Μια απόφαση που ξεκαθαρίζει τα όρια των εργασιακών δικαιωμάτων στους χώρους της έρευνας δημοσιεύθηκε πρόσφατα, καθώς το Ανώτατο Δικαστήριο δικαίωσε εργαζόμενη-ερευνήτρια του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας (ΙΤΕ).
Σε αυτήν την υπόθεση, που θα αποτελέσει πλέον προηγούμενο, “σταθμό-οδοδείκτη” για δεκάδες ανάλογες ανά την Ελλάδα, το δικαστήριο, στον ανώτατο βαθμό του μάλιστα (Άρειος Πάγος), έκρινε αμετάκλητα ότι η απόλυσή της ήταν άκυρη και καταχρηστική. Το ΙΤΕ καλείται, μεταξύ άλλων, με την απόφαση αυτή να επαναπροσλάβει την εργαζόμενη-ερευνήτρια, να καταβάλει τα δεδουλευμένα που της παρακρατούσε από την ημέρα της απόλυσης και να καλύψει αποζημιώσεις.
Το συνοπτικό νομικά σκεπτικό της απόφασης του Αρείου Πάγου έχει ως εξής:
«Με την υπ’ αριθμ. 859/2024 απόφαση του Β1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου στις 12 Ιουνίου του 2024 κατέστη αμετάκλητη η υπ’ αριθμ. 78/2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης (Ειδική Διαδικασία Εργατικών Διαφορών), η οποία εκδόθηκε επί της, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου (Ειδική Διαδικασία Εργατικών Διαφορών) από 17/10/2014 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου Γ.Α. 3339/ΕΓ/127/2014, αγωγής της εργαζόμενης-ερευνήτριας κ. Μαρίας Ρήνα, κατά του ΝΠΙΔ με την επωνυμία “Ίδρυμα Τεχνολογίας και Έρευνας” (ΙΤΕ), (στο εξής ΙΤΕ).
Με το διατακτικό της ανωτέρω 78/2021 απόφασης, μεταξύ άλλων:
“1) Αναγνωρίστηκε η ακυρότητα της από 21/07/2014 καταγγελίας της από 08/04/1996 σύμβασης της Μαρίας Ρήνα (εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου), με την οποία προσλήφθηκε στη θέση Ειδικού Λειτουργικού Επιστήμονα (ΕΛΕ) Β' βαθμίδας, υπαγόμενη υπηρεσιακώς στο Ινστιτούτο Μοριακής Βιολογίας και Βιοτεχνολογίας του ΙΤΕ.
2) Υποχρεώθηκε το ΙΤΕ να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες της, σύμφωνα με τους όρους της εργασιακής της σύμβασης, υπό την απειλή χρηματικής ποινής ύψους διακοσίων (200) ευρώ για κάθε ημέρα αρνήσεώς του.
3) Υποχρεώθηκε το ΙΤΕ να της καταβάλει το ποσό των είκοσι χιλιάδων οκτακοσίων τριάντα οκτώ ευρώ και οκτώ λεπτών (20.838,08) με τον νόμιμο τόκο από την επομένη που κάθε επιμέρους ποσό κατέστη απαιτητό έως την εξόφλησή του.
4) Αναγνωρίστηκε η υποχρέωση του ΙΤΕ να της καταβάλει α) το ποσό των σαράντα πέντε χιλιάδων τριακοσίων ογδόντα έξι ευρώ και δέκα έξι λεπτών (45.386,16) από την επομένη που κάθε επιμέρους ποσό κατέστη απαιτητό και β) για ηθική βλάβη το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ με το νόμιμο τόκο, από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση.
5) Επιβλήθηκε σε βάρος του ΙΤΕ ένα μέρος των δικαστικών εξόδων της, τα οποία ορίστηκαν στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ”.
6) Πέραν των ανωτέρω, με την υπ’ αριθμ. 859/2024 απόφαση του Β1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου αμετάκλητα κρίθηκε: “Η εκ μέρους της κ. Ρήνα διεκδίκηση των δικαιωμάτων της διανοητικής ιδιοκτησίας επί του ενζύμου DNA Metyltransferanse M. BseCΙ [2] στηριζόταν στα άρθρα 107 και 108 του Εσωτερικού Κανονισμού του ΙΤΕ (ΦΕΚ 1584/31.07.2009 και ΦΕΚ Β’ 2193/2010), τα οποία ρυθμίζουν τις ειδικές προϋποθέσεις της οικονομικής εκμετάλλευσης του προϊόντος εργασίας του ερευνητικού δυναμικού του ΙΤΕ και τις προϋποθέσεις λήψης “πρόσθετης εύλογης αμοιβής” του εργαζόμενου/εφευρέτη από την οικονομική εμπορική εκμετάλλευση της εφεύρεσης/έργου διανόησης και στις περιπτώσεις υπηρεσιακής εφεύρεσης” και ακόμη ότι “ήταν έστω δικαιούχος της αμοιβής αποδοτικότητας, καθόσον συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 38 παρ. 7 του Ν. 3205/2003, για την καταβολή της αμοιβής αποδοτικότητας και για το έτος 2014, όπως και για τα προηγούμενα έτη”».
Το ιστορικό που ξεκινά με μια “τυχαία” απόλυση
Η ιστορία ξεκινά με την πρόσληψη της ερευνήτριας-επιστήμονα το 1996, η οποία είχε προσληφθεί για ερευνητικές ανάγκες του ΙΤΕ, με σταθερή πορεία και συμμετοχή σε ερευνητικά έργα. Ο εργασιακός της βίος στον οργανισμό πήγαινε “ρολόι” - μέχρι που ήρθαν οι διεκδικήσεις της για πνευματικά (και συνεπώς οικονομικά) δικαιώματα σε μια εφεύρεση στην οποία είχε συμβάλει καθοριστικά.
Βάσει αυτών, η εργαζόμενη διεκδίκησε δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας σε ερευνητικό αποτέλεσμα που είχε αναπτύξει η ίδια ως κύριος συντελεστής, το οποίο στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε εμπορικά από το ΙΤΕ και από άλλες εταιρείες βάσει συμβάσεων του Ιδρύματος, χωρίς η ερευνήτρια να έχει ενημερωθεί, ούτε φυσικά να λάβει κάποια οικονομική απολαβή. Κατά την ίδια, η μέθοδος που ανέπτυξε και το προϊόν που παρήγαγε έπρεπε να της αποφέρουν δικαιώματα από την εμπορική εκμετάλλευσή τους, ένα αίτημα που το ΙΤΕ αρνήθηκε κατηγορηματικά, υποστηρίζοντας πως τα προϊόντα ανήκουν εξολοκλήρου στον οργανισμό.
Το “πάγωμα” στις σχέσεις εργοδότη-εργαζόμενου ήταν αναπόφευκτο, με αποκορύφωμα την απόλυση της ερευνήτριας το 2014. Το θέμα εκείνη την περίοδο αναδείχτηκε από τη “Νέα Κρήτη” στο δημοσίευμα “Το κλειστό επάγγελμα του ερευνητή” (13/02/2016), όπου, μεταξύ άλλων, αποτυπωνόταν η εικόνα καταστρατήγησης κάθε κανόνα δικαίου στα ερευνητικά κέντρα, με μπλοκάκια σε νέους επιστήμονες που εισέρχονται και διωγμούς σε όσους διαμαρτύρονται.
Τότε, η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Έρευνας, με συνεχείς Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου, ανέστειλε την εφαρμογή ενός νόμου που επιχειρούσε να βάλει μια τάξη στην οργανωμένη αταξία των εργασιακών κέντρων, ώστε να υπάρχει ελπίδα και για όσους διαθέτουν προσόντα, χωρίς “θείο από την Κορώνη”.
Όταν η «παράβαση καθήκοντος» καταρρέει
Στη συγκεκριμένη υπόθεση, όπου ο εργαζόμενος είχε το κουράγιο, την υπομονή και τους αναγκαίους πόρους να υπερασπιστεί τα δικαιώματά του στη Δικαιοσύνη, η καταγγελία της σύμβασης από το ΙΤΕ στηρίχθηκε, μεταξύ άλλων, σε «σοβαρές» κατηγορίες, όπως «παράβαση καθήκοντος», «συνεχής άρνηση υπακοής» και «αδικαιολόγητη συμπεριφορά».
Η εργαζόμενη προσέφυγε στη Δικαιοσύνη, ζητώντας αναγνώριση της πατρότητας της εφεύρεσής της και των αντίστοιχων πνευματικών δικαιωμάτων. Στη συνέχεια το ΙΤΕ προχώρησε σε καταγγελία της σύμβασης εργασίας της εργαζόμενης ερευνήτριας, επικαλούμενο παραβιάσεις συμβατικών υποχρεώσεων και αντισυμβατική συμπεριφορά. Αυτή η απόφαση πυροδότησε μια σειρά από δικαστικές διαδικασίες μίας δεκαετίας, όπου η εργαζόμενη προσπάθησε να αποδείξει ότι η καταγγελία ήταν άκυρη και είχε βασιστεί σε αστήρικτες κατηγορίες.
Η υπόθεση δικαστικά κράτησε μία δεκαετία, με ό,τι συνεπάγεται αυτό σε κόστος δικαστικών εξόδων, χρόνου και προσωπικού τιμήματος για την ερευνήτρια, όμως στο τέλος η απόφαση του Αρείου Πάγου συνιστά “σταθμό” για τα εργασιακά δικαιώματα των ερευνητών σε ερευνητικά κέντρα, ανεξαρτήτως της σχέσης εργασίας μαζί τους. Για την ακρίβεια, πρόκειται για μια ιστορική απόφαση, αφού το Β1 Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου επικύρωσε την ακυρότητα της καταγγελίας σύμβασης ενός ερευνητή και για την ακρίβεια γυναίκας-ερευνήτριας, της κ. Μαρίας Ρήνα, από το Ίδρυμα Τεχνολογίας και Έρευνας (ΙΤΕ), δικαιώνοντας την ερευνήτρια, μία υπόθεση που αποτελεί “φάρο-οδοδείκτη” πλέον για την προστασία των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας και τα δικαιώματα εργαζομένων στο πλαίσιο ερευνητικών οργανισμών.
Στην κρίσιμη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης το 2021, η απόλυση κρίθηκε ως άκυρη, παρά την πρωτόδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου (Ειδική Διαδικασία Εργατικών Διαφορών) το 2014 περί απόλυσης του ερευνητή, αναγνωρίζοντας ότι το ΙΤΕ δεν είχε επαρκείς λόγους για τη λήξη της σύμβασης. Η απόφαση αυτή επιβεβαιώθηκε πρόσφατα από τον Άρειο Πάγο, με την υπ’ αριθμ. 859/2024 απόφαση του Β1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, με την οποία κατέστη αμετάκλητη η υπ’ αριθμ. 78/2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης (Ειδική Διαδικασία Εργατικών Διαφορών).
Η απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης, που επικυρώθηκε από τον Άρειο Πάγο, απορρίπτει καθεμία από αυτές τις κατηγορίες, θεωρώντας τις παντελώς αβάσιμες. Ο Άρειος Πάγος δικαίωσε την εργαζόμενη-ερευνήτρια με ξεκάθαρο τρόπο: η απόλυση δεν είχε νόμιμη βάση και αποτελούσε πράξη εκδίκησης για τις δικαστικές διεκδικήσεις του. Το ΙΤΕ υποχρεώθηκε, με την τελεσίδικη αυτή απόφαση, όχι μόνο να επαναπροσλάβει την επιστήμονα, αλλά και να καταβάλει αποζημιώσεις για ηθική βλάβη, αφού η φρασεολογία που είχε χρησιμοποιηθεί στην απόλυση ήταν “βαριά και απαξιωτική” για το επιστημονικό της κύρος...
Η αποζημίωση, οι προσαυξήσεις και οι “υποχρεώσεις” του ΙΤΕ
Το ΙΤΕ, εκτός από την ακυρότητα της απόλυσης, διατάχθηκε να καταβάλει και τα δεδουλευμένα, συμπεριλαμβανομένων των προσαυξήσεων για την περίοδο από την απόλυση της ερευνήτριας μέχρι την απόφαση του Αρείου Πάγου. Ενδιαφέρον έχει πως το δικαστήριο έκρινε ότι μια “επιπλέον” αμοιβή που το ΙΤΕ είχε διακόψει τα προηγούμενα χρόνια, η λεγόμενη “αμοιβή αποδοτικότητας”, δεν ήταν μια παροχή πολυτελείας που μπορούσε να διακόπτεται κατά βούληση, αλλά νόμιμο δικαίωμα του εργαζομένου.
Προστασία δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας; Μάλλον όχι ακόμη
Μπορεί η δικαστική διαμάχη να δικαίωσε την ερευνήτρια σε εργασιακό επίπεδο, αλλά στο ζήτημα της διανοητικής ιδιοκτησίας η απόφαση είχε διαφορετική ερμηνεία. Το δικαστήριο έκρινε πως η εργασία της, αν και σημαντική, βασίστηκε σε γνωστές επιστημονικές μεθόδους, κάτι που δε συνιστούσε «εφεύρεση» που να δικαιολογεί περαιτέρω δικαιώματα. Έτσι, το δικαστήριο δεν αναγνώρισε δικαιώματα του εργαζόμενου επί της εμπορικής εκμετάλλευσης του αποτελέσματος της έρευνας.
Η απόφαση του Αρείου Πάγου αποτελεί σημείο καμπής για τα δικαιώματα των ερευνητών που εργάζονται σε κρατικά νομικά πρόσωπα του Δημοσίου, ακόμη και με τον χαρακτήρα ιδιωτικού δικαίου. Τονίζει πως ένας οργανισμός δεν μπορεί να προχωράει σε καταγγελία συμβάσεων εργαζομένων επικαλούμενος «σπουδαίους λόγους», εάν αυτοί δεν αποδεικνύονται αληθινοί. Επιπρόσθετα, η προσπάθεια να αναγνωριστεί η επιστημονική συμβολή δεν είναι λόγος για απόλυση. Ωστόσο, τα πνευματικά δικαιώματα επί μιας εφεύρεσης δεν ανήκουν αποκλειστικά στον εφευρέτη, και κάθε περίπτωση έχει τις ιδιαιτερότητές της. Σε κάθε όμως περίπτωση, η νόμιμη διεκδίκηση μεριδίου από μια οικονομική εκμετάλλευση, που έγινε μάλιστα σε καθεστώς μυστικότητας, δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο απόλυσης.
Η υπόθεση έθιξε έτσι και σημαντικά θέματα γύρω από τη διανοητική ιδιοκτησία σε ερευνητικούς οργανισμούς. Η εργαζόμενη είχε διεκδικήσει ποσοστό από τα έσοδα που είχε αποκτήσει το ΙΤΕ από την πώληση του ενζύμου που η ίδια συνεισέφερε στοιχειοθετημένα ώστε να δημιουργηθεί. Ωστόσο, το δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν υπήρχε εφευρετική δραστηριότητα που να δικαιολογεί το δικαίωμα αυτό, καθώς οι μέθοδοι και τα πρωτόκολλα που ακολούθησε η ερευνήτρια ήταν ήδη γνωστά και δεν αποτελούσαν πρωτοτυπία.
Παρ’ όλα αυτά, η απόφαση του Αρείου Πάγου κατοχύρωσε τον εργαζόμενο ως δικαιούχο μίας ειδικής αμοιβής παραγωγικότητας που το ΙΤΕ αρνήθηκε να καταβάλει, θεωρώντας την όλη συνεισφορά ως μία εθελοντική παροχή.
Η δικαίωση της αμοιβής αυτής, σύμφωνα με την απόφαση, είχε υποχρεωτικό χαρακτήρα, καθώς στηριζόταν σε προβλέψεις της εργατικής νομοθεσίας και όχι στην καλή προαίρεση του Ιδρύματος.
Το ΙΤΕ στη “δύσκολη” θέση του λογοδοτούντος εργοδότη
Η περίπτωση αυτή είναι ένα από τα πολλά παραδείγματα εργασιακών σχέσεων στους ερευνητικούς οργανισμούς, που κρύβουν εντάσεις και αντιπαραθέσεις για τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας και τη συμμετοχή των εργαζομένων στην εμπορική εκμετάλλευση των εφευρέσεών τους. Στο πλαίσιο της δικαστικής διαδικασίας, αναδείχθηκε η ανάγκη για ξεκάθαρο και διαφανές πλαίσιο προστασίας της διανοητικής ιδιοκτησίας των ερευνητών, κάτι που παραμένει δεκαετίες σε εκκρεμότητα.
Η συγκεκριμένη δικαίωση του ερευνητή, αν και “σταγόνα στον ωκεανό”, δείχνει προς αυτήν την κατεύθυνση και αφήνει παρακαταθήκη:
Τα δικαιώματα των ερευνητών δεν είναι απλά μια θεώρηση, αλλά ζήτημα θεμελιώδους ηθικής και νομιμότητας, για τα οποία οι ερευνητικοί οργανισμοί οφείλουν να λογοδοτούν και να τηρούν.