Βαθιά θλίψη προκάλεσε η είδηση της απώλειας του Γιάννη Τζεδάκι, ενός ξεχωριστού αρχαιολόγου που αφιέρωσε τη ζωή του στη μελέτη και ανάδειξη του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού με συνέπεια, πάθος και υψηλό αίσθημα ευθύνης.
Ήταν ο άνθρωπος που ανακάλυψε το Υστερομινωικό νεκροταφείο των Αρμένων, αποκαλύπτοντας 232 τάφους και 1000 σκελετούς και φέροντας στο φως μια Νεκρόπολη μοναδική στο είδος της, σε έκταση και διάρκεια που αμέσως προσέλκυσε τα βλέμματα των επιστημόνων ανά τον κόσμο.
Ο Γιάννης Τζεδάκις υπηρέτησε ως επιμελητής αρχαιοτήτων και ως προϊστάμενος στις Εφορίες Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Δυτικής Κρήτης – θεωρείται θεμελιωτής της - Κυκλάδων και Ηρακλείου (1970-1982), καθώς και στην Εφορία Παλαιοανθρωπολογίας-Σπηλαιολογίας (1991-1993).
Ανασκαφέας σημαντικών αρχαιολογικών χώρων και μνημείων στα Χανιά και το Ρέθυμνο, έδωσε σπουδαία ώθηση στην έρευνα και μελέτη του Μινωικού Πολιτισμού της δυτικής Κρήτης.
Στην Κεντρική Υπηρεσία του ΥΠΠΟΑ διετέλεσε επί σειρά ετών Διευθυντής Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων (1982-1990 και 1993-1997) και Γενικός Διευθυντής Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς (1997-1998).
Κατά το διάστημα αυτό, συνέβαλε καθοριστικά στην προετοιμασία του νέου αρχαιολογικού νόμου με σειρά ρυθμίσεων και προώθησε το πρόγραμμα ορισμού ζωνών προστασίας των αρχαιολογικών χώρων, καθώς και το πρόγραμμα περιοδικών εκθέσεων στο εξωτερικό.
Επίσης, ίδρυσε το Κέντρο Λίθου και το Τμήμα Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων (1983). Κατέχοντας την ανώτατη θέση ευθύνης, διετέλεσε πρόεδρος της Διεθνούς Επιτροπής Μουσείων Αρχαιολογίας και Ιστορίας (ICMAH, ICOM) και εκπρόσωπος στη Διεθνή Επιτροπή για την επιστροφή των πολιτιστικών αγαθών (UNESCΟ, 1982-1990 και1994-1998).
Ήταν συνιδρυτής του ελληνικού Τμήματος του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων (ICOM), του οποίου υπήρξε και πρώτος πρόεδρος. Κατά την περίοδο 2000-2004, εργάστηκε ως σύμβουλος σε θέματα Πολιτισμού και οργάνωσης αρχαιολογικών εκθέσεων, στο πλαίσιο της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας.
Όπως αναφέρει στην ανάρτησή του ο καλός του φίλος Αντώνης Βασιλάκης, ο εκλιπών εδραίωσε και οργάνωσε την αρχαιολογική υπηρεσία στους νομούς Χανίων και Ρεθύμνου και διακρίθηκε για τις διοικητικές του ικανότητες, τόσο στην τοπική Εφορία Αρχαιοτήτων, όσο και στην κεντρική αρχαιολογική υπηρεσία, στην οποία υπήρξε Γενικός Διευθυντής για πολλά χρόνια.