Πάνω στα ματωμένα χώματα της Κρήτης, εκεί που ο πόνος ακόμη μυρίζει καπνό και στάχτη, βρέθηκε πώς αλλιώς και ο “ένστολος” που είδε στην τραγωδία ως ευκαιρία. Δεν είναι ο πρώτος, ούτε θα είναι ο τελευταίος. Είναι ο τύπος που πίσω από τη μάσκα του καθήκοντος κρύβει μια ανείπωτη φιλοδοξία να φανεί, να ακουστεί, να μπει στο πλάνο.
Ο πόνος, η απώλεια, το δράμα των άλλων δεν έχουν σημασία, μιας και σημασία έχει να σταλεί η σωστή φωτογραφία, την κατάλληλη στιγμή, στο “κατάλληλο” δημοσιογραφικό μέσο. Να φανεί παρών εκεί που κανονικά θα έπρεπε να σιωπά. Η ιστορία, δυστυχώς, επαναλαμβάνεται.
Κάθε φορά που μια τραγωδία συγκλονίζει τον τόπο, εμφανίζονται εκείνοι που δεν αντέχουν να μείνουν στη σκιά. Που σπεύδουν να βγουν μπροστά, να δείξουν ότι ήταν εκεί. Όχι για να υπηρετήσουν, αλλά για να αυτοπροβληθούν και κάπως έτσι, μέσα από το αίμα και τη στάχτη, γεννιούνται “ήρωες” με φόντο το χάος, την ώρα που οι πραγματικοί άνθρωποι παλεύουν με το αδιανόητο.
Είναι ο ίδιος που φρόντισε να σταλεί η φωτογραφία της έκρηξης στο σπίτι στο “φιλικό” του Μέσο, ακριβώς την ώρα που ξεσπούσε το μακελειό, για το οποίο προφανώς και δεν έκανε τίποτα. Είναι ο ίδιος που ακόμα και στη διαπραγμάτευση έβαλε το εγώ του πιο πάνω από την ηρεμία, με βασικό στόχο την προαγωγούλα.
Η Κρήτη έχει δει πολλά και ξέρει να ξεχωρίζει τον λειτουργό από τον επιδειξία, τον άνθρωπο του καθήκοντος από τον άνθρωπο της κάμερας. Γιατί, όταν ο άλλος πονάει, δε στέλνεις φωτογραφίες. Δεν κυνηγάς δημοσιότητα. Δεν ψάχνεις εύσημα. Σκύβεις το κεφάλι, δουλεύεις και σιωπάς.
Όποιος δεν το έχει καταλάβει αυτό, όσα παράσημα κι αν βάλει στο στήθος του παραμένει φτωχός σε αξία και ήθος. Και ξέρεις, μεγάλε; Το έργο το έχουμε ξαναδεί. Με τα ίδια πρόσωπα, τις ίδιες δηλώσεις, την ίδια ανάγκη για φώτα. Μόνο που στο τέλος, όλοι θυμούνται ποιοι στάθηκαν με σεβασμό και ποιοι πάτησαν πάνω στα ερείπια για ένα λεπτό δημοσιότητας.
Η Κρήτη δεν ξεχνά. Και ο χρόνος έχει τον τρόπο του να ξεγυμνώνει τις φιλοδοξίες εκείνων που νόμιζαν πως το δράμα είναι σκαλοπάτι καριέρας.
