Η ψωρίαση είναι ένα χρόνιο, αυτοάνοσο, φλεγμονώδες νόσημα του δέρματος, το οποίο σε ένα βαθμό κληρονομείται, προσβάλλει ορατά σημεία του σώματος, όπως τριχωτό κεφαλής, αγκώνες, γόνατα, νύχια και γεννητική περιοχή, καθώς και τις αρθρώσεις σε κάποιες περιπτώσεις, επηρεάζοντας την καθημερινότητα και τις κοινωνικές σχέσεις των ασθενών.
Ο Δημήτριος Ξεκαρδάκης, Επιμελητής A’ Δερματολογίας-Αφροδισιολογίας, Υπεύθυνος Δερματολογικού Τμήματος Βενιζέλειο Γενικό Νοσοκομείο, μιλάει στο neakriti.gr για την αξία της έγκαιρης θεραπευτικής παρέμβασης.
Η παρουσία επίμονων πλακών σε εμφανείς περιοχές αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα όσον αφορά στις καθημερινές συναναστροφές του ασθενούς, οδηγώντας τον κάποιες φορές σε κοινωνική απομόνωση, μπορεί να δυσκολεύει την εργασία του ή ακόμα και την εύρεση εργασίας, ενώ η προσβολή της γεννητικής περιοχής επηρεάζει και τις σεξουαλικές σχέσεις. Πολλές φορές προσβάλλονται οι παλάμες και τα πέλματα και επίσης οι αρθρώσεις, με συνέπεια ακόμα και τη δυσκολία βάδισης ή εκτέλεσης απλών καθημερινών δραστηριοτήτων.
Επιπλέον, φαίνεται ότι οι σοβαρότερες μορφές ψωρίασης σχετίζονται με μεταβολικό σύνδρομο και αυξημένο κίνδυνο εγκεφαλικών επεισοδίων και καρδιαγγειακών συμβαμάτων, τα οποία έχουν άμεση σχέση με τα υψηλά επίπεδα των δεικτών φλεγμονής της νόσου.
Συνεπώς, είναι πολύ σημαντική η έγκαιρη διάγνωση και παρέμβαση στη νόσο, καθώς δεν πρόκειται για ένα νόσημα που αφορά μόνο στην κλινική εικόνα του ασθενούς, αλλά έχει και συνιστώσες που μπορούν να επηρεάσουν άμεσα ακόμα και την ίδια τη ζωή του.
Στο παρελθόν υπήρχε άγνοια και σε ένα βαθμό αίσθημα ντροπής από τους ασθενείς με ψωρίαση σε σχέση με την πάθησή τους, ωστόσο, τόσο η επαρκής ενημέρωση μέσω και του διαδικτύου, όσο και η εμφάνιση νέων αποτελεσματικών θεραπειών οδηγούν, συνεχώς, περισσότερους ασθενείς να επισκεφθούν δερματολόγο αναζητώντας θεραπεία. Ειδικότερα, όσον αφορά στη θεραπεία παλαιότερα μία αγωγή θεωρούνταν επιτυχημένη εφόσον υπήρχε κάθαρση του 75% των βλαβών σε βάθος 6 μηνών, ωστόσο την τελευταία 10ετία έχουν εμφανισθεί νεότερες και πιο στοχευμένες θεραπείες, οι οποίες μπλοκάρουν το μονοπάτι εμφάνισης της νόσου σε πολύ πρωϊμότερο στάδιο, έχοντας ως συνέπεια ένα πολύ καλύτερο θεραπευτικό αποτέλεσμα και σε ένα μεγάλο ποσοστό την πλήρη κάθαρση του ασθενούς, με ταχύτερη επίτευξη του αποτελέσματος, εμφανίζοντας παράλληλα ίδιο προφίλ ασφάλειας με τις παλαιότερες θεραπείες.
Ενώ στο παρελθόν επικρατούσε η άποψη της θεραπευτικής αντιμετώπισης μίας μέτριας ή σοβαρής ψωρίασης αρχίζοντας με από του στόματος θεραπεία, με προοδευτική μετάβαση σε βιολογικούς παράγοντες επί μη ανταπόκρισης, ωστόσο, βάσει και δεδομένων από πολλές κλινικές μελέτες, είναι πολύ σημαντικό ο ασθενής να λάβει όσο νωρίτερα γίνεται τη θεραπεία που κρίνεται ως η καταλληλότερη από τον θεράποντα ιατρό και μάλιστα η έγκαιρη έναρξη παίζει σημαντικό ρόλο όσον αφορά στην έκβαση της θεραπείας και το διάστημα που ο ασθενής παραμένει ελεύθερος νόσου. Η έναρξη, εξαρχής, της καταλληλότερης θεραπείας, χωρίς να έχει προηγηθεί χορήγηση άλλων θεραπειών νωρίτερα, εμποδίζει τυχόν εξέλιξη της ψωρίασης και είναι καθοριστική για τον έλεγχο της νόσου και την πλήρη ύφεση αυτής, καθώς και τη διατήρηση του θεραπευτικού αποτελέσματος σε βάθος χρόνου.
Όσον αφορά στην ασφάλεια των νέων θεραπειών προοδευτικά υποχωρούν οι τυχόν ενδοιασμοί των ασθενών σχετικά με τη λήψη ενός βιολογικού παράγοντα, λόγω του φόβου πιθανής ανοσοκαταστολής. Αντίθετα, οι βιολογικοί παράγοντες, μετά και από τη μακροχρόνια χορήγησή τους σε μεγάλο αριθμό συστηματικών νόσων, εμφανίζουν πολύ υψηλό προφίλ ασφάλειας. Δεν παρατηρείται αυξημένος κίνδυνος καρκινογένεσης με τη χρήση τους, ενώ ασθενείς οι οποίοι νόσησαν με Covid-19 δεν εμφάνισαν βαρύτερα συμπτώματα ούτε είχαν αυξημένη θνησιμότητα συγκριτικά με το γενικό πληθυσμό.
Συνοψίζοντας, παρότι δεν έχει βρεθεί ακόμα η αγωγή για την οριστική θεραπεία της ψωρίασης, ωστόσο, πλέον, είναι δυνατή η πλήρης ύφεση της νόσου, ενώ είναι πολύ σημαντική η έγκαιρη έναρξη της καταλληλότερης θεραπείας για την κάθαρση του ασθενούς και τη διατήρηση του θεραπευτικού αποτελέσματος, βελτιώνοντας σημαντικά την ποιότητα ζωής και ουσιαστικά οδηγώντας τον ασθενή να μην ασχολείται, πλέον, με τη νόσο του και να ζει μία απολύτως φυσιολογική ζωή.