Άμπελος η ευκληματούσα

Απόψεις
Άμπελος η ευκληματούσα

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Αποκρυπτογράφηση» των ονομάτων κρητικών ποικιλιών αμπέλου

Μια πρώτη προσέγγιση της ετυμολογίας των ονομάτων κρητικών ποικιλιών αμπέλου και η “αποκρυπτογράφησή” τους είναι η παρακάτω:

*Γράφει ο Δημήτρης Κων. Σαρρής.

  1. Ακίκι: Δεκτή η ετυμολογία ότι παραπέμπει στον ημιπολύτιμο λίθο αχάτη (ακίκ σημαίνει αχάτης στην τουρκική γλώσσα), λόγω των αντίστοιχων κόκκινων, πράσινων και χρυσαφί αποχρώσεών του.
  2. Πλυτό: Στη δημοτική, την καθομιλουμένη είναι σύνηθες να λέμε εκφράσεις όπως «λυτός ο σκύλος», που σημαίνει λυμένος ο σκύλος, από το ρήμα λύνω, «συρτό τον κουβάλησαν τον μεθυσμένο», δηλαδή συρμένο, από το ρήμα σύρω, «ραφτό είναι το κοστούμι», ραμμένο, από το ρήμα ράβω, «κτιστό ήταν το καλύβι», δηλαδή κτισμένο. Άρα, κατά αναλογία, το πλυτό σημαίνει πλυμένο, πιθανά για να τονιστεί η στιλπνότητά του, που δίδει την όψη του καθαρού, του πλυμένου.
  3. Ακομινάτο: Στην ιταλική γλώσσα acommiato σημαίνει αποχαιρετισμός. Πιθανά εννοεί το όψιμο σταφύλι, που η ωρίμανσή του συμπίπτει με το τέλος της εποχής των σταφυλιών, σαν να αποχαιρετά τη φετινή σεζόν...
  4. Αρμελετούσα: “Arme” σημαίνει το θωρακισμένο, το ανθεκτικό, “letu” σημαίνει η διάβρωση, η σαπίλα, στις λατινογενείς γλώσσες. Άλλωστε, σύμφωνα με το αρχαίο Μέγα Ετυμολογικό λεξικό: Σταφυλή = Σ (τ) απυλή, αυτή που σαπίζει.
  5. Κοτσυφάλι: “Κοτσυφάλι” στην κρητική διάλεκτο σημαίνει “νεοσσός κοτσυφού”. Προφανώς, λοιπόν, από το γεγονός ότι τα μικρά κοτσύφια στη φωλιά τους είναι μαύρα σαν μικρά μπαλάκια το ένα δίπλα στο άλλο, σαν “τσαμπί σταφυλιού”, πήρε το όνομα το ίδιο το μαύρο σταφύλι αυτό “κοτσυφάλι”.
  6. Αθήρι: Στην αρχαιοελληνική γλώσσα “αθήρ” σημαίνει το “άγανο”, δηλαδή το “μουστάκι”, η τριχοειδής απόληξη της “κορυφής” στο στάχυ του σταριού. Άρα, το “κορυφαίο”.
  7. Θραψαθήρι: Εάν “θράψα” σημαίνει το “παραγωγικό”, από τη θρέψη, “θρεμμένο”, τότε θραψαθήρι σημαίνει το “κορυφαίο παραγωγικά”.
  8. Βιδιανό: Vinto = Βίδο σημαίνει στα Ιταλικά “νικημένος από τη νύστα”. Άρα το πιθανότερο είναι να σημαίνει το “κρασί που ζαλίζει, κοιμίζει”.
  9. Κατσανό: “Κατσανός” στα Αρβανίτικα ή Τούρκικα σημαίνει ο “φυγάς”, αυτός που σκαρφαλώνει γρήγορα, αλλά και ο τσιγκούνης... Άρα το πιθανότερο είναι να σημαίνει σταφύλι για “κρεβατίνιασμα” (σκαρφαλώνει) ή “το ξενομπάτικο” (φυγάς) ή αυτό που δεν αποδίδει μεγάλη παραγωγή (τσιγκούνικο)...
  10. Δαφνί: Το σταφύλι που έχει “άρωμα Δάφνης”.
  11. Βιλάνα: Από το ιταλικό vilano, που σημάνει “χωριάτης”, άρα “χωριάτικο” ή “ντόπιο”...
  12. Ροζακί: Σε Βένετο (ροζ) τουρκική (ak = άσπρο) διάλεκτο, των δύο κατακτητών μας, σημαίνει το “ασπροκόκκινο”.
  13. Μανδηλάρι: Σε πρώτη προσέγγιση “Μανδηλαριά” είναι τοπωνύμιο και ποικιλία της Σαντορίνης.
  14. Λιάτικο: Ως προς την ετυμολογία της λέξης “λιάτικο”, επικρατέστερη άποψη είναι ότι την ονομασία του έλαβε από το γεγονός ότι είναι η πρωιμότερη ερυθρά ποικιλία του ελληνικού αμπελώνα, καθόσον ωριμάζει το πρώτο δεκαήμερο του Ιουλίου. Στην Κρήτη είναι συνώνυμο του πρώιμου. “Λιάτικα” λένε δε και τα παιδιά που εμφανίζουν χαρακτηριστικά πρώιμης ήβης...
  15. Βαλαΐτης: Bal στην τουρκική γλώσσα σημαίνει “μέλι”. Κατά συνέπεια, το πιθανότερο είναι να πήρε την ονομασία του από τη γλυκύτητά του. Η κατάληξη -ίτης είναι συνηθισμένη στα κρασιά και στα σταφύλια, όπως “καμπανίτης”, “σιδηρίτης”, κ.λπ...

(Ο κλάδος της αμπέλου λέγεται κλήμα, επειδή κατά το κλάδεμα βγάζει υγρό όπως το δάκρυ (από το κλαίω > κλάμα, κλήμα), απ’ όπου και “κληματαριά”. Η λέξη “άμπελος” προέρχεται από το ανά - πέλω = εγείρομαι (εδώ το αμπέλι αναγεννάται την άνοιξη από χειμερία νάρκη).

* Ο Δημήτρης Κων. Σαρρής είναι πρώην υφυπουργός και πρώην νομάρχης Ηρακλείου.

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News