Οι Κρητικοί διαβάζουν ακόμη…  

Κρήτη
Οι Κρητικοί διαβάζουν ακόμη…  

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Οι Κρητικοί διαβάζουν ευτυχώς ακόμα. Όχι βέβαια όπως παλιά, αφού η κρίση έχει χτυπήσει αλύπητα και την αγορά του βιβλίου, όμως παρά τις πολλές πληγές που έχει υποστεί από τη μακροχρόνια ύφεση, το βιβλίο δείχνει να αντέχει, με τη λογοτεχνία και τα παιδικά αναγνώσματα να κυριαρχούν στις προτιμήσεις του κοινού.

Ο λόγος για τη σταθερή αξία του παιδικού βιβλίου έγκειται στη διαπίστωση ότι ο κόσμος μπορεί να διστάζει να βάλει το χέρι στην τσέπη για να ικανοποιήσει όπως κάποτε τη δίψα του για διάβασμα, δεν μπορεί όμως να στερήσει από το παιδί του την ευκαιρία να ξεφυλλίσει ένα καλό βιβλίο. Η πτώση είναι πάντως εμφανής από 10 έως 30%, ανάλογα τη χρονιά, σύμφωνα με την κίνηση που διαπιστώνει ο πρόεδρος του Συλλόγου Βιβλιοπωλών Ηρακλείου κ. Μανόλης Παπουτσάκης, τοποθετώντας τη μεγάλη “βουτιά” των πωλήσεων τη διετία 2013-14.

«Τότε έγινε το μεγάλο στραπάτσο», μας λέει χαρακτηριστικά, προσθέτοντας ότι από το 2015 και μετά η πτώση παραμένει, ωστόσο δεν είναι τόσο θεαματική. Ο ίδιος κάνει μια ενδιαφέρουσα διάκριση μεταξύ αγοραστών βιβλίων και αναγνωστών, καθώς η κρίση μπορεί να στέρησε από τους Έλληνες τη δυνατότητα να αγοράζουν περισσότερα βιβλία, ωστόσο δεν επηρέασε δραματικά την αναγνωσιμότητα, καθώς οι λάτρεις του βιβλίου βρήκαν οικονομική διέξοδο στις δανειστικές βιβλιοθήκες.

Το Ηράκλειο

Η κρίση είναι εμφανής και στα βιβλιοπωλεία του Ηρακλείου, πλην των νέων, τα οποία έχουν την αυτονόητη ακμή του “φρέσκου”. Ωστόσο, υπάρχει και η άλλη πλευρά του νομίσματος, ότι η πόλη αποτελεί ίσως την πιο ανθηρή περιφερειακά αγορά για το βιβλίο, κάτι που υποδηλώνεται και από τον αριθμό των βιβλιοπωλείων που λειτουργούν. Ο λόγος, σύμφωνα με τον κ. Παπουτσάκη, είναι η φυσιογνωμία του Ηρακλείου, το οποίο έχει έντονη φοιτητική δραστηριότητα λόγω του Πανεπιστημίου, ερευνητικές δομές, όπως το ΙΤΕ, και βεβαίως έχει μεγάλο πληθυσμό, που “κρατιέται” ακόμα, παραμένοντας, παρά τις δραματικές περικοπές, αναγνώστες.

Όσον αφορά στις τάσεις του κοινού, αυτές παραμένουν σταθερές. Η λογοτεχνία βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της ζήτησης και κυρίως τα μυθιστορήματα με ιστορικό υπόβαθρο, καθώς και τα παιδικά βιβλία, όπου η πτώση είναι μικρότερη. Σταθερή επίσης παραμένει η ζήτηση για τους κλασικούς συγγραφείς, είτε πεζογράφους είτε ποιητές.

Η Ελλάδα

Σε σύνολο χώρας, πάντως, η εικόνα είναι αποκαρδιωτική, όπως αντικατοπτρίζεται τόσο από τους τζίρους όσο και από τους αριθμούς των βιβλίων που εκδίδονται. Είναι ενδεικτικά τα όσα αναφέρει σε ανάλυσή του ο Γιάννης Ν. Μπασκόζος από τον έντυπο “Αναγνώστη” τον Δεκέμβριο του 2015. Σύμφωνα με τους δημοσιευμένους ισολογισμούς της περιόδου 2009-2014, ο συνολικός τζίρος από 503.538.337 ευρώ το 2009 έπεσε στα 145.412.540 ευρώ το 2014, ποσοστό που αγγίζει το 70%, με ελάχιστες εξαιρέσεις σε εκδοτικούς οίκους της χώρας.

Επίσης, σύμφωνα με στοιχεία από τη ΒΙΒΛΙΟΝΕΤ, η πορεία έκδοσης νέων τίτλων βρίσκεται σήμερα στο μισό περίπου των τίτλων που εκδίδονταν το 2008, έτος οπότε και ξεκίνησε ουσιαστικά η κρίση. Την ίδια στιγμή, σημεία τριβής μεταξύ της κυβέρνησης και του χώρου του βιβλίου παραμένει ο εξορθολογισμός της αγοράς, που σημαίνει ότι δε θα έπρεπε ο καθένας να εκδίδει ό,τι θέλει και να το διακινεί με αθέμιτο ανταγωνισμό μέσω εντύπων, όπως εφημερίδες και περιοδικά, και κυρίως η ενιαία τιμή βιβλίου.

Σύμφωνα με τους βιβλιοπώλες, η κατάργηση της ενιαίας τιμής βιβλίου σε όλες τις κατηγορίες, εκτός των λογοτεχνικών, της πρώτης έκδοσης πίεσε τις τιμές και έβαλε σε κίνδυνο τα μικρά βιβλιοπωλεία. Τα μεγάλα βιβλιοπωλεία είχαν τη δυνατότητα να μειώνουν ακόμα και οριακά το ποσοστό κέρδους, πορεία που ήταν αδύνατον να ακολουθήσουν τα μικρότερα βιβλιοπωλεία, όπως εκτιμούν χαρακτηριστικά.

Η Eurostat μάς “βλέπει” πολύ διαβαστερούς

Αίσθηση, στο μεταξύ, προκαλεί η δημοσιοποίηση των στοιχείων της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Αρχής, της Eurostat, η οποία πραγματοποιήθηκε σε 15 χώρες της Ευρώπης από το 2008 έως το 2016 και δείχνει την Ελλάδα ψηλά στη λίστα με τις χώρες που έχουν τα υψηλότερα ποσοστά βιβλιόφιλων στην Ευρώπη.

Στην εν λόγω έρευνα, το 16,8% των ερωτηθέντων στη Φιλανδία δήλωσε πως το διάβασμα βιβλίων αποτελεί μία από τις κύριες δραστηριότητές τους στον ελεύθερο χρόνο τους και ακολουθούν η Πολωνία με 16,4%, η Εσθονία με 15%, η Ελλάδα και το Λουξεμβούργο με 11,9%, η Γερμανία, η Ουγγαρία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ισπανία, η Ολλανδία, η Ιταλία, η Σερβία, το Βέλγιο, η Αυστρία, η Ρουμανία, η Γαλλία, η Νορβηγία και τελευταία η Τουρκία.

Επίσης, η έρευνα καταγράφει πως οι Ευρωπαίοι αφιερώνουν από δύο έως δεκατρία λεπτά κάθε μέρα διαβάζοντας βιβλία. Οι Έλληνες αφιερώνουν περίπου 9 λεπτά την ημέρα στην ανάγνωση βιβλίων, με τους Εσθονούς να αφιερώνουν 13 λεπτά, ενώ το χαμηλότερο ποσοστό καταγράφεται στη Γαλλία, με 2 λεπτά. Σε όλες τις χώρες, πάντα σύμφωνα με τη Eurostat, το ποσοστό των αναγνωστών βιβλίων είναι υψηλότερο στις γυναίκες απ’ ό,τι στους άνδρες. Ωστόσο, οι άνδρες που διαβάζουν βιβλία διαβάζουν για μεγαλύτερες χρονικές περιόδους από τις γυναίκες.

Να σημειωθεί, τέλος, ότι η έρευνα της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Αρχής πραγματοποιήθηκε σε πολίτες 15 χωρών της Ευρώπης, ηλικίας 20 έως 74 ετών.

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News