default-image

Υπόθεση Ιταλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου

Απόψεις
Υπόθεση Ιταλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Γερμανικές επανορθώσεις ξανά στο προσκήνιο: Το Ιταλικό Συνταγματικό Δικαστήριο δεν μπορεί να εφαρμόσει μια απόφαση που προσκρούει σε θεμελιώδεις συνταγματικούς κανόνες.

Του Μ. Ντ. Μαρούδα

Το Ανώτατο Δικαστήριο της Ιταλίας, με έδρα την Ρώμη, στις 22 Οκτωβρίου 2014 φαίνεται να δίνει πίσω στους εθνικούς δικαστές την θέση που τους αξίζει σε εθνικό και και σε διεθνές επίπεδο. Ένα Ανώτατο Δικαστήριο που σέβεται τον εαυτό του, θεωρεί ότι μπορεί και πρέπει να προσαρμόσει την απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης για την Γερμανική ασυλία (ετεροδικία) ενώπιον εθνικών δικαστηρίων, στα συγκεκριμένα δεδομένα της Ιταλικής συνταγματικής έννομης τάξης. Χωρίς ν' αρνείται, δηλαδή, ότι η Ιταλία πρέπει, όπως κάθε κράτος, να σέβεται τις αποφάσεις του Διεθνούς Δικαστηρίου, κατοχυρώνει μ' έμφαση και τον δικό του ρόλο, ως Συνταγματικού Δικαστηρίου της χώρας.

Κρίνοντας ότι ο νόμος που υιοθέτησε η Ιταλική Κυβέρνηση για να συμμορφωθεί προς την απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου, έιναι αντισυνταγματικός, προτεραιότητα δίνει στον σεβασμό υπέρτατων αρχών και κανόνων, όπως είναι το δικαίωμα θυμάτων εγκλημάτων πολέμου και εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας να έχουν δικαστική προστασία. Πολλά και ενδιαφέροντα τα νομικά ζητήματα. Μπορεί ένας νόμος να είναι αντισυνταγματικός αν υιοθετείται κατ' εφαρμογή αποφάσεων διεθνών δικαστηρίων; Μπορεί ένα υπέρτατο εθνικό όργανο, ένα Συνταγματικό Δικαστήριο, ένας Άρειος Πάγος, να αποφανθεί κυρίαρχα για την συνταγματικότητα μιας απόφασης διεθνούς δικαστηρίου; Και τελικά πώς εφαρμόζονται στην εθνική έννομη τάξη όλες οι σχετικές αποφάσεις;

Με αφορμή το νόμο που υιοθετήθηκε στην Ιταλία σχετικά με τις επανορθώσεις και τη δυνατότητα των ιδιωτών να προσφεύγουν κατά τρίτων κρατών, συνεχίζει μια συζήτηση που αναμένεται να φέρει πολλές αλλαγές στην πολύπαθη διεθνή δικαιοταξία.

Ανοίγει τον δρόμο για τις ελληνικές αξιώσεις; Ποιές αξιώσεις; Αυτές που όλοι έβαλαν στο συρτάρι ήδη από το 2002, με εξαίρεση τον Γιάννη Σταμούλη και τον Στέλιο Περράκη, που ο καθένας στον δικό του χώρο και χρόνο εξακολουθούσε να αγωνίζεται για τα αυτονόητα; Αυτές που όλοι χρησιμοποιούν μόνο για ψηφοθηρικούς σκοπούς, ή για να δοκιμαστούν στον πολιτικό στίβο της χώρας, χρησιμοποιώντας ακόμη και τον συμβολισμό του αγώνα του Μανόλη Γλέζου;  Ή μήπως αυτές που παραμερίστηκαν για να ικανοποιηθούν οι Γερμανοί εταίροι μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και μας αφήσουν ήσυχους; Αν είμασταν σοβαροί θα είχαμε προ πολλού επιλύσει το ζήτημα. Το διεθνές δίκαιο μπορεί να γίνει σύμμαχος ή ανάχωμα σε εθνικές διεκδικήσεις. Χρόνια τώρα έχουμε επιλέξει το δεύτερο. Και είναι κρίμα.

Αλλά επειδή ο ρόλος μας, ως «ειδικών» είναι να εξηγούμε τις πραγματικές διαστάσεις των ζητημάτων χωρίς φανατισμούς και μοναδικές αλήθειες ας δούμε τί ακριβώς έγινε στην Ιταλία από τις 3 Φεβρουαρίου 2012 που η χώρα «έχασε» την υπόθεση ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου.

Τι έχει συμβεί στην Ιταλία από τον Φεβρουάριο 2012 και όσο στην Ελλάδα φοβόμασταν την σκιά μας;

Η εφαρμογή της απόφασης του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης της 3ης Φεβρουαρίου 2012 στην Ιταλική έννομη τάξη υπήρξε αντικείμενο μεγάλης συζήτησης και προβληματισμού ήδη από τις πρώτες μέρες που δημοσιοποιήθηκε η απόφαση, σε αντίθεση με την Ελλάδα, όπου την απόφαση φαίνεται να υποδέχθηκε με μεγάλη ανακούφιση η κυβέρνηση -αλλά και πολλοί νομικοί που θεώρησαν αδιανόητη την κάμψη του κανόνα της κρατικής ασυλίας, ακόμη κι αν η Γερμανία του Γ' Ράιχ ευθύνονταν για σοβαρές παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου, για εγκλήματα πολέμου και κατά της ανθρωπότητας και τα δίκαια αιτήματα των θυμάτων τους δεν μπορούσαν να βρουν δικαίωση.

Το ίδιο το Διεθνές Δικαστήριο είχε ήδη εξετάσει το πρόβλημα και είχε αποφανθεί ότι «η Ιταλική Δημοκρατία έπρεπε να λάβει ειδικά νομοθετικά μέτρα, ή να καταφύγει σε εναλλακτικές μεθόλους, προκειμένου να διασφαλίσει ότι οι αποφάσεις των δικαστηρίων της, που παραβιάζουν την ασυλία της Γερμανίας, παύσουν κάθε έννομη συνέπεια», αναγνωρίζοντας, ωστόσο, ότι υπάρχουν «ορισμένα νομικά ζητήματα που θα πρέπει να ξεπεραστούν στο εσωτερικό δίκαιο της Ιταλίας, όπως είναι οι συνέπειες οριστικών αποφάσεων Ανωτάτων Δικαστηρίων που δεσμεύουν συνταγματικά ως δεδικασμένο». (παρ.137).

Ο προβληματισμός θυμίζει την (μη) συμμόρφωση των ΗΠΑ στις υποθέσεις Avena και La Grand, για τους οποίους το Διεθνές Δικαστήριο είχε ζητήσει να μην εκτελεστούν οι θανατικές  ποινές που αφορούσαν τους δύο κρατούμενους ξένους υπήκοους κάτι που δεν έγινε (το 2004 και 2001 αντίστοιχα). Τότε οι ΗΠΑ κατηγορήθηκαν ότι παραβίασαν θεμελιώδη δικαιώματα που επιχείρησε να προστατεύσει το Διεθνές Δικαστήριο εκτελώντας μια θανατική καταδίκη.

Ενώ στην υπόθεση που αφορά τα θύματα των θηριωδιών του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και τις γερμανικές επανορθώσεις, Γερμανίας /Ιταλίας με Ελλάδα παρεμβαίνουσα, το Διεθνές Δικαστήριο ζήτησε από την Ιταλία να παραμερίσει τα δικαιώματα των θυμάτων εγκλημάτων πολέμου, ώστε να εφαρμόσει τον εθιμικό κανόνα της ετεροδικίας υπέρ της Γερμανίας. Στις 22 Οκτωβρίου, λοιπόν, η Ιταλία μέσω του Ανώτατου Δικαστηρίου της, αρνήθηκε να συμμορφωθεί προς μια απόφαση, επειδή την θεώρησε αντίθετη σε θεμελιώδεις κανόνες τόσο της ΙΤαλικής Συνταγματικής Τάξης, όσο και του διεθνούς δικαίου.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εφαρμογή αποφάσεων του Διεθνούς Δικαστηρίου είναι υποχρεωτική για τα κράτη. Αυτό εξάλλου το αναγνωρίζει με έμφαση και το Ιταλικό Συνταγματικό Δικαστήριο στην απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2014, όπως απορρέει από το άρθρο 117 του Ιταλικού Συντάγματος που προβλέπει την πρωταρχία διατάξεων συνθηκών έναντι εθνικών νόμων, το άρθρο 11, που επιτρέπει περιορισμό εθνικής κυριαρχίας υπέρ της προαγωγής διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας (συμμετοχή Ιταλίας στον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών), αλλά και το άρθρο 10.1 του Συντάγματος, που προβλέπει ότι το «Ιταλικό νομικό σύστημα συμμορφώνεται προς τις γενικών παραδεδεγμένες αρχές του διεθνούς δικαίου».

Το πώς, όμως, θα εφαρμόσει ένα κράτος μια δικαστική απόφαση είναι στη διακριτική του ευχέρεια. Οι επλογές που είχε η Ιταλία ήταν είτε ένας νόμος με τον οποίο θα ακυρώνονταν όλες οι (οριστικές) αποφάσεις των Ιταλικών Δικαστηρίων (δεδικασμένο), είτε νέες δικαστικές αποφάσεις που θα ανέτρεπαν τις προηγούμενες, αλλάζοντας το δεδικασμένο, που όμως, επίσης κατοχυρώνεται συνταγματικά. Η πρώτη μέθοδος είναι εξόχως προβληματική, διότι παραβιάζει συνταγματικώς αναγνωρισμένες αρχές, όπως ο σεβασμός στην λειτουργία των δικαστικών οργάνων και το δικαίωμα των ατόμων σε δικαστική προστασία (άρθρα 102 και 113 Συντάγματος) . Καθώς και την αρχή της ισότητας ενώπιον του νόμου και ενώπιον δικαστηρίων (άρθρα 3 και 24). Αλλά και στη δεύτερη μέθοδο, με νέες δικαστικές αποφάσεις, έπρεπε οι ιταλοί δικαστές να ισορροπήσουν ανάμεσα σε αρχές με υπέρτατη νομική ισχύ, επιλέγοντας ποια έννομη τάξη θα υπηρετήσουν. Την διεθνή, ή την εθνική;

Η κυβέρνηση επέλεξε τελικά στις 21 Δεκεμβρίου 2012 να υιοθετήσει ένα γενικό νομοθέτημα, με το οποίο έδινε τη δυνατότητα σε διαδίκους (ουσιαστικά στην Γερμανία) να ανοίξει εκ νέου τις σχετικές δίκες, ακόμη κι εκεί όπου υπήρχε τελική απόφαση, «ιδίως όσον αφορά υποθέσεις για τις οποίες το Διεθνές Δικαστήριο ζήτησε να εξαιρεθούν από την αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων. Το σχετικό νομοθέτημα έδινε τη δυνατότητα υποθέσεις που δεν είχαν τελεσιδικήσει να ανοίξουν και τα δικαστήρια να προβάλουν έλλειψη αρμοδιότητας.

Αλλά και ως προς την δεύτερη λύση, όλη αυτή την περίοδο τα ιταλικά δικαστήρια δεν έμειναν αμέτοχα στη συζήτηση. Πολύ πριν την υιοθέτηση του σχετικού νόμου, τα ιταλικά δικαστήρια, σε αντίθεση με τα ελληνικά, επιχείρησαν να αντιμτωπίσουν το ζήτημα μέσω νέων δικαστικών αποφάσεων. Συγκεκριμένα, τρία Ιταλικά Δικαστήρια έθεσαν το ζήτημα της εφαρμογής της απόφασης του Διεθνούς Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο της Φλωρεντίας (Απόφαση 28 Μαρτίου 2012) επιχείρησε να το επιλύσει μέσω της ιεραρχίας ανάμεσα σε απόφαση εθνικού δικαστηρίου και του διεθνούς, θεωρώντας ότι το τελευταίο έχει προτεραιότητα. Δεν εξέτασε όμως την συνταγματική κατοχύρωση του δεδικασμένου.  

Δεύτερο, το Εφετείο στο Τορίνο, τον Μάιο 2012 υιοθέτησε διαφορετική ερμηνεία. Συμβιβάζοντας τα ασυμβίβαστα (συμμόρφωση προς την ιταλική δικαιοδοσία σύμφωνα με το Ακυρωτικό Δικαστήριο αλλά και προς το Διεθνές Δικαστήριο που ζητούσε ακριβώς το αντίθετο) αποφάσισε ότι είχε δικαιοδοσία μεν να κρίνει την υπόθεση, αλλά ότι δεν μπορούσε να μπει στην ουσία του εάν τα θύματα παραβιάσεων είχαν δυνατότητα προσφυγής, διότι αυτό θα παραβίαζε την απόφαση του διεθνούς δικαστηρίου της Χάγης. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.

Τρίτο δικαστήριο το Ποινικό Τμήμα του Ακυρωτικού Δικαστηρίου (Αύγουστο 2012) έκρινε ότι η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου έπρεπε να εφαρμοστεί λόγω της αναμφισβήτητης ανωτερότητάς του, και σύμφωνα με τις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας έπρεπε να γίνει αποδεκτή η έφεση που είχε ασκήσει η Γερμανία.

Αυτήν την αβεβαιότητα έρχεται να αντιμετωπίσει, λοιπόν, δύο σχεδόν χρόνια μετά το Συνταγματικό Δικαστήριο της χώρας, με έναν τρόπο θαρραλέο και μοναδικής σημασίας. Με την πρόσφατη απόφαση του, λοιπόν, το Ιταλικό Συνταγματικό Δικαστήριο ακολούθησε διαφορετικό σκεπτικό. Έκρινε, όχι πια την ανωτερότητα του Διεθνούς Δικαστηρίου ή τις διεθνείς υποχρεώσεις της Χώρας. Αυτές τις θεώρησε δεδομένες. Αλλά, με μια εξαιρετική κίνηση, που θα μείνει στην ιστορία, αποφάνθηκε ότι ο σεβασμός θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου, συνταγματικά κατοχυρωμένων στην ιταλική έννομη τάξη, σύμφωνα τόσο με το εθιμικό δίκαιο όσο και με το Κοινοτικό δίκαιο δεν μπορεί να έρχονται σε σύγκρουση με θεμελιώδεις αρχές του συντάγματος.

Ότι, ενώ το διεθνές δικαστήριο μπορούσε να αποφανθεί ότι κανόνες αναγκαστικού δικαίου (jus cogens) όπως είναι αυτές που παραβιάζουν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, δεν έρχονται σε σύγκρουση με εθιμικούς δικονομικούς κανόνες περί ετεροδικίας, κάτι τέτοιο δεν μπορούσε ούτε επιτρεπόταν να το πράξει ένα εθνικό δικαστήριο. Ένα Συνταγματικό Δικαστήριο δεν μπορεί να κάμψει κανόνα αναγκαστικού δικαίου. Αν τον αποδεχθεί και δώσει σε θύματα το δικαίωμα να εγείρουν αξιώσεις εναντίον τρίτου κράτους, που ευθύνεται όμως για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, φαίνεται να μη συμμορφώνεται με απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου. Σε αυτό το δίλλημμα απάντησε το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ιταλίας.

Κι το αποτέλεσμα της είναι ότι επειδή η υπόθεση που έφτασε στο Συνταγματικό Δικαστήριο αφορούσε δικαιώματα Ιταλών πολιτών που δεν έχουν ακόμη βρει δικαίωση, διότι Γερμανικά Δικαστήρια έχουν κρίνει ότι δεν έχουν δικαιοδοσία για τέτοιες περιπτώσεις και η εναλλακτική είναι σύμφωνα με το Διεθνές Δικαστήριο «λύση μετά από διαπραγματεύσεις με την Γερμανία» (άριρο 104), όσο η Γερμανία αρνείται να συζητά έστω εξωδικαστική αλλά σε κάθε περίπτωση επανόρθωση, τόσο Ιταλικά δικαστήρια έχουν το δικαίωμα να μην εφαρμόζουν ένα νόμο που είναι αντισυνταγματικός. Κι ας εφαρμόζει  απόφαση διεθνούς δικαστηρίου.

Όλα τα ανωτέρω ισχύουν mutatis mutandis (κατά γράμμα) για τα ελληνικά δικαστήρια. Και ο νοών νοείτο.

Οι Ιταλοί Ανώτατοι Δικαστές έπραξαν το καθήκον τους. Αυτό που τόσο καιρό επιμέναμε -λίγοι είναι αλήθεια- ότι πρέπει να γίνει και στα ελληνικά δικαστήρια. Να ανοίξει και πάλι το ζήτημα. Με τρόπο έντονο και εμφατικό. Ιδίως όσο η λύση που πρότεινε το Διεθνές Δικαστήριο -των άμεσων διαπραγματεύσεων με τη Γερμανία δεν προχωράει ούτε με την Ιταλία, πολύ περισσότερο δε με την Ελλάδα, για λόγους πολιτικής και όχι δικαίου.

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News