Όνειρο κάθε Μικρασιάτη σε καταγωγή είναι μια μέρα να βρεθεί στα πάτρια εδάφη. Ακόμα πιο μεγάλο όμως είναι το όνειρο... που έχουν ζήσει λίγοι! Να βρουν όρθιο το σπίτι στο οποίο ζούσαν οι πρόγονοί τους!
Τις περασμένες δεκαετίες, κάποιοι απόγονοι προσφύγων (και οι ίδιοι οι πρόσφυγες) τα είχαν καταφέρει. Έναν αιώνα και δύο χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και τον διωγμό των Ελλήνων, οι νέες γενιές που έχουν γαλουχηθεί από γονείς, παππούδες και γιαγιάδες και οι πιο τυχεροί που πρόλαβαν να ακούσουν τα “αληθινά παραμύθια” από την πρώτη γενιά φροντίζουν και κρατάνε αναμμένη τη φλόγα και ζουν με την κουλτούρα, τα ήθη και τα έθιμα ενός ανυπέρβλητου πολιτισμού, αυτού της Ιωνίας. Και επειδή οι Μικρασιάτες με την τεράστια προσφορά στην κοινωνία είχαν βαθιά πίστη στον Θεό και πίστευαν στα θαύματα, έζησαν πρόσφατα άλλο ένα!
Οικογένεια από το Ηράκλειο στο ταξίδι με τον Σύλλογο “Άγιος Πολύκαρπος” στα ματωμένα χώματα βρήκε το σπίτι από το οποίο έφυγε ξεριζωμένος ο “αρχηγός της” Μάρκος Μπατζανακάκης (το σπίτι-όπως είναι σήμερα-στη φωτογραφία που βλέπετε παρακάτω)...
«Είχαμε μια φωτογραφία και ήμασταν βέβαιοι ότι θα βρούμε το σπίτι του παππού Μάρκου σε καλή κατάσταση! Όχι μόνο τα καταφέραμε, αλλά γίναμε και δεκτοί... σαν συγγενείς από την τουρκική οικογένεια που το κατοικεί! Με κεράσματα, αγκαλιές και δάκρυα συγκίνησης! Και όλα αυτά ενώ τα μέλη του Συλλόγου δέχτηκαν να αλλάξουμε λίγο το πρόγραμμα της εκδρομής και να έρθουν όλοι στο Ρεΐζντερε, κάνοντας μια μικρή παράκαμψη! Πόσο τους ευχαριστώ», μας είπε με ρίγη συγκίνησης η Ελένη Μπάκα, που έζησε στο σπίτι του παππού της μερικές ώρες που έμοιαζαν... ελεύθερες για τη Μικρά Ασία, μερικές ώρες που η “μηχανή του χρόνου” είχε γυρίσει στις αρχές του 20ού αιώνα και πριν τη μοιραία καταστροφή.
Τρεις διαφορετικές γενιές Τούρκων είχαν κάνει δικό τους το σπίτι του Μάρκου Μπατζανακάκη στο Ρεΐζντερε, με τον ίδιο να έρχεται στην Κρήτη και την οικογένειά του να ζει στα Πάρτιρα του δήμου Μινώα Πεδιάδας και στο Ηράκλειο. Ευχή όλων μας; Ό,τι έζησε η οικογένεια του Μάρκου Μπατζανακάκη (το επώνυμό του ήταν Ζωγραφιστός στα χρόνια που ζούσε στη Μικρά Ασία)- που να σημειωθεί ότι έφυγε από τη ζωή πλήρης ημερών στο Ηράκλειο, νοσταλγώντας την πατρίδα της καρδιάς - να το ζήσουν μια μέρα κι άλλοι πολλοί που έχουν τις ρίζες και αισθάνονται Μικρασιάτες. Γιατί έτσι πρέπει να αισθάνονται (στη φωτογραφία που ακολουθεί ο "παππούς Μάρκος" στην Κρήτη)...
Το Ρεΐζντερε των Ελλήνων, δίπλα σε Αλάτσατα, Βουρλά, Τσεσμέ
Το Ρεΐζντερε θα μπορούσε να θεωρηθεί ακόμα και μια μεγάλη γειτονιά των Αλατσάτων λόγω κοντινής απόστασης, ενώ είναι αρκετά κοντά τόσο στα Βουρλά όσο και στον Τσεσμέ. Και δεν κάνουμε τυχαία την αναφορά στα Αλάτσατα και τα Βουρλά, καθώς πρόκειται για δύο πόλεις της Μικρασίας από τις οποίες ένα μεγάλο ποσοστό προσφύγων του ’22 βρέθηκε στην Κρήτη και ειδικά στο Ηράκλειο. Δεν είναι τυχαία η ονομασία Νέα Αλάτσατα στα νότια της πόλης, με πολλούς Αλατσατιανούς και στη Φορτέτσα. Δεν είναι τυχαία η ονομασία “Νέες Κλαζομενές”, η επίσημη ονομασία του Ατσαλένιου, που παραπέμπει στα αρχαία Βουρλά του Αναξαγόρα (λεπτομέρειες και στο βιβλίο “Οκτώ δεκαετίες ΠΟΑ, ένα αληθινό παραμύθι”), δεν είναι τυχαίο επίσης πως το πρώτο όνομα στην περιοχή του Κατσαμπά που βλέπει κανείς ανήμερα του Αγίου Δημητρίου στον ομώνυμο ναό ήταν “Νέα Βρύουλα”, δηλαδή Νέα Βουρλά.
Αλλά για να επιστρέψουμε στο Ρεΐζντερε. Στα χρόνια των Ελλήνων στη γη της Ιωνίας ήταν μια όμορφη κωμόπολη σε απόσταση δυόμισι χιλιομέτρων από τις ακτές του Αιγαίου, απέναντι από τη Χίο. Ως το 1922 το κατοικούσαν μόνο Έλληνες, οι οποίοι μετά τον διωγμό εγκαταστάθηκαν κυρίως στην Κρήτη - η πλειοψηφία στο Ηράκλειο, στην Ιεράπετρα και σε χωριά της ενδοχώρας -αλλά και στον Άγιο Δημήτριο στη Λήμνο.
Παλαιότερα, η περιοχή ήταν τσιφλίκι ενός Τούρκου ρεΐζη (καπετάνιου), το οποίο διέσχιζε ένας χείμαρρος (ντερές), ο Reïsdere, δηλαδή ο “χείμαρρος του ρεΐζη”. Από τον χείμαρρο προήλθε η ονομασία της πόλης που χτίστηκε στις όχθες του. Ως πρώτοι οικιστές αναφέρονται Έλληνες αγρότες από τη Νάξο στα 1740 περίπου. Αργότερα προστέθηκαν κι άλλοι από την Πελοπόννησο κι από την Κρήτη, ιδίως μετά το 1826, που καταργήθηκαν τα φέουδα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στην ακμή του το Ρεΐζντερε είχε δική του δημογεροντία και μαζί με το επίνειό του, το Κερμεάλεσι, συνιστούσαν κοινότητα, η οποία ανήκε στον ναχιγιέ (δήμο) των Αλάτσατων.
Οι Ρεϊσδεριανοί ήταν φιλομαθείς
Στην κωμόπολη του Ρεΐζντερε λειτουργούσαν δύο τετρατάξια δημοτικά. Το 1911 στο αρρεναγωγείο φοιτούσαν 110 μαθητές και στο παρθεναγωγείο 90 μαθήτριες. Το 1921 φοιτούσαν 274 και 218 αντίστοιχα. Επίσης, από το 1908 είχε ιδρυθεί η Φιλεκπαιδευτική Αδελφότητα “Πρόοδος”, που διατηρούσε βιβλιοθήκη. Ξεχωριστό σχολείο, μικτό, λειτουργούσε στο Κερμεάλεσι. Σ’ αυτό φοιτούσαν 30 παιδιά το 1911 και 58 το 1921. Ο κεντρικός ναός ήταν αφιερωμένος στον Άγιο Δημήτριο και είχε χτιστεί το 1834. Ήταν μεγαλοπρεπής με διαστάσεις 24x13,5 μ. Είχε τρεις εισόδους στην πρόσοψη και καμπαναριό ύψους 25 μέτρων με ρολόι. Το μαρμαρόγλυπτο τέμπλο του ήταν έργο του Ιωάννη Χαλεπά από την Τήνο, πατέρα του γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά. Στο τέμπλο υπήρχαν εικόνες σκαλισμένες στο μάρμαρο από τον Καλύμνιο γλύπτη Σακελάριο Μαγκλή.
Το 1904 στον ναό υπηρετούσαν τέσσερις ιερείς. Η πόλη είχε αναδείξει φημισμένους ψάλτες, οι οποίοι έψελναν σε χωριά της μητρόπολης Κρήνης (Τσεσμέ) και αλλού. Έξω από την πόλη υπήρχε η γυναικεία μονή του Αγίου Νικολάου με 100 μοναχές. Είχε ιδρυθεί το 1862 και σ’ αυτή φυλασσόταν η εικόνα της Παναγίας Ελεούσας, η οποία είχε μεταφερθεί από τη Χίο το 1822, μετά την καταστροφή του νησιού. Το 1922 η εικόνα διασώθηκε με περιπετειώδη τρόπο και τελικά μεταφέρθηκε στην Ιεράπετρα της Κρήτης, όπου κτίστηκε ναός προς τιμήν της. Το 1911, η κωμόπολη είχε 4.795 Έλληνες κατοίκους. Οι κάτοικοι του Ρεΐζντερε ήταν περίφημοι ιππείς και εκτροφείς αλόγων. Καλλιεργούσαν ελιές, αμπέλια, μαύρη σταφίδα και καπνά. Στο Κερμεάλεσι διατηρούσαν τράτες, ψαροκάικα κι εμπορικά καΐκια, που εκτελούσαν μεταφορές από και προς τη Χίο. Θεωρούνταν παλικαράδες κι άριστοι χειριστές των όπλων. Πολλοί έκαναν κοντραμπάντο (λαθρεμπόριο), κυρίως καπνού και πυρίτιδας.
Από τα γλέντια στους διωγμούς
Επίσης, ήταν γλεντζέδες, χόρευαν κι έπαιζαν αυτοσχέδια όργανα, όπως χάλκινα ταψιά, τουμπελέκια πήλινα με προβιά κ.λπ. Τέλος, κοντά στο Ρεΐζντερε υπήρχαν τα Λίτζια, περιοχή με ιαματικές πηγές, όπου λειτουργούσαν υδροθεραπευτήρια.
Το 1914, κατά τον πρώτο διωγμό, αρκετοί κάτοικοι της κωμόπολης κατέφυγαν στη Λήμνο, ενώ άλλοι πήγαν στη Χίο και στη Λέσβο. Σύμφωνα με τις αναμνήσεις των παλιών, φεύγοντας ορκίστηκαν να μην πιουν κρασί από ξένα αμπέλια μέχρι να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Το 1919, που ξαναγύρισαν, βρήκαν το Ρεΐζντερε ρημαγμένο, αλλά δεν το έβαλαν κάτω. Δούλεψαν σκληρά και το ξανάφτιαξαν, και το 1922 είχε 4.000 κατοίκους περίπου. Στην καταστροφή κάποιοι έμειναν στα σπίτια τους νομίζοντας πως αν δήλωναν υποταγή στους Τούρκους δεν κινδύνευαν. Όμως, έκαναν λάθος...