Περνώντας από τη Νεάπολη και πολλά όμορφα χωριά του Μεραμπέλου, όπως Καστέλι, Φουρνή, Καρύδι... και ακολουθώντας τον χωμάτινο δρόμο αμέσως μετά από τη Μονή Αρετίου βρίσκεται ο εγκαταλελειμμένος οικισμός Χοντροβολάκοι.

Ο οικισμός είναι σκαρφαλωμένος σε γκρεμούς και διακρίνεται από κάθε σημείο της διαδρομής μέχρι να φτάσει κάποιος εκεί. Η πρώτη αναφορά στον οικισμό ήταν στην απογραφή του 1920 ως τμήμα στον αγροτικό δήμο Σκινιά με 46 κατοίκους. Το 1928 άνηκε στην κοινότητα Λούμα με 37 κατοίκους. Στις απογραφές πάλι του 1940 και του 1951 δεν αναφέρεται καν, ενώ το 1961 αναφέρεται ξανά στην κοινότητα Σκινιά με 14 κατοίκους και το 1971 με 11. Το 1981 ο πληθυσμός του είναι μηδενικός.

Πώς πήρε το όνομά του
Το όνομα του οικισμού έχει σχέση με τη λέξη “βώλακας”, δηλαδή μεγάλος πέτρινος βόλος. Περπατώντας στο κακοτράχαλο έδαφος του οικισμού και κοιτώντας τα ίχνη των κτισμάτων, καταλαβαίνει κανείς ότι οι κάτοικοι αυτού του οικισμού θα γνώριζαν καλά την τέχνη της πέτρας. Ήταν άνθρωποι που ζούσαν φτωχικά, στηριζόμενοι στην αγροκτηνοτροφία, αλλά τα σπίτια τους ήταν μεγάλα, καλοχτισμένα και θύμιζαν αρχοντόσπιτα.

Πρόκειται για ένα οικισμό που σβήστηκε από τον χάρτη του Μεραμπέλου, όχι όμως και η ιστορία των ανθρώπων του, που για μια ζωή όμορφη και ονειρεμένη πάλεψαν με τις δυστροπίες της φύσης και κατάφεραν να εξημερώσουν μέρη άγρια και δυσπρόσιτα. Με μόχθο και μεράκι, οι κάτοικοι αυτού του οικισμού τα έβαλαν με την πέτρα και κατόρθωσαν να φτιάξουν έναν όμορφο οικισμό. Η ερήμωση και η εγκατάλειψη χτύπησε τις πόρτες αυτών των σπιτιών. Τα πάντα σήμερα είναι έρημα και κατεστραμμένα. Ρημαγμένα σπίτια, τζάκια που δεν καπνίζουν πια, καλοφτιαγμένοι φούρνοι που δε μοσχοβολούν ψωμί. Εκεί... που κάποτε... οι φωνές και οι ήχοι έδιναν ζωή, σήμερα υπάρχει η απόλυτη σιωπή.
«Οι καλύτερες χορεύτρες»
Η Δέσποινα Παρασκάκη και η Ειρήνη Ζουμπουλίδου πήγαιναν ως παιδιά εκεί για να δουν και να βοηθήσουν τον παππού και τη γιαγιά στις αγροτικές τους ασχολίες. Θυμούνται τα πανέμορφα σπίτια του οικισμού γεμάτα με ζουμπούλια στις ταράτσες που φύτρωναν μόνα τους και τα καμάρωναν από μακριά.

Στις ταράτσες των σπιτιών υπήρχαν στέρνες συγκέντρωσης του νερού, αυτό για τους ίδιους ήταν το πόσιμο νερό, αλλά και το νερό που χρησιμοποιούσαν για την καλλιέργεια των χωραφιών και την κτηνοτροφία τους.

Η Δέσποινα Παρασκάκη και η Ειρήνη Ζουμπουλίδου θυμούνται τον οικισμό με 25 οικογένειες, περίπου δηλαδή 50 κατοίκους. Όταν πήγαιναν εκεί έκαναν σκληρές εργασίες για την ηλικία τους, θέριζαν, αλώνιζαν, έβοσκαν πρόβατα και αν έμενε χρόνος τον αφιέρωναν στο παιχνίδι. Το παιχνίδι τους ήταν η τσουλήθρα πάνω σε πέτρες, έφτιαχναν σπιτάκια και άλλες κατασκευές με χώμα, αλλά έπαιζαν και με τις υφασμάτινες κούκλες, τις κουτσούνες όπως τις έλεγαν, που τους τις έφτιαχνε μια γειτόνισσά τους.
Πού και πού περνούσε και ο πανεράς, ο άνθρωπος δηλαδή που περνούσε από χωριό σε χωριό πουλώντας ό,τι είχε στο πανέρι του, όπως αναπτήρες, τσιμπιδάκια, σούστες... σοκολάτες. Η Ειρήνη Ζουμπουλίδου περιέγραψε τη χαρά της όταν έπαιρνε τη σοκολάτα ως αντάλλαγμα μετά από μια κοπιαστική εργασία, όπως το σκούπισμα των δρόμων από την κοπριά των ζώων.

Από τις περιγραφές και τις αναμνήσεις τους ξύπνησαν μνήμες από τις στιγμές που έζησαν στα πανηγύρια. «Οι καλύτερες χορεύτρες ήταν οι Χοντροβολακιανές», είπε η Δέσποινα Παρασκάκη και με συγκίνηση μίλησε για την εκκλησία του Αφέντη Χριστού, που συγκέντρωνε στο πανηγύρι όλο το χωριό, αλλά και τους κατοίκους του διπλανού χωριού, του Σκινιά.

Έφυγαν και οι τελευταίοι
Σε αυτήν την απομακρυσμένη βουνοπλαγιά του Μεραμπέλου, που οι άνθρωποι με μόχθο έφτιαξαν τα σπίτια τους και ανέπτυξαν μια κοινωνία που άνθησε, όσο περνούσαν οι δεκαετίες έβλεπαν τα πάντα να αλλάζουν... σιγά-σιγά. Οι λύρες σίγησαν, οι καλοί χορευτές χάθηκαν... η ζωή ήταν ακόμα πιο δύσκολη, γι’ αυτό και όλοι το εγκατέλειψαν. Το 1975 έφυγαν οι τελευταίοι κάτοικοι του χωριού.
Από τις περιγραφές και τις αναμνήσεις τους, ξύπνησαν μνήμες από τις στιγμές που έζησαν στα πανηγύρια. «Οι καλύτερες χορεύτρες ήταν οι Χοντροβολακιανές», είπε η Δέσποινα Παρασκάκη και με συγκίνηση μίλησε για την εκκλησία του Αφέντη Χριστού, που συγκέντρωνε στο πανηγύρι όλο το χωριό
Στην καταστροφή που έφερε ο χρόνος σε αυτόν τον τόπο, ζωή πλέον δίνουν μόνο τα πουλιά. Βέβαια, κάποια από τα γυρίσματα του Γιάννη Σμαραγδή για την ταινία “Καζαντζάκης” είχαν γίνει στους Χοντροβολάκους και τότε ήταν που όλα άλλαξαν... Άνθρωποι μπαινόβγαιναν σ’ αυτά τα σπίτια, παιδικές φωνές ακούγονταν στις γειτονιές, φούρνοι έστω και εικονικά κάπνιζαν... τότε ήταν που έγιναν και κάποιοι σταυροί στους εξωτερικούς τοίχους των σπιτιών, ανατρέχοντας στις θλιβερές μνήμες της ιστορίας... Με το πέρας των γυρισμάτων όμως και πάλι όλα άλλαξαν. Ερήμωση, σιωπή, μα και ιστορίες από το παρελθόν αυτού του τόπου αφήνουν τη γλύκα μιας άλλης εποχής, πιο δύσκολης μεν αλλά ονειρεμένης.

Με καταγωγή από τους Χοντροβολάκους ο σπουδαίος Ζαχαρίας Μελεσσανάκης
Η κ. Παρασκάκη θυμήθηκε τον Φουκά ή Φωκά, όπως τον φώναζαν, που ήταν λυράρης ο οποίος έζησε στο Καρύδι. Κάπως έτσι ξεδιπλώθηκε μια ιστορία που ποτέ ως τώρα δε μάθαμε. H μητέρα του Ζαχαρία Μελεσσανάκη καταγόταν από τους Χοντροβολάκους.
Η πληροφορία μάς επιβεβαιώθηκε από τον Χαραλάμπη Παρασκάκη και τον Μανόλη Μπουρλάκη. Οι ίδιοι ξετύλιξαν το κουβάρι της ιστορίας της οικογένειας του Γιάννη Παυλάκη ή Παυλογιάννη. Ο Γιάννης Παυλάκης έζησε στους Χοντροβολάκους από το 1860-1960.

Είχε 5 παιδιά, ο Κωνσταντής ή Φουκάς, ο πρώτος του γιος, ήταν ο λυράρης του χωριού Καρύδι, ο Μυρώνης ή Ντρέτος, ο δεύτερός του γιος, έπαιζε μαντολίνο και έζησε στον Σκινιά. Από τις τρεις του κόρες, η Ανδρονίκη έζησε στο Καρύδι, η Μαρία στο Ηράκλειο και γέννησε τον επόμενο μεγάλο λυράρη του χωριού, τον Γιάννη Κοκολάκη ή Κοκολογιάννη, και η Κρυσταλλένια, επίσης στο Ηράκλειο, γέννησε την Αμαλία, που παντρεύτηκε τον Μανόλη Μελεσσανάκη από το Μεσοχωριό.

Κάπως έτσι αποκαλύφθηκε η οικογενειακή ιστορία του μεγάλου Κρητικού καλλιτέχνη Ζαχαρία Μελεσσανάκη, γιου της Αμαλίας από τους Χοντροβολάκους και του Μανόλη από το Μεσοχωριό.