Ο τουρισμός είναι ένα πολυφασματικό φαινόμενο, το οποίο έχει άμεσο αντίκτυπο στις περιοχές που εμφανίζουν τουριστική δραστηριότητα, τόσο στην οικονομία και στην κοινωνία, όσο και στα περιβαλλοντικά και πολιτισμικά χαρακτηρίστηκα αυτών. Ο αειφορικός τουρισμός είναι εκείνος που έχει καταφέρει να αναπτύξει στον απόλυτο βαθμό όλες τις μορφές της κοινωνικής και οικονομικής ζωής ενός τόπου. Ένα τέτοιο μοντέλο εφαρμόζει εδώ και πολλά χρόνια η μικρή κοινότητα στο Δήμο Ιεράπετρας.
«Ένα τέτοιο μοντέλο αειφορικού τουρισμού έχει ακολουθήσει τα τελευταία χρόνια ο παραδοσιακός Μύρτος της Ιεράπετρας όπου δεν υπάρχει καμία ξενοδοχειακή μονάδα πέντε αστέρων που να δουλεύει με το σύστημα all inclousive. Εδώ όλα τα ξενοδοχεία είναι μικρά και τα περισσότερα οικογενειακά. Υπάρχουν και πολλά ενοικιαζόμενα διαμερίσματα, καθώς και βίλες που μισθώνονται μέσα από τις πλατφόρμες βραχυχρόνιας μίσθωσης. Αυτό το σύστημα μας επιτρέπει να έχουμε πολλές θέσεις εργασίας στις τοπικές επιχειρήσεις και συνεπώς μηδενική ανεργία. Μας εξασφαλίζει δουλειά και πελατεία στις ταβέρνες στα εστιατόρια στις πιτσαρίες στα καφέ μπαρ, στα μινι και σούπερ μάρκετ, στα ψιλικατζίδικα, στα κρεοπωλεία και γενικά σε όλα τα εμπορικά και άλλα τουριστικά καταστήματα. Με αυτό το σύστημα δουλέψαμε κι εφέτος. Ο τουρισμός στο Μύρτο κατά τη διάρκεια της τρέχουσας σαιζόν που συνεχίζεται έχει καταγράψει μια αύξηση πάνω από το 10% στα ξενοδοχεία και στα ενοικιαζόμενα δωμάτια, ενώ και όλα τα μαγαζιά του χωριού έχουν πετύχει άνοδο στον τζίρο τους. Αυτό δεν θα είχε επιτευχθεί αν είχαμε μεγάλες τουριστικές μονάδες που θα δούλευαν με το σύστημα all inclusive, το οποίο περιορίζει τους οικονομικούς ορίζοντες μιας μικρής κοινωνίας και οικονομίας», είπε στο neakriti.gr, ο πρόεδρος της τοπικής κοινότητας Μύρτου κ. Αλέκος Παντελάκης.
Τουριστική ανάπτυξη με σωστές βάσεις
Η τουριστική ανάπτυξη, με σωστές βάσεις και κατάλληλους περιορισμούς, μπορεί να αποτελέσει την σημαντικότερη οικονομική δραστηριότητα μιας περιοχής, αλλά και βασικό αρωγό στην διατήρηση και ανάδειξη των φυσικών και πολιτισμικών πόρων αυτής. Στην Ελλάδα, ο τουρισμός αποτελεί βασικό πυλώνα της οικονομίας του κράτους, γεγονός που καθιστά απαραίτητη την ολοκληρωμένη διαχείριση αυτού, ειδικότερα σε περιβαλλοντικό επίπεδο. Ο τουρισμός είναι ένας κλάδος με πολυδιάστατο χαρακτήρα και δεν περιορίζεται στην οικονομική του η κοινωνική του διάσταση. Γι’ αυτόν τον λόγο ο διαχωρισμός των κατηγοριών του μπορεί να διαφοροποιείται διαρκώς.
Ο τουρισμός με βάση το ποιοι ταξιδεύουν, από και προς ποια κατεύθυνση, χωρίζεται σε διάφορες κατηγορίες. Εγχώριος Τουρισμός (domestic tourism): Eίναι ο τουρισμός των κατοίκων μια χώρας, οι οποίοι ταξιδεύουν μόνο εντός αυτής. Εξερχόμενος Τουρισμός (outbound tourism): είναι ο τουρισμός των μόνιμων κατοίκων μιας χώρας, οι οποίοι ταξιδεύουν μόνο εκτός αυτής. Εισερχόμενος Τουρισμός (inbound tourism): Aφορά τον τουρισμό αλλοδαπών κατοίκων, οι οποίοι ταξιδεύουν σε μια χώρα. Εθνικός Τουρισμός (national tourism): αφορά το σύνολο του εγχώριου και του εξερχόμενου
τουρισμού. Διεθνής Τουρισμός (international tourism): πρόκειται για το άθροισμα του εισερχόμενου και του εξερχόμενου τουρισμού. Εσωτερικός τουρισμός (internal tourism): είναι το άθροισμα του εγχώριου και του εισερχόμενου τουρισμού.
Ο ορισμός της βιώσιμης ανάπτυξης είναι συνυφασμένος με την αειφορία, δηλαδή την συνεχόμενη και αδιάκοπη διατήρηση της ποιότητας του πρίσματος, οικονομία – περιβάλλον - πολιτισμός. Στη σύγχρονη εποχή, ο όρος της βιωσιμότητας δεν αφορά αποκλειστικά το περιβάλλον, αλλά γίνεται προσπάθεια διατήρησης της ισορροπίας μεταξύ οικονομίας, κοινωνίας, πολιτιστικών στοιχείων και περιβάλλοντος. Έτσι δημιουργούνται άρρηκτοι δεσμοί στις σχέσεις μεταξύ των παραγόντων, προκειμένου να διαφυλαχθεί η αέναη συνύπαρξη τους διαχρονικά.
Ο πρώτος επίσημος ορισμός της βιωσιμότητας δόθηκε στην δεκαετία του 1980 από την πρώην πρωθυπουργό της Νορβηγίας, Gro-Harlem Brundtland, η οποία εκείνη την εποχή εκτελούσε χρέη Προέδρου της Παγκόσμιας επιτροπής περιβάλλοντος και Ανάπτυξης, που ιδρύθηκε στις αρχές τις δεκαετίας. Η επιτροπή αυτή δημιουργήθηκε, διότι άρχισαν να γίνονται φανερά τα περιβαλλοντικά προβλήματα, όπως επίσης έγινε κατανοητό το γεγονός ότι φυσικοί πόροι δεν είναι ανεξάντλητοι και η φέρουσα ικανότητα της γης δεν μπορεί να καλύπτει για πάντα την διαρκώς ανοδική τάση της οικονομική ανάπτυξης. Το 1987 στην έκθεση της με τίτλο «Το κοινό μας Μέλλον» η Brundtland, ορίζει ως Βιώσιμη Ανάπτυξη: «η βιώσιμη ανάπτυξη είναι η ανάπτυξη που ανταποκρίνεται στις ανάγκες του παρόντος, χωρίς να θέτει σε κίνδυνο την ικανότητα των μελλοντικών γενιών να ανταποκριθούν στις δικές τους ανάγκες». Το 1992, στο Rio de Janeiro, έλαβε χώρα το συνέδριο των Ηνωμένων Εθνών με θέμα την ανάπτυξη και το περιβάλλον, όπου η ενσωμάτωση της έννοιας της βιώσιμης ανάπτυξης στην πολιτική των χωρών, κρίθηκε αναγκαία, μιας και η έννοια αυτής ήταν πλέον κοινώς αποδεκτή. Καθοριστικό ρόλο στην εφαρμογή των πολιτικών της βιώσιμης ανάπτυξης, διαδραματίζει η σύνοδος κορυφής των κρατών, με θέμα την προστασία της γης , αποτέλεσμα της οποίας είναι η συγκρότηση της Ατζέντας 21. Η ατζέντα αυτή, πραγματεύεται την ένταξη της βιωσιμότητας στις πολιτικές και τις δράσεις των κρατών για την οικονομική ανάπτυξη για τον 21ο αιώνα και επιτευχθεί έτσι η σύνθεση στρατηγικών που συνδέουν άμεσα την οικονομία την κοινωνία και το περιβάλλον με στόχο την ανάπτυξη, αλλά και χωρίς να επιβαρύνεται κανένας εκ των άνω πυλώνας του πρίσματος.
Τις επόμενες δεκαετίες, η Βιώσιμη Ανάπτυξη άρχισε να εδραιώνεται στις πολιτικές των κρατών, μιας και διαδραματίζει πρωταρχικό ρόλο στην κατεύθυνση που υποδεικνύει ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών σε συνεργασία με τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (Ο.Ο.Σ.Α.).