Ο δρ. Αριστομένης Καραγεώργης, διευθυντής του Ινστιτούτου Ωκεανογραφίας του ΕΛΚΕΘΕ, θα είναι ο νέος πρόεδρος του Δ.Σ. του Κέντρου. Ο ίδιος γνωρίζει καλά το Κέντρο - την αξία του, τις δυνατότητες και τις παθογένειές του - και φαίνεται πως είναι αποφασισμένος, με σεβασμό στην ιστορία και τους συνεργάτες του, να φέρει τον κορυφαίο αυτό δημόσιο ερευνητικό οργανισμό στη νέα εποχή.
Πριν αναλάβει τα καθήκοντά του, τον συναντήσαμε στο ΕΛΚΕΘΕ και μιλήσαμε για πολλά. «Χωρίς ωκεανογραφικό, δεν υπάρχεις», λέει ο ίδιος, καθώς η αντίστροφη μέτρηση για να χαθεί η ευκαιρία να αποκτήσει η Ελλάδα νέο ωκεανογραφικό σκάφος έχει αρχίσει, με τον Ιούνιο να είναι κρίσιμος μήνας. Ο ίδιος μιλά και για τον ρόλο του ΕΛΚΕΘΕ στις γεωφυσικές έρευνες νότια της Κρήτης, ρίχνοντας το “μπαλάκι” στην Πολιτεία, σημειώνοντας πως είναι δική της απόφαση αν, την ώρα που ο πλανήτης κινείται στην κατεύθυνση της απανθρακοποίησης, εκείνη θα συνεχίσει τη χρήση υδρογονανθράκων.
* Τι αλλαγές στο ΕΛΚΕΘΕ να περιμένουμε λοιπόν κατά την προεδρία σας;
«Δραματικές αλλαγές στην πολιτική του Κέντρου δεν προβλέπονται - τουλάχιστον για τους επόμενους μήνες. Θα τα δούμε στον χρόνο. Τώρα, ως υποψήφιος για την προεδρία, έχω διαμορφώσει τις απόψεις μου και τις προσδοκίες μου για τη νέα διοίκηση. Αυτό που βλέπω ως προτεραιότητα είναι να καταφέρω να διασυνδέσω τα σημαντικά στελέχη του ΕΛΚΕΘΕ σε έναν κοινό στόχο, ένα κοινό όραμα.
Σε κάθε υπηρεσία έχουμε εξαιρετικούς συνεργάτες που κάνουν πολύ καλά τη δουλειά τους, είναι εξαιρετικά εργατικοί και αγαπούν τον οργανισμό. Εκεί όμως που χρειάζεται βελτίωση είναι ο συντονισμός. Πιστεύω ότι αυτό μπορώ να το πετύχω, γιατί διαθέτω επικοινωνιακή επάρκεια. Σκοπεύω, μέσα από συνεχή meetings και στενή παρακολούθηση, να φέρω πιο κοντά τη μία ομάδα με την άλλη, ώστε να σχεδιάσουμε όλοι μαζί από την αρχή τις διοικητικές και οικονομικές υπηρεσίες του Κέντρου. Στόχος είναι να είμαστε πιο συγχρονισμένοι, με καλύτερο βηματισμό και μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα».

* Από τι “υποφέρει” λειτουργικά το ΕΛΚΕΘΕ;
«Δεν είναι κάτι πρωτότυπο: το ΕΛΚΕΘΕ - όπως και κάθε κοινωνικό ερευνητικό κέντρο - υποφέρει από βαριά γραφειοκρατία. Όλες οι δημόσιες υπηρεσίες έχουν τέτοια προβλήματα και το ΕΛΚΕΘΕ δε θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση. Ωστόσο, πρέπει να βρούμε έξυπνους τρόπους διαχείρισης αυτής της κατάστασης για να γίνουμε πιο αποδοτικοί. Έχουμε εξαιρετικούς συνεργάτες - ανθρώπους που διεκδικούν και φέρνουν χρήματα μέσω ερευνητικών προγραμμάτων. Είναι λάθος, όμως, να χάνουν τόσο μεγάλο μέρος του χρόνου τους ασχολούμενοι με τη γραφειοκρατία. Μιλάμε για επιστήμονες υψηλών προσόντων και δυνατοτήτων, και είναι κρίμα να σπαταλούν την ενέργειά τους στην καθημερινή διοικητική φθορά».
* Είναι εύκολο μετά από τόσα χρόνια να γίνουν “σαρωτικές” αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας του Κέντρου;
«Δεν είναι εύκολο να κάνεις μια εκ βάθρων αλλαγή. Δεν μπορείς απλώς να “σβήσεις” τα πάντα και να ξεκινήσεις από λευκό χαρτί. Αλλά αυτό ακριβώς πρέπει να στοχαστούμε: σε μια ιδανική περίπτωση, αν ξεκινούσε το Κέντρο από την αρχή, τι θα έκανε ένας νέος μάνατζερ στο επίπεδο της μηχανοργάνωσης; Έχω ήδη ξεκινήσει αυτήν την προσπάθεια, σε συνεργασία με το Υπολογιστικό Κέντρο, και περιμένω να δω το σχέδιο που θα προκύψει. Από εκεί και πέρα, δεν ξέρω σε τι βαθμό μπορεί να υλοποιηθεί αυτό το θεωρητικό - έστω - πλάνο. Αλλά, έχοντας μια ιδανική βάση, μπορούμε να προσαρμόσουμε την εφαρμογή στην υπάρχουσα κατάσταση, λαμβάνοντας υπόψη και τις δυσκολίες και το κόστος του εγχειρήματος».
* Μιας και μιλήσατε για κόστος, αλήθεια υπάρχει επάρκεια στη χρηματοδότηση; Εσείς απ’ όσο γνωρίζω στο Κέντρο κινείστε κυρίως μέσω των ερευνητικών προγραμμάτων, σωστά; Από αυτά τα προγράμματα θα μπορούσε ενδεχομένως να υποστηριχθεί αυτή η αλλαγή;
«Και ναι και όχι. Καταρχάς, τα προγράμματα λαμβάνουν χρήματα για να υλοποιήσουν την ερευνητική τους εργασία. Υπάρχει μια παρακράτηση υπέρ του Κέντρου, μέσω των overheads, που ουσιαστικά δημιουργούν έναν “κουμπαρά” από τον οποίο κινείται το Κέντρο.
Θα σας δώσω κάποια βασικά οικονομικά μεγέθη για να κατανοήσετε πώς λειτουργεί το ΕΛΚΕΘΕ: Αν υποθέσουμε ότι λαμβάνουμε από το υπουργείο 10 εκατομμύρια ευρώ τον χρόνο - λέω έναν στρογγυλό αριθμό για λόγους ευκολίας - το Κέντρο, μέσα από τις δράσεις του, παράγει κάθε χρόνο άλλα 25 εκατομμύρια. Δηλαδή, έχουμε έναν πολλαπλασιαστή της τάξης του 2,5. Θεωρώ ότι είμαστε υπόδειγμα δημόσιας υπηρεσίας: Αντί να ζητάμε διαρκώς πόρους από το κράτος, παράγουμε και αξιοποιούμε δικούς μας.
Όμως τα χρήματα που λαμβάνουμε από το υπουργείο αφορούν αποκλειστικά στη μισθοδοσία των μόνιμων υπαλλήλων. Αυτή τη στιγμή, το ΕΛΚΕΘΕ απασχολεί περίπου 620 εργαζόμενους, εκ των οποίων το 60% είναι συμβασιούχοι, δηλαδή περίπου 350 συνεργάτες πληρώνονται μέσω προγραμμάτων. Αυτό είναι πολύ δύσκολο να διασφαλίζεται κάθε χρόνο, αλλά μέχρι στιγμής τα καταφέρνουμε.
Το πρόβλημα είναι οι πολύ υψηλές λειτουργικές μας δαπάνες: φως, νερό, τηλέφωνο, ασφάλεια, καθαριότητα, συντήρηση κτηρίων, πλοίων και εξοπλισμού. Όλα αυτά καλύπτονται αποκλειστικά από τα προγράμματα. Δε λαμβάνουμε ούτε ένα ευρώ από το υπουργείο γι’ αυτές τις ανάγκες. Κάποια στιγμή, αυτό γίνεται ασφυκτικό. Οι ανάγκες μας είναι τόσο μεγάλες, που χρειαζόμαστε ουσιαστική βοήθεια από το κράτος για να πάρουμε μία ανάσα».
* Και φαντάζομαι ότι το πρώτο και κυρίαρχο ζήτημα για το ΕΛΚΕΘΕ αυτή τη στιγμή είναι η απόκτηση νέων ερευνητικών πλοίων, σωστά;
«Ακριβώς. Τα πλοία μας έχουν “γεράσει”. Το “Αιγαίο”, το μεγαλύτερο και μοναδικό ωκεανογραφικό σκάφος ανοιχτής θάλασσας, είναι πια αρκετά παλιό. Το “Φιλία”, το οποίο είναι μικρότερο και βρίσκεται στο Ηράκλειο, έχει υποστεί κάποιες βελτιώσεις και είναι σε σχετικά καλύτερη κατάσταση, αλλά περιορισμένων δυνατοτήτων. Το “Φιλία” χρησιμοποιείται κυρίως για την ερευνητική αλιεία.
Το “Αιγαίο” είναι αξιόπιστο, αλλά έχει απίστευτα έξοδα συντήρησης και δυσκολευόμαστε πάρα πολύ να το διατηρήσουμε».

* Ένα λεπτό... Εγώ θυμάμαι ότι το 2020 - είχαμε κάνει και σχετικά ρεπορτάζ - είχαμε χαρεί πολύ γιατί είχαμε εξασφαλίσει μια χρηματοδότηση, αν δεν κάνω λάθος, από την ΕΤΕπ και θεωρούσαμε ότι θα αποκτήσουμε καινούργιο ωκεανογραφικό πλοίο. Θυμάμαι ακόμα - και υπάρχουν και σχετικά δημοσιεύματα - ο στόχος ήταν να το έχουμε σε πέντε χρόνια. Πέντε χρόνια πέρασαν...
«Υπογράφηκε τότε μια δανειακή σύμβαση 55 εκατ. ευρώ μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, για την κατασκευή νέου σκάφους. Η Τράπεζα θα κάλυπτε τα 41 εκατομμύρια και το υπόλοιπο ποσό, τα 14 εκατομμύρια, θα έπρεπε να προέλθει από εθνικούς πόρους (25%). Έγινε προσπάθεια να καλυφθεί το ποσό αυτό από το Ταμείο Ανάκαμψης, αλλά απορρίφθηκε, καθώς το Ταμείο λήγει στο τέλος του 2025, ενώ το πλοίο δε θα ήταν έτοιμο πριν το 2026 ή το 2027. Άρα χάθηκε αυτή η ευκαιρία. Δυστυχώς, δε βρέθηκε άλλη πηγή χρηματοδότησης».
* Θέλετε να που πείτε πως το ελληνικό κράτος, που σπαταλά συχνά χρήματα σε “διάφορα”, δεν μπορεί να βρει 14 εκατ. ευρώ για κάτι τόσο κρίσιμο;
«Αυτή είναι η πραγματικότητα. Τα χρήματα της δανειακής σύμβασης δεν έχουν χαθεί - έχει δοθεί μια προκαταβολή 8 εκατομμυρίων ευρώ, η οποία βρίσκεται στην Τράπεζα της Ελλάδος και παραμένει εκεί - αλλά εάν η δανειακή σύμβαση δεν ενεργοποιηθεί, υπάρχει κίνδυνος να ακυρωθεί.
Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων πιθανόν να έχει ορίζοντα πενταετίας. Φέτος συμπληρώνονται 5 χρόνια. Αν δεν υπάρξει πρόοδος, υπάρχει σοβαρή πιθανότητα ακύρωσης. Ο Ιούνιος φέτος θα είναι κρίσιμος.
Στον νέο μου ρόλο σκοπεύω να ενημερώσω πλήρως την πολιτική ηγεσία για το τι ακριβώς διακυβεύεται, και να προσπαθήσω ξανά να τους πείσω: Δεν είναι θέμα κύρους, αλλά εθνικής αναγκαιότητας. Δεν πρόκειται για ένα “βαπόρι” που το θέλουμε για να καμαρώνουμε - πρόκειται για αναγκαίο εργαλείο σε επιστημονικό, παραγωγικό και διπλωματικό επίπεδο. Πρόκειται για το νέο ωκεανογραφικό σκάφος της Ελλάδας.
Χωρίς ωκεανογραφικό, είσαι δεύτερης κατηγορίας».

* Είναι δυνατόν, σε μια Ελλάδα που αυτή τη στιγμή έχει τόσα ανοιχτά μέτωπα στη θάλασσα και με δεδομένες τις τελευταίες εξελίξεις - με εταιρείες που έχουν ήδη έρθει και αναζητούν φυσικό πλούτο - να υπάρχουν όλοι μέσα στη θάλασσα εκτός από την ίδια την Ελλάδα;
«Δυστυχώς, αυτό το παράδοξο βιώνουμε. Και φοβάμαι πως, με τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το “Αιγαίο”, σε λίγο δε θα μπορεί να βγαίνει ούτε αυτό. Οι ανάγκες για επισκευές είναι τόσο βαριές - φτάνουν σε κόστος τις εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ τον χρόνο - που ίσως κάποια στιγμή να μην έχουμε την οικονομική δυνατότητα να τις καλύψουμε. Αν φτάσουμε στο σημείο να μείνει το πλοίο δεμένο στο λιμάνι, αυτό θα είναι το μεγαλύτερο κρίμα. Γιατί, παρ’ όλες τις δυσκολίες, το πλοίο ακόμα επιχειρεί. Αλλά αντιμετωπίζει σοβαρά τεχνικά ζητήματα.
Εάν προκύψει ανάγκη γεώτρησης στις ελληνικές θάλασσες, οι εκπρόσωποι του ΕΛΚΕΘΕ δηλώνουν έτοιμοι να συνδράμουν με όλες τους τις δυνάμεις
Ανεξαρτήτως του τι θα γίνει με την προμήθεια νέου πλοίου - αν τελικά το παραγγείλουμε ή όχι - η Πολιτεία οφείλει να φροντίσει για τη συντήρηση του υπάρχοντος. Και πρόκειται για σημαντική δαπάνη. Τα πλοία στην πραγματικότητα δεν παθαίνουν ποτέ, αρκεί να τα συντηρείς σωστά. Όμως, όσο περνούν τα χρόνια, το κόστος αυξάνεται δραματικά. Οι δυσκολίες να βρεθούν ανταλλακτικά, η αδυναμία εξειδικευμένου προσωπικού, αλλά και το ότι το ελληνικό Δημόσιο δεν είναι ιδιαίτερα ελκυστικός πελάτης για τα ναυπηγεία - που προτιμούν τις ξένες εταιρείες - κάνουν τα πράγματα ακόμα δυσκολότερα. Επιπλέον, λόγω της γραφειοκρατίας, οι διαγωνισμοί του Δημοσίου κάνουν τους ιδιώτες που ασχολούνται με επισκευές πλοίων να χάνουν χρόνο και χρήμα, κάτι που συχνά τούς αποτρέπει από τη συνεργασία».
* Μιας και είμαστε στην Κρήτη - κι επειδή σχετίζεται και με το δικό σας επιστημονικό πεδίο - είμαστε σε μια στιγμή που φαίνεται να είμαστε πολύ κοντά στην πρώτη δοκιμαστική εξόρυξη στα νότια. Το ΕΛΚΕΘΕ τι ρόλο έχει, αν έχει, σε όλο αυτό;
«Εμείς στο ΕΛΚΕΘΕ ασχολούμαστε σε όλα τα επίπεδα με την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος, των υδάτων και του πυθμένα. Δεν έχουμε καμία σχέση με τις γεωφυσικές έρευνες, καθώς ούτε τον εξοπλισμό διαθέτουμε, ούτε ποτέ ήταν στην αποστολή μας. Όχι επειδή δε θα μπορούσαμε, αλλά επειδή η ελληνική Πολιτεία αποφάσισε ότι δεν είναι αυτός ο ρόλος μας. Η αποστολή του ΕΛΚΕΘΕ είναι αποκλειστικά η προστασία του περιβάλλοντος. Επομένως, αυτό το κομμάτι - την περιβαλλοντική παρακολούθηση και αξιολόγηση - το θεραπεύουμε με μεγάλη εξειδίκευση. Εάν προκύψει ανάγκη γεώτρησης στα ελληνικά ύδατα, είμαστε έτοιμοι να προσφέρουμε τις υπηρεσίες μας, σε σχέση με την καταγραφή και αποτίμηση της οικολογικής κατάστασης των περιοχών».
* Όπως γνωρίζετε, υπάρχουν προσδοκίες για την Κρήτη. Από τη μία είναι η ExxonMobil, από την άλλη η Chevron. Και στη μέση υπάρχει η ανησυχία και η κριτική που προέρχεται από την τοπική κοινωνία για το τι μπορεί να συμβεί στις θάλασσες της Κρήτης, της Γαύδου, γενικά στο θαλάσσιο περιβάλλον. Ποια είναι η θέση μας σε αυτό;
«Κοιτάξτε, είναι προφανές ότι κάθε γεώτρηση ενέχει κάποιο ρίσκο. Δεν υπάρχει έργο μηδενικού κινδύνου. Από την άλλη, δεν είμαστε εμείς αυτοί που θα πούμε “να μη γίνει τίποτα γιατί υπάρχει πιθανότητα 1% να μολυνθεί το περιβάλλον”. Αν η εθνική πολιτική είναι να προχωρήσουμε σε εξορύξεις, εμείς θα στηρίξουμε το περιβαλλοντικό σκέλος, θα βοηθήσουμε την Πολιτεία να το κάνει όσο το δυνατόν καλύτερα.
Θα καταγράψουμε με ακρίβεια και αξιοπιστία το οικοσύστημα: τη στήλη του νερού, τα ιζήματα, τη βιοποικιλότητα, την αφθονία των ειδών, την ποιότητα των νερών. Δεν μπορούμε να πάρουμε πολιτική θέση ως ΕΛΚΕΘΕ. Ο ρόλος μας είναι θεσμικά ξεκάθαρος: Είμαστε ο εθνικός φορέας για την παρατήρηση και προστασία του θαλάσσιου και υδάτινου περιβάλλοντος της χώρας, από τις θάλασσες μέχρι τις λίμνες και τα ποτάμια. Είμαστε ο εκπρόσωπος του κράτους για την περιβαλλοντική παρακολούθηση».
* Αν ξεκινήσουν οι εξορύξεις...
«Αν ξεκινήσουν οι εξορύξεις, η συμμετοχή μας θα αφορά την παρακολούθηση κάθε σταδίου. Οι προδιαγραφές είναι αυστηρές και σε μεγάλο βαθμό βασίζονται στο νορβηγικό μοντέλο. Ήδη στα πρώτα στάδια - όταν γίνονται γεωφυσικές έρευνες για εντοπισμό πιθανών κοιτασμάτων - υπάρχουν παρατηρητές θηλαστικών για να προστατεύονται τα θαλάσσια είδη από τα ηχοβολιστικά σήματα των πλοίων. Το ίδιο θα γίνει και σε όλα τα επόμενα στάδια, μέχρι και τη δοκιμαστική γεώτρηση. Και να τονίσω: χωρίς δοκιμαστική γεώτρηση, τίποτα δεν είναι σίγουρο. Μια τέτοια γεώτρηση μπορεί να κοστίζει 100 εκατομμύρια δολάρια. Είναι μεγάλο το ρίσκο που αναλαμβάνουν οι εταιρείες - και αυτό δείχνει το πόσο αβέβαιη είναι η διαδικασία.
Ίσως η περιοχή αποδειχθεί πλούσια, ίσως όχι. Αν υπάρξει επιβεβαιωμένο κοίτασμα, τότε η Πολιτεία θα πρέπει να αποφασίσει αν θα συνεχίσει τη χρήση υδρογονανθράκων, τη στιγμή που διεθνώς πάμε σε απανθρακοποίηση. Αυτή είναι μια απόφαση υψηλού πολιτικού επιπέδου. Ο ρόλος του ΕΛΚΕΘΕ παραμένει σαφής: δεν κάνουμε πολιτική. Λέμε πάντα την αλήθεια, βασισμένη στα δεδομένα. Και ποτέ κανένα αποτέλεσμα από τα εργαστήριά μας ή τις ομάδες μας δεν έχει αμφισβητηθεί, είτε από ιδιώτες, είτε από την Πολιτεία, είτε στα δικαστήρια. Η αξιοπιστία μας είναι ο θεμέλιος λίθος του έργου μας. Και με αυτό ως πυξίδα, στεκόμαστε δίπλα στην Πολιτεία, για να τη βοηθήσουμε στον δρόμο που θα επιλέξει».
* Έχει ικανό επιστημονικό δυναμικό η Ελλάδα;
«Η Ελλάδα έχει εξαιρετικό επιστημονικό δυναμικό. Υπάρχουν άνθρωποι με υψηλή κατάρτιση, εμπειρία και όρεξη να δουλέψουν για την επίλυση πραγματικών προβλημάτων. Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε μεγαλύτερη συνεργασία μεταξύ πανεπιστημίων και ερευνητικών κέντρων και περισσότερη συμμετοχή σε διεθνή έργα. Πρόκειται για μια διαδικασία ζύμωσης που άργησε, αλλά έχει αρχίσει να αποδίδει. Και θα αποδώσει ακόμη περισσότερο στο μέλλον. Δεν μπορούμε να ακολουθήσουμε διαφορετικό δρόμο από αυτόν που ακολουθεί όλος ο πλανήτης».
* Υπάρχει λύση; Ή πρέπει να αποδεχτούμε ότι το μέλλον είναι ζοφερό;
«Εκεί είναι το δύσκολο. Δε θέλω να είμαι καταστροφολόγος. Υπάρχουν τεχνολογικές και κυρίως πολιτικές λύσεις. Εάν οι μεγάλες δυνάμεις - όπως οι ΗΠΑ και η Κίνα - δεσμευτούν σοβαρά για μείωση των εκπομπών, μπορεί να αλλάξει η πορεία των πραγμάτων. Εμείς, ως Ελλάδα, είμαστε μια μικρή χώρα. Ό,τι και να κάνουμε, καλό θα κάνουμε, αλλά δεν μπορούμε μόνοι μας να αλλάξουμε την παγκόσμια εικόνα. Ωστόσο, έχουμε τη δυνατότητα να συμμετέχουμε, να καινοτομούμε, να επηρεάζουμε - και αυτό δεν είναι καθόλου αμελητέο».
Κλιματική κρίση - Πώς εκτιμά την κατάσταση το ΕΛΚΕΘΕ
* Νομίζω αυτή τη στιγμή το μεγαλύτερο πρόβλημα της ανθρωπότητας είναι η κλιματική αλλαγή. Το βλέπετε κι εσείς στα εργαστήριά σας;
«Σαφώς. Η θάλασσα επηρεάζεται, η ζωή στον βυθό. Η Μεσόγειος υποφέρει περισσότερο από τους ωκεανούς. Εμείς τη χαρακτηρίζουμε “έναν μικρό ωκεανό”, γιατί είναι αρκετά βαθιά και έχει χαρακτηριστικά ωκεανού - π.χ., ανοιχτά της Πύλου το βάθος φτάνει τα 5.150 μέτρα. Όμως, λόγω του περιορισμένου της μεγέθους, αντιδρά στις αλλαγές πολύ πιο γρήγορα από έναν ανοιχτό ωκεανό, που έχει μεγαλύτερη θερμική αδράνεια.
Έτσι, βλέπουμε ότι η αύξηση της θερμοκρασίας στη Μεσόγειο είναι δύο ή και δυόμισι φορές ταχύτερη από αλλού. Και αυτό έχει σοβαρές επιπτώσεις, ειδικά για τη Νότια Ελλάδα και την Κρήτη. Οι αλλαγές στη θερμοκρασία της ατμόσφαιρας επηρεάζουν τη θάλασσα, και το βλέπουμε στην καθημερινότητά μας: Έχουμε περισσότερους καύσωνες, μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα με υψηλές θερμοκρασίες και τροπικές νύχτες, δηλαδή νύχτες χωρίς δροσισμό.
Αυτό δημιουργεί δυσφορία και ανάγκη για περισσότερη χρήση air condition. Αυξημένη κατανάλωση ενέργειας σημαίνει αυξημένες εκπομπές, ειδικά αν η παραγωγή βασίζεται σε υδρογονάνθρακες. Και έτσι επιστρέφουμε στον φαύλο κύκλο: μεγαλύτερη κατανάλωση, περισσότερες εκπομπές, μεγαλύτερη επιβάρυνση του κλίματος».
Η επιστημονική ομάδα και η σχέση με την κοινωνία
* Αλήθεια, οι επιστήμονες του ΕΛΚΕΘΕ έχουν “σχέση” με την κοινωνία;
«Η ερευνητική κοινότητα δεν είναι αποκομμένη από την κοινωνία. Μπορεί να υπάρχουν ερευνητές που ασχολούνται όλη τους τη ζωή π.χ. με ένα συγκεκριμένο θαλάσσιο είδος, αλλά υπάρχει και η εφαρμοσμένη έρευνα, που φέρνει την επιστήμη κοντά στον πολίτη και στο κράτος. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα μικροπλαστικά. Πριν 20 χρόνια, πολλοί θεωρούσαν πως δεν υπήρχαν, ότι ήταν απλώς “σπασμένα μπουκάλια”. Κάποιοι επιστήμονες, σχεδόν γραφικοί τότε, εστίασαν σε αυτά. Και σήμερα, όλοι γνωρίζουμε πως τα μικροπλαστικά είναι ίσως η μεγαλύτερη απειλή για το θαλάσσιο περιβάλλον.
Μέσα από δράσεις, όπως π.χ. σε σχολεία, όπου δείχνουμε στα παιδιά τι είναι τα μικροπλαστικά και πώς φαίνονται στο μικροσκόπιο, φτάνουμε στον πολίτη. Δημιουργούμε γνώση, συνείδηση και αλλαγή συμπεριφοράς. Αυτή είναι η αξία της βασικής έρευνας: να φτάνει με τρόπο αξιόπιστο και ουσιαστικό στην κοινωνία.
Ο ρόλος αυτός - της ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης - είναι ένα σύμπλεγμα δράσεων που φέρνει κοντά δύο κόσμους: από τη μια τον ερευνητή, που δουλεύει θεωρητικά, και από την άλλη τον πολίτη, που έρχεται σε επαφή με αυτή τη γνώση μέσω δράσεων εξωστρέφειας».