Το δίλημμα μεγέθυνση ή ανάπτυξη δεν είναι ρητορικό, είναι υπαρκτό και καθοριστικής σημασίας για το μέλλον του ελληνικού τουρισμού, που απασχολεί - ελπίζω να συμφωνείτε - τους απανταχού επαΐοντες του κλάδου. Αυτό τέθηκε, μεταξύ άλλων, στο επίκεντρο των εργασιών πολύ ενδιαφέρουσας ημερίδας που πραγματοποιήθηκε την περασμένη εβδομάδα στο Μουσείο της Ακρόπολης από την “Ελληνική Εταιρεία Πολιτισμού και Περιβάλλοντος” με θέμα “Τουρισμός και Αειφορία”. Επί της ουσίας, πρόκειται για μία πρωτοβουλία με στόχο την ψηλάφηση της επόμενης μέρας της τουριστικής πολιτικής της χώρας.
Μεγέθυνση ή Ανάπτυξη λοιπόν; Σε κάποιο βαθμό η μεγέθυνση είναι προϋπόθεση της ανάπτυξης, αλλά η ανάπτυξη συνεπάγεται βιώσιμη εξέλιξη, που ευνοεί τον προορισμό και τους κατοίκους του. Με δυο λόγια η μεγέθυνση εστιάζει σε και συνάγεται από τους αριθμούς, ενώ η ανάπτυξη σε ολιστική πρόοδο από κοινωνική, οικονομική και περιβαλλοντική σκοπιά. Η επίτευξη ισορροπίας μεταξύ των δύο είναι κρίσιμος παράγων για ένα βιώσιμο τουριστικό τομέα.
Η ΕΕΠΠ ιδρύθηκε το 1972 με στόχο την προστασία του περιβάλλοντος και της πολιτιστικής κληρονομιάς, με δράσεις ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης, μεταξύ των οποίων η ίδρυση του θαλάσσιου πάρκου Αλοννήσου, η διάσωση της Πλάκας, η προστασία του Δελφικού τοπίου, του Νότιου Σαρωνικού, πολλών βυζαντινών εκκλησιών και σημαντικών παραδοσιακών οικισμών, όπως της Ύδρας και άλλων Αιγαιοπελαγίτικων νησιών κ.ά.
Η διοργάνωση - της οποίας τις εργασίες άνοιξε η υπουργός Τουρισμού, Όλγα Κεφαλογιάννη - είχε πληθώρα ομιλητών και εισηγητών από τον πολιτικό, τον θεσμικό και τον επιχειρηματικό χώρο κι εξαίρετους δημοσιογράφους, που συντόνιζαν και εξήγαγαν τα συμπεράσματα, όπως λ.χ. η προσέγγιση της φέρουσας ικανότητας ενός τόπου και η ορθολογική διαχείριση της τουριστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα.
Επιστέγασμα όλων: Οι τοπικές κοινωνίες να είναι οι πρώτοι συνομιλητές στη διαβούλευση για τη Φέρουσα Ικανότητα των Προορισμών και τη Βιωσιμότητα των Τόπων, καθώς βιώσιμος είναι ο τουρισμός, που λαμβάνει πλήρως υπόψη του τις υφιστάμενες και μελλοντικές οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις του και ανταποκρίνεται στις ανάγκες των επισκεπτών, των ανθρώπων του κλάδου και των κοινοτήτων στους προορισμούς. Το 2023 επιβεβαίωσε ότι ο ελληνικός τουρισμός αποτελεί την “ατμομηχανή” της ελληνικής οικονομίας με 34 εκατ. αφίξεις και άμεσα εισπραττόμενο συνάλλαγμα ύψους 20,5 δισ. ευρώ, αλλά η μέση κατά κεφαλήν δαπάνη 2023 603,3 €, δηλαδή μειωμένη έναντι του 2022 κατά -2,7%. Και πράγματι, η χώρα συγκεντρώνει την τελευταία 10ετία τις βασικές παραμέτρους της μεγέθυνσης (αφίξεις, εισπράξεις και τουριστικές κλίνες).
Δείτε την παρουσίαση της ημερίδας εδώ
Όμως πολλά μένει να γίνουν: Στην προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανομένων του σύγχρονου πολιτισμού και της ποιότητας ζωής στους προορισμούς, η οποία συνδέεται με την οργάνωση και τη διαμόρφωση βιωματικών εμπειριών για τον σύγχρονο απαιτητικό τουρίστα (το πρόβλημα της λεγόμενης διαφοροποίησης του ελληνικού τουρισμού, που... προωθείται από το 1985, αλλά χωρίς σοβαρό αποτέλεσμα, τουλάχιστον ως προς την προσέλκυση εξειδικευμένης ζήτησης). Υπάρχει ανάπτυξη χωρίς να έχει προηγηθεί η επίλυση των θεμάτων ισότητας των κατοίκων των προορισμών από τη σκοπιά της υγείας, της παιδείας, της καθημερινότητας ή της αύξησης του οφέλους από τον τουρισμό για την τοπική κοινωνία και οικονομία, με σεβασμό στην κοινωνική και πολιτιστική ταυτότητα των τοπικών κοινοτήτων; Ανάχωμα στην απειλή της τουριστικής ανάπτυξης συνιστά η βιώσιμη οικονομική δραστηριότητα και κοινωνικοοικονομικά οφέλη, δίκαια κατανεμημένα σε όλους τους συμμετέχοντες, συμπεριλαμβανομένης της σταθερής απασχόλησης, ευκαιριών εισοδήματος και κοινωνικών υπηρεσιών στις κοινότητες υποδοχής.
Τέλος, μολονότι η συνολική συνεισφορά του τουρισμού στην ελληνική οικονομία υπολογίζεται πλέον σε ποσά που ξεπερνούν το 25% του ΑΕΠ, το αν, πώς και πόσα από τα χρήματα αυτά επιστρέφουν στους ΟΤΑ και τις τοπικές κοινωνίες που “σηκώνουν” το βάρος της τουριστικής δραστηριότητας είναι μια από τις πτυχές που δεν έχουν ιδιαιτέρως αναλυθεί...
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν, η Κρήτη έχει τις περισσότερες κλίνες (ξενοδοχεία: 196.586, ενοικιαζόμενα δωμάτια: 55.612, airbnb: 155.235), μετά από το Νότιο Αιγαίο (236.011, 90.214, 208.202) σε όλη τη χώρα (887.748, 433.110, 939.167). Αναμφισβήτητα, ο τουριστικός κλάδος δοκιμάζει τις αντοχές της.