Πληθαίνουν οι φωνές στην Ευρώπη (και όχι μόνο στην άκρα δεξιά), που μιλάνε απαξιωτικά για το “τοτέμ” της “πράσινης ανάπτυξης”. Τα όργανα άρχισαν από τη Γερμανία, με μια “καλυμμένη” (όχι... πολύ καλά όμως) ρητορική από τον τότε υποψήφιο καγκελάριο (τώρα... έχει εκλεγεί) Φρίντριχ Μερτς περί “μαζέματος” της πράσινης ατζέντας και πλέον φαίνεται ότι αρχίζει μια κίνηση αμφισβήτησης της πολιτικής της Ε.Ε. για την κλιματική αλλαγή, η οποία σε αυτή τη φάση είναι εξαιρετικά ακριβή και υπονομεύει τις προοπτικές ανάπτυξης της Ε.Ε. και εξοικονόμησης των αναγκαίων πόρων για τις νέες δαπάνες που απαιτούνται κυρίως στην άμυνα.
Ωριμάζουν οι συνθήκες
Η υποχώρηση των “πράσινων” κομμάτων και των οικολογικά ευαίσθητων σχημάτων στις πρόσφατες ευρωεκλογές ήταν σαφέστατη και αποτέλεσε ίσως το “καμπανάκι” για μια περίοδο που η Ε.Ε. ήταν πρωτοπόρος στην παγκόσμια προσπάθεια για να επιβραδυνθεί η κλιματική αλλαγή. Στην πραγματικότητα, βεβαίως, η Ε.Ε. ήταν... μόνη της σε αυτήν την προσπάθεια. Οι ΗΠΑ έχουν αποφύγει να υπογράψουν τα σχετικά πρωτόκολλα, το ίδιο και η Κίνα, οι εκτός Ευρώπης χώρες, εκτός από 2-3, δεν εφαρμόζουν καμία “πράσινη” πολιτική. Δηλαδή, η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ολομόναχη, σαν σύγχρονος Δον Κιχώτης, να προσπαθεί να αντιπαλέψει τους ανεμόμυλους της κλιματικής αλλαγής.
Και πλέον η Ευρώπη αισθάνεται την ανάγκη να επανεξοπλιστεί, κάτι που θα χρειαστεί τεράστιους πόρους. Σε πρώτη φάση, κάτι παραπάνω από 350 δισ. ετησίως, στην πραγματικότητα αρκετά περισσότερα σε βάθος χρόνου. Οι πανάκριβες πράσινες πολιτικές θα αποδειχτούν σύντομα unsustainable - κάτι που είναι μάλλον ειρωνικό, αφού είναι πολιτικές για sustainable growth.
Πληθαίνουν οι φωνές
Βεβαίως οι Policy makers περιμένουν να ωριμάσουν... για τα καλά οι συνθήκες. Μην ξεχνάμε ότι εδώ και 20 φεύγα χρόνια “πουλούσαν” οικολογία και πράσινη ανάπτυξη στους ψηφοφόρους της Ευρώπης. Ψηφοφόροι που αποδέχτηκαν να πληρώνουν την πράσινη μετάβαση (πανάκριβα), προκειμένου να μην την πληρώσουν εκείνοι που θα έβγαζαν δισεκατομμύρια από αυτήν (οι επιχειρηματίες που εμπλέκονται στις ΑΠΕ, στην παραγωγή υλικών κ.λπ.). Στο πλαίσιο αυτό έχουν αρχίσει τη δημιουργία σχετικής ατμόσφαιρας, ώστε να αλλάξει η περιρρέουσα.
Ένα ενδιαφέρον άρθρο του Μπγιορν Λόμποργκ, του επικεφαλής του Copenhangen Consensus, φιλοξένησε το “Politico.EU”, από το οποίο σταχυολογήσαμε ορισμένα ενδιαφέροντα αποσπάσματα και σας τα παρουσιάζουμε εδώ μαζί με τον κατάλληλο (και απαραίτητο) σχολιασμό.
Στρατηγική αυτονομία
Ο Λόμποργκ ξεκινά με τη ρήση του Μερτς («βρισκόμαστε πέντε λεπτά πριν τα μεσάνυχτα»), πριν προχωρήσει να αναφέρει ότι τόσο ο Μερτς όσο και ο Γάλλος πρόεδρος Μακρόν είναι υποστηρικτές της “στρατηγικής αυτονομίας” της Ευρώπης, επισημαίνοντας ταυτόχρονα ότι αυτό θα είναι εξαιρετικά ακριβό. Τονίζει τα προβλήματα της ευρωπαϊκής οικονομίας (κυρίως την αναιμική ανάπτυξη και τον γηρασμένο πληθυσμό) και το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις της Ε.Ε. έχουν μείνει σαφώς πίσω στην καινοτομία, με Κίνα και ΗΠΑ να ξοδεύουν πολλαπλάσια για έρευνα.
Και ποια είναι η λύση που προτείνει ο αρθρογράφος για την Ευρώπη ώστε να βρει τους πόρους για να επανέλθει στην ανάπτυξη και να επενδύσει στην καινοτομία; Να γίνει επιτέλους αντικείμενο αναθεώρησης η πρακτική που οδηγεί στην οικονομική αιμορραγία σε μια κλιματική πολιτική πανάκριβη και μη αποδοτική, την οποία μάλιστα η Ευρώπη είναι η μόνη που εφαρμόζει και καμία άλλη ήπειρος δεν έχει ακολουθήσει.
Το υψηλό κόστος
Ο αρθρογράφος σημειώνει ότι το κόστος είναι πολύ μεγάλο για να επανέλθει η Ευρώπη στον «σωστό δρόμο». Για τον επανεξοπλισμό θα χρειαστεί τουλάχιστον να διπλασιαστεί το αναιμικό 1,8% του ΑΕΠ τους που ξοδεύουν οι χώρες της Ε.Ε. για την άμυνα. Δηλαδή, ακόμη 325 δισ. ευρώ τουλάχιστον ετησίως. Για την έρευνα η Ε.Ε. θα πρέπει να επανέλθει στους στόχους που είχαν τεθεί το 2000, και οι οποίοι ουδέποτε επιτεύχθηκαν - μια αύξηση (με σημερινές τιμές) 170 δισεκατομμυρίων ευρώ στις δαπάνες για έρευνα.
Παρένθεση για δικό μας σχολιασμό: Το τραγικό της υπόθεσης είναι ότι από το 2000 έως σήμερα η Ευρώπη συνολικά έχει μειώσει τις προνοιακές δαπάνες ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, έχει μειώσει τις δαπάνες για την Υγεία, την Παιδεία και έχει μειώσει τραγικά τις δημόσιες επενδύσεις. Όλα στο όνομα της νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας, ώστε να δοθούν παχυλές φοροαπαλλαγές στις επιχειρήσεις και στα μεσοανώτερα εισοδήματα. Και καθώς ο δημοσιονομικός χώρος, συνέπεια αυτής της ηλίθιας πολιτικής, στενεύει, τα κονδύλια για την έρευνα που αποφασίστηκαν το 2000 ουδέποτε διατέθηκαν. Και η Ευρώπη μένει συνεχώς πίσω στην καινοτομία, συνεπεία αυτού.
Οι προτάσεις
Ο Λόμποργκ, για να επανέλθουμε στο άρθρο του politico.EU, αναφέρει τις κυριότερες προτάσεις που γίνονται για την εξεύρεση των πόρων. Φυσικά η πρώτη από αυτές, που προωθείται από τα νεοφιλελεύθερα κέντρα χάραξης πολιτικής, είναι δραστικές περικοπές στις προνοιακές και γενικώς κοινωνικές δαπάνες. Και για να το σχολιάσουμε κι εμείς, αυτό βεβαίως θα οδηγήσει σε μια πρωτοφανή κοινωνική έκρηξη, αλλά λίγη σημασία έχει για τους νεοφιλελεύθερους ανεγκέφαλους. Οι άλλες δύο εναλλακτικές είναι αύξηση των φόρων (προφανώς όχι στις επιχειρήσεις, αφού θα εμπόδιζε την ανάπτυξη, αλλά στα εισοδήματα και πιθανότατα και στους έμμεσους φόρους, ΦΠΑ κ.λπ.) και δανεισμός. Για τον δανεισμό ο αρθρογράφος επισημαίνει ότι πρόκειται για δίκοπο μαχαίρι, με δεδομένα τα μεγάλα χρέη που ήδη υφίστανται.
Μια «προφανής μεταρρύθμιση»
Στο σημείο αυτό ο αρθρογράφος προτείνει μια «προφανή μεταρρύθμιση», που θα μπορούσε να οδηγήσει στην άνοδο της ανάπτυξης και στην απελευθέρωση τεράστιων πόρων: στην αναπροσαρμογή της κλιματικής πολιτικής της Ε.Ε. Επισημαίνοντας ότι το 1/3 του κοινοτικού προϋπολογισμού πάει στην “πράσινη πολιτική” και ότι την περασμένη χρονιά οι δαπάνες για την πράσινη μετάβαση ξεπέρασαν τα 367 δισεκατομμύρια ευρώ, ένα ποσό που υπερκαλύπτει το αναγκαίο ποσό για την άμυνα!
Επίσης, θα οδηγήσει, συνεχίζει, «στην αποκλιμάκωση των τιμών της ενέργειας, που ήδη σήμερα ξεπερνούν το 1% του συνολικού ευρωπαϊκού ΑΕΠ και οι προβλέψεις λένε ότι το 2050 θα ξεπεράσουν το 10%»!!!!
Τι θα κάνει;
Αυτές είναι οι προτάσεις του Δανού. Και απηχούν σημαντικούς επιχειρηματικούς κύκλους της Ευρώπης και διάφορα think tank που αναθεωρούν τα μοντέλα της οικονομικής πολιτικής της Ε.Ε. Να δούμε πού θα οδηγήσει αυτός ο διάλογος που δείχνει να ανοίγει...