Ξεπέρασε ένα αιώνα ζωής, με ωραίες αλλά και άσχημες στιγμές, με καλά αλλά και δύσκολα χρόνια, ο κ. Μανόλης Μαυράκης, που είναι σήμερα ο μεγαλύτερος σε ηλικία κάτοικος της Καλαμαύκας Ιεράπετρας και συνεχίζει να διαβάζει χωρίς γυαλιά, καθημερινά εφημερίδες, περιοδικά, βιβλία και ότι άλλο γραπτό κείμενο πέσει στα χέρια του, διψώντας για μάθηση και ενημέρωση, καθώς έχει χάσει εντελώς την ακοή του και δεν μπορεί να παρακολουθήσει τηλεόραση η ραδιόφωνο.

Με τη βοήθεια του καλύτερου του φίλου, του προέδρου του Μελισσοκομικού Συλλόγου Λασιθίου κ. Κώστα Κρασσά, τον επισκεφτήκαμε στο σπίτι του στο κέντρο της Καλαμαύκας, όπου μας υποδέχτηκε με χαρά και με πολύ αγάπη, δηλώνοντας πιστός αναγνώστης της εφημερίδας μας (Νέας Κρήτης).
Ζητήσαμε να μάθουμε για τη ζωή του και την ιστορία του, γνωρίζοντας ότι μέχρι τα βαθιά του γεράματα ήταν ενεργός αγρότης και μέχρι πέρυσι στα 99 του χρόνια διατηρούσε οικόσιτα ζώα καλλιεργώντας ταυτόχρονα και το μικρό του περβολάκι.
Μας ζήτησε να του κάνουμε γραπτές τις ερωτήσεις μας για να μπορεί να τις διαβάζει χωρίς γυαλιά πρεσβυωπίας και να μας απαντά με άριστο ενθυμητικό και με αξιοθαύμαστη διαύγεια πνεύματος.
Οι Γερμανοί μας έδιναν μόνο μισό ψωμί την ημέρα και μας είχαν να δουλεύουμε από το πρωί μέχρι το βράδυ στις αγγαρείες
«Είμαι 100 χρονών πλέον. Έχω περάσει στη ζωή μου και καλά και κακά. Τα χρόνια της κατοχής ήταν πολύ δύσκολα. Ζήσαμε κάτω από το Γερμανικό ζυγό πεινασμένοι, χωρίς ρούχα και παπούτσια… δηλαδή ξυπόλυτοι. Οι Γερμανοί κατακτητές μας χτυπούσαν, μας παίρνανε για αγγαρείες 15 ολόκληρες μέρες. Από την Καλαμαύκα μέχρι τον Κρούστα του Μεραμπέλλου φτιάξαμε εμείς με τις σκαλίδες και τα φτυάρια τον επαρχιακό δρόμο. Κοιμούμασταν στα χωράφια. Οι Γερμανοί μας έδιναν μόνο μισό ψωμί την ημέρα και μας είχαν να δουλεύουμε από το πρωί μέχρι το βράδυ στις αγγαρείες. Υπομέναμε αυτή την περιπέτεια χωρίς να μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Αν τολμούσαμε να κάνουμε κάτι μας εκτελούσαν χωρίς πολύ σκέψη. Αυτοί οι Γερμανοί στρατιώτες των Ες Ες ήταν εγκληματίες γιατί σκότωναν τους Έλληνες χωρίς κανέναν λόγο. Γνώρισα έναν Γερμανό αξιωματικό που μια μέρα μου έβριζε την Γερμανία και όταν τον ρώτησα μου αποκάλυψε ότι είχε Πολωνικές ρίζες. Αυτός μου είπε ότι αναγκάζεται να πολεμά τους Έλληνες γιατί αν αρνηθεί να το κάνει θα τον σκοτώσουν αμέσως τα Ες Ες. Αυτός με άφηνε πότε - πότε να έρχομαι στο χωριό για να παίρνω τρόφιμα Μια μέρα οι Γερμανοί κατέρριψαν δυο Εγγλέζικα αεροπλάνα. Το ένα κατάφερε να προσγειωθεί κοντά στην Πρίνα και οι Γερμανοί στρατιώτες συνέλαβαν τους δύο πιλότους από το 5μελές πλήρωμα του. Το άλλο αεροπλάνο κάηκε και σκοτώθηκαν και 5 του πληρώματος του. Κάποιοι πληροφόρησαν τους Γερμανούς στρατιώτες ότι εγώ με έναν άλλον κρύβαμε τους Εγγλέζους πιλότους που ξέφυγαν από τους κατακτητές. Ήρθαν στο χωρίο και με έπιασαν. Μόλις με έπιασαν μου έδωσαν δυο μπάτσους που είδα τα άστρα στο καταμεσήμερο. Με φυλάκισαν στο υπόγειο του σχολείου μαζί με άλλους πατριώτες. Γεμίσαμε ψύλλους και κοριούς. Την άλλη μέρα μας πήγαν στη Νεάπολη που ήταν η κομαντατούρ όπου μας δικάσανε σε θάνατο. Ένας χωριανός μας είχε παντρευτεί μια Γερμανίδα και ζούσαν στο χωριό μας. Ο πατέρας μου της είπε ότι με κρατούν στη Νεάπολη και με έχουν καταδικάσει σε θάνατο. Την έβαλε πάνω στο μουλάρι μας και την πήγε στη Νεάπολη για να μιλήσει στους συμπατριώτες της να με αφήσουν να ζήσω. Αυτή η γυναίκα με γλίτωσε από την εκτέλεση», θυμάται ο αιωνόβιος Μανόλης Μαυράκης, δείχνοντας ότι αυτή η ιστορία είναι ανεξίτηλα γραμμένη στη μνήμη του και είναι η πρώτη σκέψη που έρχεται στο νου του κάθε φορά που τον ρωτάς να σου μιλήσει για την ζωή του.
«Ο Μανόλης της μαμής»
Ο κ. Μανόλης Μαυράκης ήταν στα νιάτα του ένας ωραίος, χειροδύναμος νέος, που άρεσε στις νέες κοπέλες του χωριού. Είχε γνωρίσει στα μαθητικά του χρόνια τη μετέπειτα σύζυγό του, που αργότερα έμαθε ότι τον αγαπούσε, αλλά αυτός δεν το είχε αντιληφθεί. Μετά τις σπουδές της στη σχολή Μαιών η αείμνηστη Καλλιόπη Μπαλαντινάκη, ήταν η μαία που βοήθησε εκατοντάδες γυναίκες να φέρουν στον κόσμο τα παιδιά τους, με τα λιγοστά μέσα που υπήρχαν την εποχή εκείνη. Όταν αργότερα η Καλλιόπη και ο Μανόλης κλέφτηκαν και παντρεύτηκαν ο Μανόλης Μαυράκης, η «Καλόγερος» έγινε ευρύτερα γνωστός ως ο «Μανόλης της μαμής».

«Τη γυναίκα μου τη γνώριζα από παιδί, όταν πηγαίναμε μαζί στο σχολείο. Αυτή μ’ αγαπούσε αλλά εγώ δεν το ήξερα. Όταν γύρισε από τη σχολή Μαιών άρχισε και δούλευε σαν μαμή στα γύρω χωριά. Μια μέρα είδα το τετράδιο με τις σημειώσεις της και μέτρησα 260 παιδιά που τα έχει πιάσει εκείνη πρώτη φορά στα χέρια της. Τα φτιάξαμε μετά τη συνάντηση μας στο σπίτι μιας ξαδέρφης μου εγκυμονούσας που είχε πάει η Καλλιόπη η μαμή να την ξεγεννήσει. Της έκαμα ένα αστείο για το πορτοφολάκι της και όταν έφυγα είπε στην ξαδέρφη μου ότι την ήθελε κάποιος άλλος από το χωριό, αλλά αυτή ήταν αποφασισμένη, αν έπαιρνε κάποιον χωριανό για άντρα της, αυτός θα ήθελε να ήμουν εγώ. Έτσι το έμαθα εγώ από την ξαδέρφη μου και την πλησίασα. Τα φτιάξαμε και μετά από μερικούς μήνες κλεφτήκαμε και παντρευτήκαμε λίγο αργότερα. Ήταν το 1956 όταν την έκλεψα και πήγαμε στη Ρόδο όπου μείναμε 6 μέρες και μετά γυρίσαμε στο χωριό Κάναμε δυο κόρες. Η μια είναι παντρεμένη στον Άγιο Νικόλαο και η άλλη είναι στην Αθήνα και εργάζεται ως μαμή, όπως τη μητέρα της, στο Νοσοκομείο «Αλεξάνδρα». Οι δυο μου κόρες μου έχουν κάνει από δυο πανέμορφα εγγόνια», μας λέει ο 100χρονος κ. Μανόλης Μαυράκης.

Όσο η Καλλιόπη Μπαλαντινάκη έτρεχε από χωριό σε χωριό να ξεγεννήσει τις εγκυμονούσες μέλλουσες μητέρες, ο Μανόλης Μαυράκης ξεχώριζε για την εργατικότητα του φτιάχνοντας δεκάδες στρέμματα με ελιές τις οποίες φρόντιζε κάθε μέρα γιατί του έδιναν ένα καλό εισόδημα. Παράλληλα διατηρούσε και μερικά μελίσσια.
«Είχα φτιάξει πάρα πολλά λιόφυτα, την εποχή που τις ελιές τις ραβδίζαμε με την κατσούνα. Δεν είχαμε τότε ραβδιστικά μηχανήματα . Ανεβαίναμε σαν τους καλικάντζαρους πάνω στα κλωνάρια της ελιάς και ραβδίζαμε όλη μέρα.
Η ζωή μας είναι σαν ένα παραμύθι. Τη μια έχει καλοσύνη και την άλλη κακοσύνη. Τη μια μέρα είσαι χορτασμένος και την άλλη πεινασμένος. Η ζωή δεν έρχεται όπως τη θέλουμε αλλά όπως θέλει εκείνη. Πέρασα στη ζωή μου και κακές αλλά και καλές μέρες. Δεν έχω κανένα παράπονο. Το μόνο παράπονο που έχω είναι ότι δεν ακούω καθόλου», μας λέει ο κ. Μανόλης Μαυράκης και θυμάται ένα χτύπημα στο κεφάλι που ήταν η αιτία να χάσει την ακοή του.
Ο πρώην πρόεδρος της Κοινότητας Καλαμαύκας και πρόεδρος των Μελισσοκόμων του νομού Λασιθίου κ. Κώστας Κρασσάς, ζητά πολλές φορές τις συμβουλές του 100 ετών φίλου του κ. Μανόλη Μαυράκη.
«Εμείς επικοινωνούμε χωρίς να ανταλλάσσουμε κουβέντες. Η συνεννόηση μας γίνεται με νοήματα γιατί ο Μπάρμπα Μανόλης δεν ακούει. Μέχρι πέρυσι διατηρούσε και οικόσιτα ζώα και ένα μικρό περβόλι. Πηγαίνει στο καφενείο μόνος του, ψωνίζει από το μπακάλικο μόνος του και εκκλησιάζεται κάθε Κυριακή. Επιβεβαιώνω αυτό που λένε όλοι... ότι υπήρξε ένας δυνατός άντρας με όλη τη σημασία της λέξης Τον αγαπώ και μ αγαπά κι εκείνος, χωρίς να μιλούμε ιδιαίτερα και χωρίς να κάνουμε κουβέντες με λόγια. Μόνο με νοήματα. Έτσι επικοινωνούμε με αυτόν τον σπουδαίο… γερό γέροντα», μας είπε ο κ. Κώστας Κρασσάς.

Οι γερές παλιές κράσεις των κρητικών που συμπλήρωσαν έναν αιώνα ζωής λιγοστεύουν χρόνο με το χρόνο και το ερώτημα που τίθεται πλέον είναι, πως θα είναι τα παιδιά που γεννούνται σήμερα μετά από 100 χρόνια; Τι θα έχουν να διηγηθούν για τη δική τους ζωή στις επόμενες γενιές;