Ο Στέφανος Κορωναίος, ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Teatro Grattacielo της Νέας Υόρκης, έρχεται για δεύτερη φορά στο Ηράκλειο, σκηνοθετώντας στο Πολιτιστικό Συνεδριακό Κέντρο Ηρακλείου (ΠΣΚΗ). Μετά την όπερα “Ιδομενέας” του W. Α. Mozart, ο διακεκριμένος Έλληνας σκηνοθετεί την όπερα “Κάρμεν” του Ζορζ Μπιζέ.
Με αυτήν την αφορμή, η “Νέα Κρήτη” μίλησε μαζί του για τον πολιτισμό της Κρήτης, τους τραγουδιστές όπερας, αλλά και την κινηματογραφική σχεδόν διαδρομή του από τη Μάνη ως τη Νέα Υόρκη...
Δεύτερη φορά στο Πολιτιστικό Κέντρο Ηράκλειου. Μετά την όπερα “Ιδομενέας”, η “Κάρμεν”. Τελικά η “επιστροφή” σας στην Ελλάδα γίνεται μέσω Κρήτης;
«Η Κρήτη είναι σίγουρα ένα από τα πιο αγαπημένα μου μέρη στον κόσμο. Στην Ελλάδα έρχομαι συχνά τα τελευταία χρόνια για να σκηνοθετήσω και να είμαι με την οικογένειά μου. Η Κρήτη είναι ένα από τα καλλιτεχνικά μου σπίτια, ειδικά από τη στιγμή που έχω συνεργαστεί με τον μαέστρο Μιχαηλίδη. Τα τελευταία τρία χρόνια σκηνοθέτησα και στο Θέατρο “Απόλλων” στη Σύρο και ετοιμάζομαι να ξεκινήσω μια ακόμη καλλιτεχνική περιπέτεια στο Μέγαρο Θεσσαλονίκης».
Οι δύο αυτές συμπαραγωγές δείχνουν πως πια το Πολιτιστικό Κέντρο Ηρακλείου βρίσκει τον “χώρο” του στα διεθνή δρώμενα;
«Απολύτως. Η πόλη και το Πολιτιστικό της Κέντρο έχουν τεράστιες δυνατότητες να γίνουν πολιτιστική πρωτεύουσα στην Ευρώπη. Αυτό που έχει γίνει τα τελευταία 3 χρόνια είναι αξιοσημείωτο».
Το κοινό της Κρήτης λάτρεψε τον “Ιδομενέα” και φαίνεται πως και η “Κάρμεν” πηγαίνει για sold out (αν δεν είναι ήδη δηλαδή!). Τελικά, η περιφέρεια μπορεί να στηρίξει τέτοιου βεληνεκούς θεάματα;
«Όταν έφτασα για πρώτη φορά στο Ηράκλειο για τον “Ιδομενέα”, ειλικρινά δεν ήξερα τόσα πολλά για την πόλη και το Πολιτιστικό της Κέντρο. Αλλά μου ήταν ξεκάθαρο από την αρχή ότι το Πολιτιστικό έχει δυνατότητες να γίνει Πολιτιστικό Κέντρο όχι μόνο στη Μεσόγειο, αλλά και στην Ευρώπη. Θέλω με την ευκαιρία αυτή να συγχαρώ την πόλη και τη διεύθυνση του Πολιτιστικού Κέντρου για τις απίστευτες προσπάθειες».
Ας μιλήσουμε λίγο για εσάς... Δεν είχατε καμία σχέση με τη μουσική ως τουλάχιστον τα 20 σας, ξεκινήσατε για σπουδές Αρχιτεκτονικής στην Ιταλία και βρεθήκατε ως βαρύτονος στα μεγαλύτερα θέατρα του κόσμου συνεργαζόμενος με θρύλους! Η πορεία σας ως το Teatro Grattacielo είναι, νομίζω, κάπως... κινηματογραφική! Νιώθετε κι εσείς το ίδιο; Μιλήστε μας λίγο γι’ αυτή τη διαδρομή.
«Τώρα που το αναφέρεις, νομίζω ότι έχεις δίκιο. Η πορεία μου προς αυτό που είμαι και αυτό που κάνω σε αυτό το κομμάτι της ζωής μου είναι λίγο κινηματογραφική! Δεν πίστευα ποτέ ότι θα γίνω τραγουδιστής όπερας, μεγαλώνοντας στην Αθήνα και μετά στη Μάνη. Πάντα με ενδιέφερε το σχέδιο. Έχω μια πολύ φωτογραφική άποψη του κόσμου, βλέπω τον κόσμο και τη σκηνή σε εικόνες. Μοιραζόμουν ένα διαμέρισμα στο Μιλάνο, στα 20 μου, με έναν τραγουδιστή της όπερας. Έτσι ξεκίνησαν όλα. Ξαφνικά έκανα μαθήματα φωνητικής. Μετά πήγα σε μια ακρόαση για την Ακαδημία Όπερας Rossini στο Πέζαρο, μπήκα και βρέθηκα να τραγουδάω ρόλους χαρακτήρων για σχεδόν 25 χρόνια. Αλλά ποτέ δεν ξέχασα την αγάπη μου για το σχέδιο και τις multidisciplinary and visual τέχνες. Έχω επίσης μεγάλη αγάπη για τη διοίκηση των τεχνών. Οι άνθρωποι δε συνειδητοποιούν πόση δουλειά χρειάζεται για να λειτουργήσει με επιτυχία μια εταιρεία τέχνης. Τόση πολλή δουλειά! Αλλά μου αρέσει, ξυπνάω κάθε πρωί χαρούμενος για να μπω στον υπολογιστή μου και να ξεκινήσω τη μέρα μου. Σε αντίθεση με την καριέρα μου στο τραγούδι, το έχω σχεδιάσει αυτό. Έχω περάσει αρκετά χρόνια ως ασκούμενος στην προκάτοχό μου Duane Printz. Στα μέσα των 30 μου ήξερα ότι ήθελα να το κάνω αυτό. Όταν η Duane αποφάσισε να συνταξιοδοτηθεί, το Διοικητικό Συμβούλιο του Teatro Grattacielo με ρώτησε αν με ενδιέφερε η θέση. Είπα “ναι” χωρίς κανένα δισταγμό. Δεν τραγουδάω πια, αλλά είμαι απασχολημένος με δύο πράγματα που αγαπώ περισσότερο: την καλλιτεχνική διοίκηση και τη σκηνοθεσία».
Πόσο εύκολο είναι να γίνει κανείς τραγουδιστής όπερας;
«Καθόλου εύκολο. Ένας τραγουδιστής όπερας είναι ένας πολύ τεχνικός τραγουδιστής (με άλλα λόγια πρέπει να έχει μια πολύ σταθερή φωνητική τεχνική), είναι ηθοποιός και είναι και μουσικός. Οι τραγουδιστές της όπερας μελετούν πολλά χρόνια για να τελειοποιήσουν την τέχνη τους. Αν δεν έχεις πολύ μεγάλη αγάπη και πάθος γι’ αυτή τη μορφή τέχνης, είναι πολύ δύσκολο να επιλέξεις αυτό το είδος δέσμευσης και τρόπο ζωής που απαιτεί τόσες πολλές θυσίες».
Ένας τραγουδιστής όπερας ακούει μόνο όπερα και κλασική μουσική;
«Καθόλου. Λατρεύω την τζαζ, την Aretha Franklin, την Dinah Washington και την Amy Winehouse».
Στο μεταξύ, εσείς πια δεν ερμηνεύεται, έτσι δεν είναι; Η εμπειρία σας τόσα χρόνια ως τραγουδιστής όπερας τι ρόλο παίζει όταν σκηνοθετείτε;
«Τα χρόνια ως ερμηνευτής όπερας με προετοίμασαν για όλα. Έχω βιώσει τι σημαίνει να τραγουδάς στη σκηνή και ξέρω τι μπορεί ή δεν μπορεί να κάνει ένας τραγουδιστής όπερας. Ήμουν πολύ τυχερός που τραγούδησα περισσότερους από 30 διαφορετικούς ρόλους. Λόγω του πάθους μου και της φυσικής μου περιέργειας, γνωρίζω πολύ καλά αυτές τις όπερες. Μία από αυτές είναι η “Κάρμεν”. Έχω τραγουδήσει τους ρόλους του Ντανκάιρο και του Μοράλες σε πολλές παραγωγές στο παρελθόν. Ξέρω κάθε λέξη, κάθε νότα που γράφεται στην παρτιτούρα. Αυτό είναι πολύ σημαντικό. Διαβάζω και μουσική. Μια άλλη πολύ σημαντική πτυχή για τη σκηνοθεσία, κατά τη γνώμη μου, μιας όπερας. Όχι ότι ο τρόπος μου είναι ο μόνος δρόμος, ξέρω υπέροχους σκηνοθέτες που δεν έχουν τραγουδήσει ποτέ και δε διαβάζουν μουσική».
Αν σας ζητούσα να μου δώσετε τρεις σταθμούς για όλη αυτή την υπέροχη πορεία που έχετε διαγράψει ως σήμερα, θα μπορούσατε;
«Ναι, θα μπορούσα! Έχω ζωντανές, αγαπημένες αναμνήσεις:
1. Η συνάντησή μου με τον Franco Zeffirelli στη σκηνή του Bolshoi Theatre, όπου τραγούδησα μέχρι την τελευταία του παραγωγή “La Traviata” στον ρόλο του Baron. Συνηθίζαμε να συναντιόμαστε κάθε πρωί για πρωινό στο ξενοδοχείο μας και να μιλάμε για τη Μαρία Κάλλας. Ήξερε λίγες ελληνικές λέξεις, που τις είχε μάθει από αυτήν. Δεν τις ξέχασε ποτέ και φρόντιζε να μου τις επαναλαμβάνει κάθε πρωί!
2. Η συνεργασία μου με τον Pier Luigi Pizzi. Έχω δουλέψει μαζί του σε δύο παραγωγές όπερας στην Ιταλία. Μου άρεσε τόσο πολύ η αισθητική του! Πήγαινα σε κάθε πρόβα για να δω πώς δημιουργούσε τέλειες εικόνες στη σκηνή.
3. Η πολύχρονη συνεργασία μου- πρακτική με την πρώην καλλιτεχνική διευθύντρια του Teatro Grattacielo, Duane Printz. Έμαθα πολλά. Της είμαι για πάντα ευγνώμων».