Γνωστή και αναγνωρίσιμη από όλους είναι η αναφορά στα τριάκοντα αργύρια, το ποσό που πήρε ο Ιούδας προκειμένου να προδώσει τον Χριστό, συνώνυμο με την προδοσία. Τι όμως ήταν τα νομίσματα αυτά και ποια η σημερινή αξία τους, φυσικά κατά προσέγγιση;
Η απάντηση σε αυτή την ερώτηση δεν είναι τόσο απλή όσο φαίνεται, καθότι δεν υπάρχουν ξεκάθαρες αναφορές στο εν λόγω νόμισμα. Εντούτοις, έρευνες χρόνων έχουν καταδείξει - και μάλιστα με σχεδόν καθολική αποδοχή - ότι τα 30 αργύρια ήταν ασημένια σίκλα (σέκελ) και η αξία τους ήταν ίση με 120 δηνάρια. Τα δε σίκλα αποτελούσαν ασημένια νομίσματα υψηλής καθαρότητας στο εν λόγω μέταλλο που κοβόταν στην Τύρο του σημερινού Λιβάνου και ακριβώς εξαιτίας αυτής της καθαρότητάς τους ήταν τα μόνα νομίσματα, μαζί με το μισό σίκλο, που γίνονταν αποδεκτά στον ναό του Σολομώντα ως φόρος την εποχή του Ιησού. Τα ασημένια σίκλα άξιζαν 4 δηνάρια, τέσσερις φορές δηλαδή όσο εκτιμάτο ένα μεροκάματο τον 1ο αιώνα μ.Χ., ενώ με αυτό το ποσό μπορούσε κάποιος να αγοράσει κατά προσέγγιση μισό λίτρο φτηνό κρασί και ένα λίτρο λάδι ελιάς, καθώς επίσης δύο φρατζόλες ψωμί και έναν χιτώνα. Ένα σίκλο είχε βάρος λιγότερο από μισή ουγκιά ασήμι, σχεδόν 16 γραμμάρια το καθένα, και η σημερινή αξία του θα υπολογιζόταν από 400 έως 500 δολάρια με βάση την ισοτιμία του με το δηνάριο.
Επομένως, και πάντα κατά προσέγγιση, τα 30 αργύρια που πήρε ο Ιούδας για να προδώσει τον Χριστό θα είχαν σημερινή αξία περίπου 12.000 δολαρίων ή 15.000 ευρώ. Αναλογικά, με τριάκοντα αργύρια εκείνη την εποχή μπορούσε κάποιος να αγοράσει έναν καλό δούλο.
Τα άλλα νομίσματα
Στην Καινή Διαθήκη υπάρχουν αρκετές αναφορές που μας παρέχουν μια καλή εικόνα για τα νομίσματα που κυκλοφορούσαν στην Παλαιστίνη την εποχή του Ιησού. Από τον Ματθαίο και τον Λουκά μαθαίνουμε για το ασσάριο, ένα χάλκινο ρωμαϊκό νόμισμα, το οποίο ισοδυναμούσε με το 1/16 του αργυρού δηναρίου. Μάλιστα οι δύο Ευαγγελιστές στις σχετικές αναφορές μάς πληροφορούν ότι δύο σπουργίτια άξιζαν όσο ένα ασσάριο: «Ουχί δύο στρουθία ασσαρίου πωλείται; και εν εξ αυτών ου πεσείται επί την γην άνευ του πατρός υμών» (Κατά Ματθαίον 10,29). «Ουχί πέντε στρουθία πωλείται ασσαρίων δύο; και εν εξ αυτών ουκ έστιν επιλελησμένον ενώπιον του Θεού» (Κατά Λουκά 12,6).
Ο Μάρκος και ο Λουκάς καταγράφουν το δηνάριο, το ρωμαϊκό νόμισμα που κυκλοφορούσε σε δύο αξίες, ασημένια και χρυσή. Το χρυσό δηνάριο ισοδυναμούσε με 25 ασημένια δηνάρια ή 1.600 κοδράντες, ή 25 δραχμές. Το δε ασημένιο ισοδυναμούσε με 16 ασσάρια ή 1 εβραϊκό σίκλο. Κατά την εποχή του Νέρωνα το ασημένιο ισοδυναμούσε με 1 δραχμή. Όπως μας πληροφορεί ο Λουκάς, το νόμισμα έφερε στον εμπροσθότυπο την εικόνα του εκάστοτε αυτοκράτορα: «Δείξατέ μοι δηνάριον. Τίνος έχει εικόνα και επιγραφήν; Αποκριθέντες δε είπον: Καίσαρος» (Κατά Λουκά 20,24).
Ο Ματθαίος αναφέρεται στο ότι το δηνάριο που έδειξαν στον Χριστό είχε αποτυπωμένη τη μορφή του Τιβέριου Καίσαρα, ο οποίος ήταν αυτοκράτορας την εποχή των Παθών: «Επιδείξατέ μοι το νόμισμα του κήνσου. Οι δε προσήνεγκαν αυτώ δηνάριον. Και λέγει αυτοίς. Τίνος η εικών αύτη και η επιγραφή; Λέγουσιν αυτώ: Καίσαρος. Τότε λέει αυτοίς: Απόδοτε ουν τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ» (Κατά Ματθαίον 22,19-21). Επίσης ο Ματθαίος μάς δίνει και μια σαφή εικόνα για την αγοραστική αξία του δηναρίου, καθώς κατά τον ίδιο θεωρούταν μια καλή αμοιβή για ένα μεροκάματο. «Και συμφωνήσας μετά των εργατών εκ δηναρίου την ημέραν, απέστειλεν αυτούς εις τον αμπελώνα αυτού» (Κατά Ματθαίον 20,2). Στον Ματθαίο (17,24) διαβάζουμε για ένα ακόμη νόμισμα, το δίδραχμο, το αργυρό αρχαιοελληνικό νόμισμα για το οποίο ο Ευαγγελιστής γράφει: «Ελθόντων δε αυτών εις Καπερναούμ προσήλθον οι τα δίδραχμα λαμβάνοντες τω Πέτρω και είπον: Ο διδάσκαλος υμών ου τελεί τα δίδραχμα;».
Ο Λουκάς αναφέρει τη δραχμή, το γνωστό ελληνικό νόμισμα, το οποίο επίσης κυκλοφορούσε στην περιοχή τα χρόνια του Ιησού. «Η τίς γυνή δραχμάς έχουσα δέκα, εάν απολέση δραχμήν μίαν, ουχί άπτει λύχνον και σαροί την οικίαν και ζητεί επιμελώς έως ότου εύρῃ;» (Κατά Λουκά 15,8). Σημειώνεται ότι, όπως αναφέρουν ιστορικοί, η μια αττική δραχμή εκείνη την εποχή αναλογούσε σε ένα μεροκάματο ενός εργάτη.
Ο Μάρκος μάς παραθέτει πληροφορίες για ένα ακόμα νόμισμα της εποχής, τον κοδράντη, καθώς και το λεπτό: «Και πολλοί πλούσιοι έβαλλον πολλά.·Και ελθούσα μια χήρα πτωχή έβαλε λεπτά δύο, ο εστί κοδράντης» (Κατά Μάρκον 12,42). Το λεπτό καταγράφεται και από τον Λουκά: «Λέγω σοι, ου μη εξέλθῃς εκείθεν έως ου και το έσχατον λεπτόν αποδώς» (Κατά Λουκά 12,59). Επίσης: «Είδε δε τινα χήραν πενιχράν βάλλουσαν εκεί δύο λεπτά» (Κατά Λουκά 21,2 - σ.σ. το ίδιο περιστατικό που περιγράφει και ο Μάρκος). Όπως γνωρίζουμε ήταν το μικρότερο σε αξία νόμισμα της εποχής του Χριστού, ισοδύναμο με μισό κοδράντη ή το τέταρτο του ρωμαϊκού Ας.
Πολλές είναι οι αναφορές από τον Λουκά στη μνα, το γνωστό ελληνικό νόμισμα και εβραϊκή μονάδα βάρους. «Καλέσας δε δέκα δούλους εαυτού έδωκεν αυτοίς δέκα μνας και είπε προς αυτούς: Πραγματεύσασθε εν ω έρχομαι». (Κατά Λουκά 19,13).
Στην Παλαιά Διαθήκη υπάρχουν αρκετές αναφορές στο εβραϊκό σίκλο, γνωστό και ως σέκελ, το οποίο αποτελούσε νόμισμα και μονάδα βάρους. Από τον Ματθαίο αντλούμε πληροφορίες και για το τάλαντο, ένα νόμισμα αρκετών αρχαίων λαών, αλλά και μονάδα βάρους, ήδη από την αρχαία Αίγυπτο και τη Μινωική Κρήτη. Το ελληνικό τάλαντο της Καινής Διαθήκης ζύγιζε 30 κιλά και ισοδυναμούσε με 60 μνες, ή 240 χρυσά ρωμαϊκά νομίσματα. Τα τάλαντα των Εβραίων διακρίνονταν σε χρυσά, όπου ένα ισοδυναμούσε με 300 σίκλους, και αργυρά ίσα με το μισό των χρυσών. Στην Καινή Διαθήκη υπονοείται το συριακό τάλαντο, που ήταν ίσο με χίλιες διακόσιες αττικές δραχμές. «Αρξαμένου δε αυτού συναίρειν προσηνέχθη αυτώ εις οφειλέτης μυρίων ταλάντων» (Κατά Ματθαίον 18,24).
Τέλος, από τον Ματθαίο έχουμε πληροφορίες και για το τετράδραχμο, ή στατήρα: «Ίνα δε μη σκανδαλίσωμεν αυτούς, πορευθείς εις την θάλασσαν βάλε άγκιστρον και τον αναβάντα πρώτον ιχθύν άρον, και ανοίξας το στόμα αυτού ευρήσεις στατήρα. Εκείνον λαβών δος αυτοίς αντί εμού και σού» (Κατά Ματθαίον 17,27).
Η ΤΙΜΗ ΤΗΣ ΠΡΟΔΟΣΙΑΣ
«Οι δε έστησαν αυτώ τριάκοντα αργύρια»
«Τότε πορευθείς εις των δώδεκα, ο λεγόμενος Ιούδας Ισκαριώτης, προς τους αρχιερείς είπε: Τι θέλετέ μοι δούναι, και εγώ υμίν παραδώσω αυτόν; Οι δε έστησαν αυτώ τριάκοντα αργύρια. Από τότε εζήτει ευκαιρίαν ίνα αυτόν παραδώ. Τότε ιδών Ιούδας ο παραδιδούς αυτόν ότι κατεκρίθη, μεταμεληθείς απέστρεψε τα τριάκοντα αργύρια τοις αρχιερεύσι και τοις πρεσβυτέροις λέγων: Ήμαρτον παραδούς αίμα αθώον. Οι δε είπον: Τι προς ημάς; συ όψει. Και ρίψας τα αργύρια εν τω ναώ ανεχώρησε, και απελθών απήγξατο. Οι δε αρχιερείς λαβόντες τα αργύρια είπον: Ουκ έξεστι βαλείν αυτά εις τον κορβανάν, επεί τιμή αίματος εστί. Συμβούλιον δε λαβόντες ηγόρασαν εξ αυτών τον αγρόν του κεραμέως εις ταφήν τοις ξένοις. Διό εκλήθη ο αγρός εκείνος αγρός αίματος έως της σήμερον. Τότε επληρώθη το ρηθέν διά Ιερεμίου του προφήτου λέγοντος: Και έλαβον τα τριάκοντα αργύρια, την τιμήν του τετιμημένου ον ετιμήσαντο από υιών Ισραήλ, και έδωκαν αυτά εις τον αγρόν του κεραμέως, καθά συνέταξέ μοι Κύριος» (Κατά Ματθαίον 26,14-27,10).