Οι νέοι κανόνες μετανάστευσης της Ευρώπης αντιμετώπισαν από νωρίς δυσκολίες την Τρίτη, καθώς οι χώρες διχάστηκαν για το ποια πρέπει να αναλάβει μεγαλύτερη ευθύνη.
Οι υπουργοί Μετανάστευσης και Εσωτερικών Υποθέσεων συναντήθηκαν σήμερα Τετάρτη στο Λουξεμβούργο για να συζητήσουν τις τεχνικές λεπτομέρειες μιας νέας πρότασης για τους λεγόμενους «κόμβους επιστροφής» και τις διασυνοριακές εξουσίες απέλασης. Ωστόσο, στο περιθώριο της συνεδρίασης, κυριάρχησε η πολιτική διάσταση του ζητήματος: ποια κράτη έχουν τη δυνατότητα να δεχτούν περισσότερους αιτούντες άσυλο.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επρόκειτο να ανακοινώσει την Τετάρτη ποιες χώρες αντιμετωπίζουν δυσκολίες λόγω μεταναστευτικών ροών και ποια βοήθεια θα πρέπει να λάβουν, ωστόσο η ανακοίνωση αναβλήθηκε.
Σύμφωνα με τον νέο ευρωπαϊκό νόμο για το άσυλο και τη μετανάστευση —που εγκρίθηκε το 2023 και πρέπει να εφαρμοστεί έως τον Ιούνιο του επόμενου έτους— η Επιτροπή θα καθορίσει ποιες χώρες βρίσκονται υπό «μεταναστευτική πίεση». Τα υπόλοιπα κράτη-μέλη θα μπορούν είτε να δεχτούν μετανάστες από αυτές τις χώρες είτε να τις στηρίξουν με χρηματοδότηση και προσωπικό.
Ωστόσο, οι περισσότερες χώρες φαίνεται να προτιμούν να συνεισφέρουν οικονομικά παρά να ανοίξουν τα σύνορά τους.
Η υπουργός Μετανάστευσης του Βελγίου, Anneleen Van Bossuyt, δήλωσε στο περιθώριο της συνάντησης ότι η χώρα της θα προσφέρει οικονομική συνεισφορά, καθώς το σύστημα υποδοχής αιτούντων άσυλο είναι ήδη «πλήρες».
Η υπουργός Εσωτερικών της Φινλανδίας, Mari Rantanen του ακροδεξιού Κόμματος των Φινλανδών, ανέφερε ότι η χώρα της «προφανώς» δεν θα δεχτεί μετανάστες από άλλα κράτη-μέλη.
Η κυβέρνηση της Ολλανδίας έχει υιοθετήσει πολιτική πληρωμής αντί υποδοχής μεταναστών, ενώ ο υπουργός Μετανάστευσης της Σουηδίας, Johan Forssell, δήλωσε πως η χώρα του έχει ήδη δεχτεί «πάρα πολλούς» αιτούντες άσυλο την τελευταία δεκαετία.
Τέτοιες δηλώσεις προμηνύουν ένα προφανές πρόβλημα: ότι όλες οι χώρες θα είναι πρόθυμες να πληρώσουν, αλλά καμία να δεχτεί πρόσφυγες.

Σε αυτό το ενδεχόμενο, μπορεί να ενεργοποιηθεί ένα σύνθετο σύστημα «αντισταθμίσεων», όπου ορισμένα κράτη θα αναλαμβάνουν την επεξεργασία αιτημάτων ασύλου για λογαριασμό άλλων χωρών, χωρίς να χρειάζεται να υποδεχτούν οι ίδιες τους αιτούντες.
Η εμπειρία της Ιταλίας και της Ελλάδας —που πιθανότατα θα οριστούν ως αποδέκτες αυτής της στήριξης— δεν βοηθά την κατάσταση.
Πέρυσι, οι δύο χώρες χειρίστηκαν μόνο ένα μικρό ποσοστό των αιτήσεων ασύλου που τους αναλογούσαν βάσει των κανόνων του Δουβλίνου, οι οποίοι ορίζουν ποιο κράτος είναι υπεύθυνο για την εξέταση κάθε αίτησης (συνήθως το κράτος πρώτης εισόδου στην ΕΕ).
Οι κυβερνήσεις επίσης δεν κατόρθωσαν να συμφωνήσουν σε ένα σύστημα υποχρεωτικής αναγνώρισης των αποφάσεων ασύλου που λαμβάνονται σε άλλα κράτη-μέλη, δήλωσε ο Δανός υπουργός Μετανάστευσης Ράσμους Στόκλαντ, που ηγείται των συζητήσεων στο Λουξεμβούργο.
Η Δανία πρότεινε τροποποίηση του αρχικού σχεδίου της Επιτροπής, αλλά οι εθνικές κυβερνήσεις παραμένουν «υπερβολικά διχασμένες», είπε.
Ο Επίτροπος της ΕΕ για τη Μετανάστευση, Mάγκνους Μπρούνερ, δήλωσε ότι υπάρχει «μεγάλη διάθεση συνεργασίας» και βούληση μεταξύ των χωρών να μεταρρυθμίσουν το σύστημα. Πρόσθεσε ότι «ο χρόνος είναι κρίσιμος» — αναφερόμενος στην περσινή έκκληση των Ευρωπαίων ηγετών για «αποφασιστική δράση» στις απελάσεις, ενόψει της προθεσμίας του Ιουνίου.

Η αποτυχία υλοποίησης θα μπορούσε να έχει σοβαρές πολιτικές συνέπειες για το κεντρώο ευρωπαϊκό μπλοκ.
Αν τα κράτη-μέλη αρνηθούν να εφαρμόσουν τους κανόνες που τα ίδια ενέκριναν στο πλαίσιο του Συμφώνου για τη Μετανάστευση, αυτό θα «υπονόμευε θεμελιωδώς την αξιοπιστία του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», προειδοποίησε ο Αλμπέρτο Χορστ Νέιδαρν, ανώτερος αναλυτής του European Policy Centre.
«Αν συμβεί αυτό,» είπε, «θα δούμε άμεση επαναφορά ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα της Ζώνης Σένγκεν, συστηματικές επαναπροωθήσεις στα εξωτερικά σύνορα… και οι συνέπειες αυτού θα μπορούσαν να απειλήσουν την ίδια την Ένωση, προκαλώντας μια πολιτική δίνη που θα ενίσχυε την ακροδεξιά.»
Αν και αυτό είναι το χειρότερο σενάριο, πρόκειται για ένα «πολύ διαφορετικό πολιτικό περιβάλλον» σε σχέση με το 2015, όταν η ΕΕ αντιμετώπισε την προηγούμενη μεταναστευτική κρίση, πρόσθεσε. «Οι εθνικές κυβερνήσεις σήμερα ενεργούν πολύ πιο εγωκεντρικά.»
