμαι, την ίδια στιγμή, να ακούω έναν συνεχιζόμενο, εκκωφαντικό, αλλά ταυτόχρονα υπόκωφο ήχο από το οξύμετρο, με το οποίο ήμουν «συνδεδεμένη».

Με θυμάμαι να κοιτάζω το μηχάνημα, που έγραφε «73» και μετά «72» και μετά «70». Δεν ήξερα τι ήταν αυτό το «70» και άρχισα να ουρλιάζω, να ρωτάω τι σημαίνει αυτός ο αριθμός, αυτός ο ήχος.

Με θυμάμαι, τότε, να γραντζουνάω το χέρι του διασώστη και να προσπαθώ να αποσυνδεθώ από το μηχάνημα, να φύγω από το ασθενοφόρο.

Με θυμάμαι να νιώθω πως, εκείνη είναι η τελευταία μου στιγμή στη ζωή και πως, αν σηκωθώ και φύγω, θα «ξεγελάσω» το θάνατο.

Με θυμάμαι να φτάνουμε, μετά από λίγα λεπτά, στο νοσοκομείο.

Με θυμάμαι να κάθομαι στο καροτσάκι και να μπαίνω απευθείας στο ιατρείο.

Με θυμάμαι να μη θέλω να σηκωθώ από το καροτσάκι και, γιατρός και διασώστης, να σηκώνουν και το καροτσάκι, μαζί με εμένα.

Με θυμάμαι να κοιτάζω τα χέρια μου, που είχαν γίνει μπλε, να τα δείχνω στο γιατρό και να του λέω «Κοίτα, κι αν έχω, όντως, πεθάνει τώρα;».

Με θυμάμαι να μου λέει ο γιατρός πως δίπλα έχει έναν «παππού» που, πράγματι κινδυνεύει να πεθάνει και πως εγώ είμαι καλά.

Με θυμάμαι να ηρεμώ μετά από ένα χάπι.

Με θυμάμαι να κοιτάζω το ρολόι στο ιατρείο και να βλέπω πως, από τις 4 που ξεκίνησε όλο αυτό, τώρα ήταν 7 το πρωί.

Με θυμάμαι να κοιτάζω έξω από το παράθυρο. Ήταν αρχές Μαρτίου και η φύση ξεκινούσε να «αναγεννάται». Ξημέρωνε. Τα φύλλα των δέντρων «κουβαλούσαν» ακόμη τη γλυκιά δροσούλα της νύχτας και μικρά πουλιά έφευγαν και έρχονταν στον κήπο πέριξ του νοσοκομείου.

Με θυμάμαι, τότε, να νιώθω σα να έζησα έναν ανεξήγητο εφιάλτη, σα να ήταν όλα αυτά, μακρινά και ξένα.

Κάπως έτσι θυμάμαι την πρώτη μου κρίση πανικού. Ήρθαν κι άλλες, ωστόσο, σε ελάχιστες από αυτές ένιωσα «να πεθαίνω». Ήταν πιο ήπιες, αφού, με τον καιρό έμαθα να γίνομαι «φίλη» με αυτό το συναίσθημα και σπάνια το άφησα να με «νικήσει», ξανά.

Και σ’ τα λέω αυτά τώρα που, ενδεχομένως, με όλες αυτές τις καταστάσεις που έχουν δημιουργηθεί, λόγω κορωνοϊού, μπορεί να υποφέρεις κι εσύ από κρίσεις πανικού.

Ξέρεις, η κρίση πανικού δεν κάνει διακρίσεις. Δυνητικά, όλοι μπορεί να βρεθούμε, έστω και μια φορά, σε αυτή τη θέση. Και ο κάθε άνθρωπος την αντιμετωπίζει, αλλά και τη βιώνει, διαφορετικά, σε διαφορετικές στιγμές της ζωής του.

Δεν είμαι ψυχολόγος, ούτε ειδικός, ούτε και θέλω να σου δώσω συμβουλές για το πως να ξεπεράσεις τις επαναλαμβανόμενες κρίσεις πανικού, παρά μόνο θα σε συμβουλέψω να επισκεφτείς κάποιον ειδικό.

Κάποια πράγματα, ωστόσο, που έχουν βοηθήσει εμένα, ένα χρόνο και ένα μήνα, μετά το περιστατικό που σου περιγράφω στην αρχή, είναι να αποδεχτείς, τη στιγμή της κρίσης πανικού, την ίδια την κρίση. Να μπορέσεις να αντιληφθείς πως όλο αυτό δε συμβαίνει στο σώμα σου, αλλά στο μυαλό σου, και δεν μπορεί να σε «σκοτώσει», όπως νιώθεις. Να μιλήσεις σε κάποιον εκείνη τη στιγμή, που όμως, θα ξέρει πως να το διαχειριστεί και δε θα τον «πιάσει» μεγαλύτερος πανικός. Να αλλάξεις περιβάλλον, να πας κάπου αλλού, να κάνεις μια βόλτα στο σπίτι ή στο τετράγωνο, να κάνεις ένα μπάνιο. Να διδάξεις στο μυαλό σου - από πριν - να «ταξιδεύει», να ηρεμεί…

Αυτό που κυρίως, όμως, θέλω να σου πω, με αυτό το κείμενο, είναι πως δεν υπάρχει λόγος να αισθάνεσαι ντροπή, άγχος, φόβο για την επόμενη κρίση πανικού. Πολλοί έχουμε βρεθεί στη θέση σου, ακόμη περισσότεροι από όσοι φαντάζεσαι. Σε καταλαβαίνουμε και ξέρουμε πόσο δύσκολο είναι. Μίλα για αυτό που νιώθεις και όλα θα πάνε καλά…

Δεν είσαι μόνη. Δεν είσαι μόνος. Και αυτό, θέλω να το θυμάσαι.

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News