Η Αλβανία και οι Τσάμηδες προκαλούν...

Απόψεις
Η Αλβανία και οι Τσάμηδες προκαλούν...

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

*Γράφει ο Πέτρος Μηλιαράκης

O πρωθυπουργός της Αλβανίας Έντι Ράμα προσφάτως μεριμνά και τυρβάζει περί την «προβολή» ζητήματος που τον εκθέτει στη διεθνή κοινή γνώμη και στον διεθνή νομικό και πολιτικό πολιτισμό, εφόσον υπερασπίζεται το λεγόμενο «τσάμικο ζήτημα». Με πρόσφατες δηλώσεις του ισχυρίζεται ότι «οι Τσάμηδες έχουν το δικαίωμα να διεκδικήσουν περιουσίες» από την Ελλάδα, τονίζοντας, βεβαίως, ότι «εδαφικό ζήτημα μεταξύ Αλβανίας και Ελλάδας δεν μπορεί να σταθεί».

Ωστόσο, υπερασπίζεται τους άνομους και προκλητικούς ισχυρισμούς των Τσάμηδων που διεκδικούν τις ακίνητες περιουσίες Ελλήνων πολιτών - που αφορούν εδάφη (έστω ιδιωτικά) που ανήκουν στην ελληνική επικράτεια. Δημοσίως δε προβάλλει ζήτημα «δικαιώματος στην ανάμνηση». Δηλαδή, ανέγερσης «μνημείου στην Ήπειρο», χάριν των Τσάμηδων. Βεβαίως διευκρίνισε ότι το ζήτημα αυτό δεν αφορά αλυτρωτισμούς, αλλά μια «τιμητική» δημιουργία «μνημείου», παραβλέποντας όμως ότι οι Τσάμηδες δεν είναι κάτι διαφορετικό από τους εγκληματίες πολέμου.

Σύντομη ιστορική αναφορά

Τούτων - και μάλιστα προσφάτως - δοθέντων, καλό (θα) είναι ενόψει αυτής της πρόσφατης πρόκλησης να λεχθούν επιγραμματικώς τα εξής: Αρχικώς πρέπει να διευκρινιστεί ότι το όνομα “Τσάμης” προσδιορίζει μια ομάδα μουσουλμάνων, η οποία έζησε στη Θεσπρωτία από τον 17ο αιώνα μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα. Η λέξη δε “Τσάμης” είναι συνέπεια παραφθοράς του ονόματος “Θύαμις”, όπως ήταν γνωστός στην αρχαιότητα ο ποταμός Καλαμάς.

Οι Τσάμηδες είναι απόγονοι ορθοδόξων χριστιανών της Ηπείρου, οι οποίοι εξισλαμίστηκαν βιαίως την περίοδο 1601 και μετά, χωρίς να παραβλέπεται ότι αρκετοί από αυτούς προσχώρησαν εκουσίως στο Ισλάμ αποβλέποντας στο να αποκτήσουν αξιώματα! Έτσι, η αλλαγή του θρησκεύματος μετέβαλε και τις συνειδήσεις. Τους εμπεδώθηκε δε το “ιδεολόγημα” ότι είναι Τουρκαλβανοί, παρά που έχουν δική τους πολιτιστική ταυτότητα, και η γλώσσα τους είναι η τόσκικη διάλεκτος. Οι Τσάμηδες, από την περίοδο της Τουρκοκρατίας, εναντιώθηκαν σε οτιδήποτε ελληνικό και χριστιανικό. Υπηρέτησαν τον Αλή Πασά, ενώ πάρα πολλοί απ’ αυτούς εντάχθηκαν στο στράτευμα του Ομέρ Βρυώνη στην πρώτη Πολιορκία του Μεσολογγίου, αγωνιζόμενοι κατά της εθνεγερτήριας Επανάστασης του 1821.

Οι Τσάμηδες από το 1821 και μετά

Οι Τσάμηδες, ως κάτοικοι της Θεσπρωτίας, ενσωματώθηκαν στην ελληνική επικράτεια το 1913. Το 1923 δε, με βάση τη Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης, ως αλβανόφωνοι μουσουλμάνοι της Θεσπρωτίας κρίθηκαν «ανταλλάξιμοι». Επιβαλλόταν δε να εγκαταλείψουν την ελληνική επικράτεια. Όμως η τότε κυβέρνηση του στρατηγού Θ. Πάγκαλου, ενώ θα έπρεπε να τους κατευθύνει προς την Αλβανία, δεν το έπραξε. Η παράλειψη βεβαίως αυτή ελέγχεται από την ιστορία ως «ιστορικό λάθος». Έτσι, παρέμειναν οι Τσάμηδες στην περιοχή της Θεσπρωτίας για να διαδραματίσουν ιστορικώς, όχι απλώς αρνητικό, αλλά και εγκληματικό ρόλο. Αποκορύφωμα έναρξης του εχθρικού ρόλου τους κατά των Ελλήνων χριστιανών ήταν η περίοδος της ιταλικής κατοχής στην Αλβανία, οπότε οι Τσάμηδες από το 1939 είχαν μεταβληθεί σε υπηρέτες των συμφερόντων των Ιταλών και αποτέλεσαν όργανο προπαγάνδας τους, που αποσκοπούσε στο να δικαιολογείται η κήρυξη του πολέμου της Ιταλίας κατά της Ελλάδας. Κατά τη διάρκεια δε της Κατοχής (1931-1944), στο σύνολό τους οι Τσάμηδες υπηρέτησαν τις δυνάμεις του Άξονα με αλυτρωτικούς σκοπούς και με “ιδεολόγημα” πλέον τη δημιουργία της «Μεγάλης Αλβανίας». Κατά το διάστημα δε αυτό της Κατοχής υπήρξαν άριστοι συνεργάτες των κατοχικών δυνάμεων σε βάρος του ελληνικού και χριστιανικού πληθυσμού. Έτσι υποχρεώθηκαν χιλιάδες Έλληνες χριστιανοί κάτω από καθεστώς παράνομης βίας είτε να μεταναστεύσουν, είτε να ενταχθούν στις αντιστασιακές οργανώσεις του ΕΑΜ και του ΕΔΕΣ.

Οι Τσάμηδες ως εγκληματίες πολέμου

Όπως προαναφέρθηκε, οι Τσάμηδες συνεργάστηκαν τόσο με τις φασιστικές δυνάμεις των Ιταλών όσο και με τις φασιστικές δυνάμεις των Γερμανών. Ιδιαιτέρως δε επισημειώνεται ότι, όταν στα μέσα Ιουλίου του 1943 εισέβαλε στην Ήπειρο μέσω της Αλβανίας η 1η Γερμανική Μεραρχία Ορεινών Καταδρομών, με βασική αποστολή την αποτροπή ενδεχόμενης συμμαχικής απόβασης στις ηπειρωτικές ακτές, οι Τσάμηδες ήταν οι άμεσοι συνεργάτες τους. Ιδιαιτέρως δε επιχειρήθηκε (μεταξύ των άλλων) και η εξόντωση των προκρίτων της Παραμυθιάς. Έχουν δε βρεθεί τα στοιχεία εκείνα που αποδεικνύουν ότι οι εκτελέσεις των αμάχων στην Παραμυθιά έλαβαν χώρα με βάση τον κατάλογο ονομάτων που είχε συντάξει η ηγεσία των Τσάμηδων στην περιοχή.

Έτσι η λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου υποχρέωσε τους Τσάμηδες, προκειμένου να μην αντιμετωπίσουν τις προβλεπόμενες ποινές από το Δίκαιο του Πολέμου, και τις ποινές των ad hoc ποινικών νόμων της μεταπολεμικής περιόδου, να διαφύγουν στην Αλβανία. Άλλωστε, το τίμημα της δωσιλογικής πρακτικής και δραστηριότητάς τους, τόσο με τους Γερμανούς φασίστες, όσο και με τους Ιταλούς φασίστες, ήταν βαρύ.

Υπ’ όψιν δε ότι, όσοι Τσάμηδες διέφυγαν στην Αλβανία, η υπό τον Ενβέρ Χότζα “Λαϊκή Δημοκρατία της Αλβανίας” δεν είχε κανένα λόγο να μην τους παράσχει προστασία, καθόσον η προστασία των Τσάμηδων αποσκοπούσε στο να διασπάσει και να τρομοκρατήσει τους Έλληνες κατοίκους της Βορείου Ηπείρου.

Συνέπεια αυτής της παράνομης βίας των Τσάμηδων εναντίον των Ελλήνων ήταν την περίοδο 1945-1946 να διαφύγουν στην Ελλάδα 8.000 περίπου Έλληνες που ζούσαν στην Αλβανία. Αντιστοίχως οι περίπου 20.000 Τσάμηδες που διαβιούσαν πριν τον πόλεμο στη Θεσπρωτία ήδη είχαν προσφύγει στην Αλβανία.

Η ποινική νομοθεσία για συνεργάτες των κατακτητών

Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, θεσπίστηκε ειδική ποινική νομοθεσία για την τιμωρία όσων συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς, τους Ιταλούς και τους Βούλγαρους. Με τη Συντακτική Πράξη (Σ.Π.) αρ. 6 της 2ας Ιανουαρίου 1945 και τον Αναγκαστικό Νόμο (Α.Ν.) 533/1945, ρυθμίστηκαν οι απαραίτητες λεπτομέρειες για τη συγκρότηση των Ειδικών Δικαστηρίων, για τη δικονομία τους, για τα αδικήματα που προβλέπονταν και τιμωρούνταν και για τις ποινές που θα επιβάλλονταν. Το άρθρο 2 της Σ.Π. και ο Α.Ν. 533/1945 προέβλεπαν ότι, αναλόγως της βαρύτητας της πράξης του καταδικασθέντος, το Ειδικό Δικαστήριο μπορούσε να επιβάλει μερική ή ολική δήμευση της περιουσίας του. Το άρθρο 27 παρ. 2 της Σ.Π. και ο Α.Ν. 533/1945 προέβλεπαν ότι η περιουσία της συζύγου ή τέκνων του καταδικασθέντος, που αποκτήθηκε μετά τη διάπραξη των εγκλημάτων, υπόκειται σε δήμευση. Με βάση δε την ad hoc αυτή ποινική νομοθεσία, την 23η Μαΐου 1945 καταδικάστηκαν ερήμην σε θάνατο 1.930 Τσάμηδες από το Ειδικό Δικαστήριο Δωσίλογων των Ιωαννίνων (Απόφαση 344/1945), ενώ από το ίδιο Δικαστήριο καταδικάστηκαν ερήμην σε θάνατο την 27η Μαΐου 1.046 και άλλοι 179 Τσάμηδες (απόφαση 344/1946). Σε όλους δε τους καταδικασθέντες επιβλήθηκε ολική δήμευση της περιουσίας τους.

Τα “μνημεία” του ναζισμού και φασισμού

Η οποιαδήποτε υπεράσπιση του λεγόμενου “Τσάμικου ζητήματος” δεν αφορά τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερα από υποστήριξη φασιστών, ναζιστών και εγκληματιών πολέμου. Υπ’ όψιν δε ότι η μεταπολεμική έννομη τάξη, υπό την αιγίδα του Διεθνούς Στρατοδικείου, έχει ιδρύει νομολογιακές παραδοχές, όπου παρόμοια εγκλήματα όπως εκείνα των Τσάμηδων δεν μπορεί να γίνονται ανεκτά από τον σύγχρονο νομικό και πολιτικό πολιτισμό. Πέραν δε της δίκης της Νυρεμβέργης, υπάρχουν και οι λεγόμενες (ορθώς) “επακόλουθες δίκες”. Ήδη δε από το Δεκέμβριο του 1946 μέχρι τον Απρίλιο του 1949, Αμερικανοί δημόσιοι κατήγοροι καταδίκασαν 97 κατηγορούμενους φασίστες και ναζιστές.

Επίσης, πολλά κράτη με τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου διεξήγαγαν δίκες τιμωρητικές κατά των εγκληματιών και των εγκληματικών πράξεων που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια του πολέμου. Η πιο γνωστή δε περίπτωση είναι εκείνη της Πολωνίας. Αφορά τη δίκη της Κρακοβίας, όπου καταδικάστηκαν σε θάνατο ναζιστές και φασίστες του στρατοπέδου του Άουσβιτς. Επίσης, μία από τις πιο γνωστές δίκες των Γερμανών εγκληματιών πολέμου πραγματοποιήθηκε και στην Ιερουσαλήμ. Η δίκη αυτή έλαβε χώρα το 1961 και αφορούσε στον Άντολφ Άιχμαν, που ήταν ο αρχιτέκτονας του εκτοπισμού της Εβραίων στην Ευρώπη. Η δίκη αυτή είχε τόσο ενδιαφέρον, ώστε αποτέλεσε την αφετηρία της ανάδειξης των εγκλημάτων του Ολοκαυτώματος.

Η προσφυγή στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο

Οι Τσάμηδες προκαλούν τη διεθνή έννομη τάξη, καθόσον οργανώσεις τους προσέφυγαν, την Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2016, στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ΔΠΔ) της Χάγης (International Criminal Court-ΙCC) με αίτημα: α) να διερευνηθεί η διάπραξη εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, που έλαβαν χώρα από τις ελληνικές κυβερνήσεις την περίοδο 1913-1945, β) να αναγνωριστεί ότι συντελέστηκε γενοκτονία κατά των Τσάμηδων, βάσει των διατάξεων της Σύμβασης της Γενοκτονίας του 1948, γ) να τους επιστραφεί όλη η ακίνητη περιουσία τους και δ) να αναγνωριστεί το δικαίωμα του επαναπατρισμού για όποιους εκδιώχθηκαν ή εκτοπίστηκαν.

Υπ’ όψιν ότι το ΔΠΔ είναι μόνιμο δικαιοδοτικό Όργανο αρμόδιο για την ποινική δίωξη προσώπων για το έγκλημα της γενοκτονίας, για τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, για τα εγκλήματα του πολέμου και για το έγκλημα της επίθεσης. Η έδρα του δε είναι στη Χάγη της Ολλανδίας και αποτελεί ad hoc Δικαστήριο, ακριβώς για να υπερασπίζεται το σύγχρονο νομικό και πολιτικό πολιτισμό.

Και μόνο η προσφυγή των Τσάμηδων στο διεθνές αυτό δικαιοδοτικό Όργανο αποτελεί πρόκληση για την έννομη τάξη και τον σύγχρονο πολιτισμό που εγκαθιδρύθηκε με τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ως “διαδικασία” δε, πέραν της πρόκλησης ως προσφυγή καθ’ εαυτή, είναι ανεπίδεκτη νομικής και δικαστικής εκτίμησης, καθώς άλλωστε είναι και αλυσιτελής. Και τούτο γιατί το Διεθνές αυτό Δικαστήριο δεν μπορεί να δικάσει οποιαδήποτε πράξη που έλαβε χώρα πριν την 1η Ιουλίου 2002!

* Ο Πέτρος Μηλιαράκης δικηγορεί στα Ανώτατα Ακυρωτικά Δικαστήρια της Ελλάδας και στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια του Στρασβούργου και του Λουξεμβούργου (ECHR και GC-EU).

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News