Μπορεί πλέον το προσωνύμιο “πλανητάρχης” να μην ταιριάζει στον Αμερικανό πρόεδρο, ωστόσο η εξουσία έστω κι έμμεση, που έχει η εκάστοτε κυβέρνηση των ΗΠΑ επί του υπόλοιπου κόσμου, συνεχίζει να είναι δυσανάλογα μεγάλη. Άρα με αυτό το σκεπτικό, η εκλογική αναμέτρηση για την προεδρία των ΗΠΑ, που λαμβάνει χώρα σήμερα, μας ενδιαφέρει και μάλιστα πολύ. Παρακάτω θα δούμε “γιατί”, αλλά με μια έντονα κριτική διάθεση.
Η πραγματική εξουσία
Μπορεί οι Αμερικανοί να θεωρούν ότι ο πρόεδρος είναι κάτι σαν “μονάρχης” στο σύστημά τους, ωστόσο η πραγματική εξουσία που βρίσκεται στα χέρια του προσώπου που καταλαμβάνει το οβάλ γραφείο είναι πολύ, πολύ λιγότερη απ' ό,τι φαίνεται. Στην πραγματικότητα, στην Ουάσινγκτον εδρεύει ένα εξαιρετικά περίπλοκο σύμπλεγμα δυνάμεων, πολλές φορές αντίρροπων ή ακόμη και αντίπαλων, που όλες μαζί “κάνουν κουμάντο” στις ΗΠΑ. Ο πρόεδρος είναι απλώς εκφραστής κάποιων τάσεων μέσα σε αυτό το περίπλοκο σύμπλεγμα, οπότε υπό το πρίσμα αυτή η εκλογή του ενός ή του άλλου υποψηφίου δίνει τον τόνο για το ποια κέντρα εξουσίας κάνουν κουμάντο κάθε δεδομένη στιγμή. Βεβαίως και είναι προφανές ότι ο Τραμπ, παρότι είναι ένας ημίτρελος καραγκιόζης, δεν μπορεί να κάνει “τεράστιο κακό” στις ΗΠΑ και τον υπόλοιπο κόσμο, αφού η πραγματική εξουσία που έχει περιορίζεται σε τεράστιο βαθμό από μία σειρά παράγοντες. Ωστόσο, η εκλογή του (που μοιάζει όλο και πιο πιθανή όσο περνάνε οι μέρες), θα φέρει στην επιφάνεια και στο προσκήνιο συγκεκριμένες δυνάμεις του αμερικανικού κατεστημένου, που σε κάποιες περιπτώσεις είναι διαφορετικές από εκείνες που εκπροσωπεί η υποψήφια των Δημοκρατικών.
Δεν είναι απλό
Κάποτε, τα πράγματα ήταν λιγάκι πιο απλά: η μερίδα του “βαθέος κράτους”, που εκφράζονταν από τους Ρεπουμπλικάνους, ήταν το στρατιωτικοβιομηχανικό κατεστημένο, οι πετρελαιάδες και η “παλιά οικονομία”. Αντίστοιχα, το χρηματοπιστωτικό κατεστημένο και η “νέα οικονομία” της High tech και της Σίλικον Βάλεϊ εκφραζόταν από τους Δημοκρατικούς. Ωστόσο, σήμερα δεν ισχύει αυτό, τα νερά έχουν θολώσει πολύ, οι παλιές συμμαχίες έχουν ανατραπεί σε μεγάλο βαθμό και τα όρια δεν είναι καθόλου διακριτά. Αλλά πάμε στη διάσταση των εκλογών που μας αφορά εδώ στην Ευρώπη.
Η περίπτωση της Ελλάδας
Παρότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης οικογενειακά είχε ισχυρούς δεσμούς με το ρεπουμπλικανικό κόμμα (ο πατέρας του άλλωστε ήταν “κολλητός” του Τζορτζ Μπους του πρεσβύτερου), ο ίδιος έχει καλλιεργήσει ισχυρές σχέσεις με τη σημερινή “κατάσταση” στον Λευκό Οίκο. Βεβαίως η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ δεν ασκείται σε μεγάλο βαθμό από τον πρόεδρο, υπάρχει η σταθερή πολιτική του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, που δεν αλλάζει ανάλογα με τον πρόεδρο και ειδικά στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ η Ελλάδα του Μητσοτάκη κερδίζει πόντους, αφού είναι από τις πιο “φιλικές” για τα αμερικανικά συμφέροντα χώρες. Η Ελλάδα “κάνει την πάπια” στα διμερή θέματα με την Τουρκία, παραχωρεί όλο και περισσότερα ελληνικά δικαιώματα για να εξασφαλίσει τη συνεργασία της Τουρκίας, στηρίζει χέρια-πόδια (και πολύ πάνω από τις πραγματικές ελληνικές δυνάμεις) την Ουκρανία, “κάνει την πάπια” στη συντελούμενη γενοκτονία στη Γάζα, έχει κόψει κάθε δεσμό με τον αραβικό κόσμο, ενισχύει τη συνεργασία της με το Ισραήλ, είναι ο καλύτερος πελάτης των αμερικανικών συμφερόντων σε μια σειρά από υπηρεσίες... εντάξει, είπαμε, η Ελλάδα συχνά συμπεριφέρεται ως... πολιτεία των ΗΠΑ.
Οπότε ως προς τις διμερείς σχέσης, η εκλογή Τραμπ (εφόσον συμβεί) δεν πρόκειται να αλλάξει κάτι δραστικά. Αλλά η Ελλάδα είναι και μέρος της Ε.Ε. και εδώ τα πράγματα δεν είναι ακριβώς τόσο ξεκάθαρα και απλά...
Η ευρωδιάσταση των αμερικανικών εκλογών
Είναι ξεκάθαρο ότι τυχόν επάνοδος των Δημοκρατικών, αυτή τη φορά με τη Χάρις, στον Λευκό Οίκο δε θα ανατρέψει τις υπάρχουσες ισορροπίες, παρότι δεν έχει τους προσωπικούς αλλά και πολιτικούς δεσμούς με την Ευρώπη που έχει ο Μπάιντεν.
Αν η Χάρις επικρατήσει, κάποια προβλήματα διμερών σχέσεων σε ό,τι αφορά υφιστάμενους δασμούς στο αλουμίνιο (που η Ε.Ε. έχει διατηρήσει αλλά παγώσει έως τον Μάρτιο του 2025), τον κλιμακούμενο εμπορικό προστατευτισμό και την αδυναμία ουσιαστικής προόδου στα πλαίσια του Συμβουλίου Εμπορίου και Τεχνολογίας θα εξακολουθήσουν να υφίστανται, η “μεγάλη εικόνα” δε θα αλλάξει. Η Ουάσινγκτον θα εξακολουθήσει να παρέχει πλήρη βοήθεια, στρατιωτική και οικονομική, στην Ουκρανία και έτσι η Ε.Ε. θα διατηρήσει το σχετικά αρραγές της μέτωπο στο Ουκρανικό και θα διατηρήσει την πίεση στην Ουγγαρία αλλά και στη Σλοβακία στο ζήτημα αυτό.
Επίσης, οι δύο πλευρές θα συνεχίσουν (τουλάχιστον στα λόγια) να επιδιώκουν άμεση κατάπαυση του πυρός στη Μέση Ανατολή.
Αν εκλεγεί ο Τραμπ...
Ωστόσο, μια δεύτερη θητεία Τραμπ θα δημιουργήσει ένα σκηνικό παρόμοιο με εκείνο του 2016, με μια σημαντική διαφορά. Οι ελπίδες νουθεσίας του Τραμπ, που έτρεφαν οι Βρυξέλλες αλλά και το ΝΑΤΟ, δε θα έχουν πλέον αντίκρισμα, μιας και ο Τραμπ έχει δηλώσει ανοιχτά πως δε θα διστάσει να εξαπολύσει εμπορικό πόλεμο στους Ευρωπαίους, αλλά και ότι η Ατλαντική Συμμαχία θα κλυδωνιστεί από τη δεδομένη του επιθυμία να συμφιλιώσει Μόσχα και Κίεβο μέσω μιας απροσδιόριστης “συμφωνίας”. Βεβαίως ο Τραμπ λέει πολλά και το 90% αυτών που λέει δε θα μετουσιωθούν σε πράξεις, ωστόσο στο ζήτημα αυτό - καθώς οι δεσμοί του με τη Ρωσία του Πούτιν δεν τίθενται υπό αμφισβήτηση - πιθανότατα να ενεργήσει όπως ακριβώς έχει πει.
Η Ελλάδα, παρόλο που οι διμερείς της σχέσεις με τις ΗΠΑ δε θα διαταραχτούν, θα υποστεί τις συνέπειες διάρρηξης των διατλαντικών σχέσεων και των πιθανών συμφωνιών που θα θελήσει να διαπραγματευτεί ο Τραμπ με ηγέτες με τους οποίους διατηρεί καλή προσωπική χημεία, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου Ερντογάν.
Μια... καλή πλευρά;
Βεβαίως πιθανή εκλογή Τραμπ, ο οποίος ενδεχομένως θα προσπαθήσει να επανοριοθετήσει κάποια δεδομένα εντός του ΝΑΤΟ (εφόσον η μερίδα του αμερικανικού κατεστημένου που τον στηρίζει αισθάνεται έτοιμη για κάτι τέτοιο), ίσως οδηγήσει την Ε.Ε. να πάρει περισσότερο στα σοβαρά τις ευρωπαϊκές αμυντικές πρωτοβουλίες και τη δημιουργία ευρωστρατού.
Μακροπρόθεσμα, βεβαίως, το αν αυτό είναι “καλό” ή “κακό”, μένει να αποδειχτεί...