Ο πληθωρισμός εκτός από τα εισοδήματα των εργαζομένων, “απειλεί” και τις επιχειρήσεις, αφού ο “καλπασμός” του, υπερκαλύπτει την άνοδο του τζίρου.
Καθώς “κλείνει” η τουριστική σεζόν για το ελληνικό εμπόριο, τα αποτελέσματα του 2025 δηλώνουν δυστυχώς μία “αντίφαση”, η οποία φαίνεται να γίνεται η καινούργια “νόρμα” της αγοράς: καθώς ο τζίρος των επιχειρήσεων καταγράφει οριακή άνοδο, ο πληθωρισμός “σκαρφαλώνει” επικίνδυνα και εκτός από τα ευρωπαϊκά πρότυπα.
Συνολικά, η εικόνα που διαμορφώνεται για την ελληνική αγορά, έχει από μόνη της δύο όψεις. Από την μία οι επιχειρήσεις καταγράφουν θετικούς δείκτες μεν, ίσα-ίσα στο πλαίσιο της ανάπτυξης δε, ο τουρισμός ενισχύει σημαντικά τις εισπράξεις, ενώ οι διανυκτερεύσεις είναι εμφανώς περισσότερες σε σχέση με πέρυσι, όμως ο πληθωρισμός εξακολουθεί να “τρώει” την αγοραστική δύναμη των Ελλήνων, αφήνοντας “πίσω” ένα μεγάλο κομμάτι των νοικοκυριών και περιορίζοντας την εγχώρια κατανάλωση σε αξιοσημείωτο βαθμό. Με τις πλέον πρόσφατες μετρήσεις, από την ΕΛΣΤΑΤ και την Eurostat, αρχίζει αυτό το “διπολικό” κομφούζιο της Ελληνικής Οικονομίας να γίνεται, έστω και λίγο πιο ξεκάθαρο. Αφενός, σύμφωνα με τα νέα δεδομένα της ΕΛΣΤΑΤ, τα οποία δημοσιεύθηκαν πριν από δύο μέρες, ο συνολικός κύκλος εργασιών στις Ελληνικές επιχειρήσεις παρουσίασε αύξηση +1,3 % σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2024, ενώ μόνο τον Ιούνιο η άνοδος κατάφερε να φτάσει στο +6,3 %. Μολονότι η αύξηση είναι αναδιαμφισβήτητα θετική, “φαντάζει” πολύ περιορισμένη σε σχέση με το 2024, όταν την ίδια περίοδο ο ετήσιος τζίρος όλων των επιχειρήσεων είχε διαμορφωθεί στα 472 δισ. ευρώ, με αύξηση +4,1 % έναντι του 2023.
Το σημάδι του πληθωρισμού στο λιανεμπόριο
Αφετέρου, όσον αφορά τον πληθωρισμό, Eurostat κατέγραψε τον Ιούλιο πληθωρισμό 3,7 % στην Ελλάδα, έναντι 3,6 % τον Ιούνιο, τη στιγμή που ο μέσος όρος στην ΕΕ παραμένει σταθερός το 2025. Αυτή η αύξηση μπορεί να φαίνεται μηδαμινή, όμως έχει αποδειχθεί εξαιρετικά σημαντική, καθώς σε σχέση με τον Ιούλιο του 2024, όταν ο δείκτης τιμών καταναλωτή ήταν στο 3 %, γεγονός που πιέζει έντονα την αγοραστική δύναμη των Ελληνικών νοικοκυριών.
Όσο στην Ελλάδα, οι τιμές «παίζουν σε πύρινο μέτωπο», χώρες όπως η γειτονική Κύπρος, που κατέγραψε πληθωρισμό στο 0,1 %ή η Γερμανία (1,9 %), έχουν σαφέστατα ηπιότερη διαφορά ανάμεσα στην λειτουργία της αγοράς, και την δύναμη των νοικοκυριών, κατατάσσοντας την Ελλάδα ως μία από τις πιο ακριβές χώρες στην Ευρώπη, καθώς ξεπερνά τον μέσο όρο της Ένωσης κατά 1.3 μονάδες, με τον πληθωρισμό στην Ε.Ε. να παραμένει στο 2.4% και αντίστοιχα στην Ευρωζώνη στο 2%.
Αυτές οι αλλαγές στον πληθωρισμό, έχουν αφήσει καθαρό αντίκτυπο στην κοινωνία, αν παρατηρήσει κανείς το λιανεμπόριο λόγου χάρη, για το οποίο η ΕΛΣΤΑΤ καταγράφει αύξηση τζίρου κατά 0,6 % το πρώτο τρίμηνο του 2025 έναντι του αντίστοιχου διαστήματος του 2024, με τον συνολικό κύκλο εργασιών να ανέρχεται στα 16,16 δισ. ευρώ. Αντίστοιχα, το 2024 ο ετήσιος κύκλος εργασιών είχε διαμορφωθεί στα 71,57 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση +2,4 % σε σχέση με το 2023.
Παρά αυτή τη μικρή ανάκαμψη, τα νεότερα στοιχεία για τον Μάιο του 2025 δείχνουν πτώση στον γενικό δείκτη όγκου πωλήσεων κατά -5,6 % σε σχέση με τον Μάιο του 2024, γεγονός που σημαίνει ότι οι καταναλωτές αγοράζουν λιγότερα, παρά τις αυξήσεις στον τζίρο λόγω τιμών. Το μόνο “χαρμόσυνο γεγονός” στο κομμάτι του λιανεμπορίου είναι για ακόμη μία φορά τα τρόφιμα, στα οποία καταγράφηκε άνοδος 7,9 % στο πρώτο εξάμηνο του 2025 σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο του 2024. Σύμφωνα με τους ερευνητές, η αύξηση αυτή οφείλεται κυρίως στον όγκο πωλήσεων, ο οποίος ανέβηκε κατά 6,5 %. Για ευνόητους λόγους, παρότι οι τιμές πιέζουν τους καταναλωτές, ο τομέας των τροφίμων παραμένει σε σχετικά ανοδική τροχιά, σε αντίθεση με άλλους κλάδους λιανικής που πλήττονται περισσότερο.
Σχεδόν “άθικτος” ο τουρισμός, όχι για τους Έλληνες όμως
Ο τουρισμός, από την άλλη, εξακολουθεί να λειτουργεί ως κινητήριος δύναμη για την ελληνική οικονομία. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις στο πρώτο εξάμηνο του 2025 ανήλθαν σε 7,66 δισ. ευρώ, έναντι 6,9 δισ. ευρώ στο ίδιο διάστημα του 2024, σημειώνοντας αύξηση περίπου 11 %. Μόνο τον Ιούνιο οι εισπράξεις αυξήθηκαν κατά 268 εκατ. ευρώ (+8,8 %), φτάνοντας τα 3,3 δισ. ευρώ, παρά το γεγονός ότι οι αφίξεις μη κατοίκων μειώθηκαν οριακά κατά -1,7 %.
Αυτό δείχνει ότι οι τουρίστες ξοδεύουν περισσότερα ανά επίσκεψη, αντισταθμίζοντας τη μείωση των ροών. Τα στοιχεία της Eurostat δείχνουν επίσης ότι στο πρώτο τρίμηνο του 2025 η Ελλάδα υπεραπέδωσε σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στις διανυκτερεύσεις: ενώ η ΕΕ σημείωσε πτώση -0,2 %, η Ελλάδα κατέγραψε αύξηση +3,2 % σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο του 2024, φτάνοντας τα 6,1 εκατ. διανυκτερεύσεις.
Εντυπωσιακή ήταν η αύξηση στις διανυκτερεύσεις των επισκεπτών οι οποίες ανέβηκαν κατά +4,4 % και στις εγχώριες κατά +2,3 %. Ωστόσο, η άνθηση αυτή έρχεται σε αντίθεση με την οικονομική αδυναμία των Ελλήνων πολιτών να συμμετάσχουν στον τουρισμό: το 46 % των Ελλήνων άνω των 16 ετών δήλωσε ότι δεν μπορούσε να κάνει ούτε μία εβδομάδα διακοπών το 2024, ποσοστό αυξημένο σε σχέση με το 44 % του 2023 και το δεύτερο υψηλότερο στην ΕΕ μετά τη Ρουμανία, όταν ο μέσος όρος της ΕΕ ήταν στο 27 %.
Μανόλης Κουμαντάκης: «Άνιση η κατανομή των χρημάτων στην αγορά»
Μέσα σε όλα αυτά τα στατιστικά, μία πιο τοπική “ματιά” χάρισε στο neakriti.gr ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Εμπόρων Κρήτης, κ. Μανώλης Κουμαντάκης, ο οποίος επεσήμανε πως «υπάρχουν πολλά, πάρα πολλά προβλήματα στον κόσμο του ελληνικού εμπορίου και το βασικότερο είναι πως αυτές οι αυξήσεις στον τζίρο είναι εντελώς άνισες».
Αξίζει να υπενθυμίσουμε πως σε πρόσφατη παρέμβασή του στις αρχές της σεζόν ο κ. Κουμαντάκης είχε πει πως πράγματι, παρότι θεωρούταν high season, δηλαδή η πιο κερδοφόρος περίοδος της τουριστικής περιόδου, τα καταστήματα του νησιού δεν είχαν “νιώσει” ακόμη την άνοδο.
Όπως φαίνεται το ίδιο συνέχισε να γίνεται μέχρι και σήμερα «για εμάς τους καταστηματάρχες η σεζόν τελειώνει σε 10 μέρες περίπου, και ομολογουμένως ήταν δύσκολη. Έχει γίνει πλέον ξεκάθαρο, όπως μας κάνουν γνωστό οι συνάδελφοί μας από τον κλάδο πως οι επισκέπτες δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα πλέον να διαθέσουν πολλά χρήματα στις διακοπές τους. Οι αυξήσεις που παρουσιάστηκαν παραπάνω οφείλονται στην αύξηση των επισκεπτών σε όγκο, όχι απαραίτητα επειδή οι τουρίστες όντως ξοδεύουν στην χώρα, ή τουλάχιστον εδώ στο νησί. Ακόμη και μεγάλες αγορές όπως η Αγία Πελαγία και η Χερσόνησος είδαν “λίγα πράγματα” φέτος».
Όπως σχολίασε καταληκτικά όμως ακόμη και η εντόπια αγορά παρά τις εκπτώσεις ήταν εξαιρετικά υποτονική φέτος.