Οι Ευρωπαίοι ηγέτες επέμειναν τη Δευτέρα ότι πρέπει να έχουν λόγο στις διεθνείς συνομιλίες για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία, παρά το σαφές μήνυμα τόσο από την Ουάσινγκτον όσο και από τη Μόσχα ότι δεν υπάρχει, προς το παρόν, ρόλος για αυτούς στις διαπραγματεύσεις που θα μπορούσαν να διαμορφώσουν το μέλλον της ηπείρου.
Τρεις ώρες έκτακτων συνομιλιών στο προεδρικό μέγαρο των Ηλυσίων στο Παρίσι άφησαν τους ηγέτες της Γερμανίας, του Ηνωμένου Βασιλείου, της Ιταλίας, της Πολωνίας, της Ισπανίας, της Ολλανδίας, της Δανίας, του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης χωρίς κοινή θέση σχετικά με ενδεχόμενες ειρηνευτικές δυνάμεις, αφού η διπλωματική επίθεση των ΗΠΑ για την Ουκρανία την περασμένη εβδομάδα έριξε σε αναταραχή τη μέχρι πρότινος σταθερή διατλαντική συμμαχία.
Ο Βρετανός Πρωθυπουργός Κιρ Στάρμερ ζήτησε τη στήριξη των ΗΠΑ, ενώ επανέλαβε ότι είναι έτοιμος να εξετάσει την αποστολή βρετανικών δυνάμεων στο έδαφος της Ουκρανίας μαζί με άλλες χώρες «εάν υπάρξει μια διαρκής ειρηνευτική συμφωνία».
Υπήρξε, ωστόσο, ρήξη με ορισμένα κράτη-μέλη της ΕΕ, όπως η Πολωνία, τα οποία έχουν δηλώσει ότι δεν επιθυμούν τη στρατιωτική τους παρουσία στο ουκρανικό έδαφος. Ο Γάλλος Πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν δεν δεσμεύτηκε σε κάποια θέση.
Η ευρωπαϊκή έκκληση για συνεργασία με τις ΗΠΑ
Ο Μακρόν δήλωσε κατά τη διάρκεια της νύχτας ότι μίλησε τηλεφωνικά με τον Αμερικανό Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ και κατόπιν με τον Ουκρανό Πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι μετά τη συνάντηση.
«Επιδιώκουμε μια ισχυρή και διαρκή ειρήνη στην Ουκρανία», ανέφερε ο Μακρόν στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης X. «Για να το πετύχουμε αυτό, η Ρωσία πρέπει να τερματίσει την επιθετικότητά της και αυτό πρέπει να συνοδεύεται από ισχυρές και αξιόπιστες εγγυήσεις ασφαλείας για τους Ουκρανούς».
«Θα εργαστούμε γι' αυτό μαζί με όλους τους Ευρωπαίους, τους Αμερικανούς και τους Ουκρανούς», πρόσθεσε.
Ο Ολλανδός Πρωθυπουργός Ντικ Σχοφ αναγνώρισε ότι οι Ευρωπαίοι «πρέπει να καταλήξουν σε ένα κοινό συμπέρασμα σχετικά με το τι μπορούμε να συνεισφέρουμε. Και με αυτόν τον τρόπο, τελικά, θα εξασφαλίσουμε μια θέση στο τραπέζι», προσθέτοντας ότι «το να καθόμαστε απλώς στο τραπέζι χωρίς να συνεισφέρουμε είναι άσκοπο».
Ο Στάρμερ δήλωσε ότι ο διατλαντικός δεσμός παραμένει απαραίτητος. «Πρέπει να υπάρχει μια εγγύηση από τις ΗΠΑ, διότι η εγγύηση ασφαλείας των ΗΠΑ είναι ο μόνος τρόπος να αποτραπεί αποτελεσματικά μια νέα ρωσική επίθεση στην Ουκρανία», είπε.
Ανώτατοι Αμερικανοί αξιωματούχοι της κυβέρνησης Τραμπ, κατά την πρώτη τους επίσκεψη στην Ευρώπη την περασμένη εβδομάδα, άφησαν την εντύπωση ότι η Ουάσινγκτον ήταν έτοιμη να αγκαλιάσει το Κρεμλίνο, ενώ κρατούσε αποστάσεις από πολλούς από τους διαχρονικούς Ευρωπαίους συμμάχους της.
Οι ΗΠΑ αφήνουν την Ευρώπη εκτός διαπραγματεύσεων
Ο στρατηγός Κιθ Κέλογκ, ειδικός απεσταλμένος του Τραμπ για την Ουκρανία και τη Ρωσία, δήλωσε τη Δευτέρα ότι δεν θεωρεί «λογικό και εφικτό να κάθονται όλοι στο τραπέζι».
«Γνωρίζουμε πώς μπορεί να εξελιχθεί αυτό και το βασικό μας μήνυμα είναι να το κρατήσουμε καθαρό και γρήγορο όσο μπορούμε», είπε στους δημοσιογράφους στις Βρυξέλλες, όπου ενημέρωσε τους 31 συμμάχους των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ, μαζί με αξιωματούχους της ΕΕ, προτού κατευθυνθεί στο Κίεβο για συνομιλίες με τον Ζελένσκι την Τετάρτη.
Τα λόγια του επανέλαβε ο Ρώσος Υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ, ο οποίος ήταν εξίσου απαξιωτικός ως προς τον ρόλο της Ευρώπης. «Δεν ξέρω τι δουλειά έχουν αυτοί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων», είπε καθώς έφτανε στη Σαουδική Αραβία για συνομιλίες με Αμερικανούς αξιωματούχους.
Την περασμένη εβδομάδα, ο Αντιπρόεδρος JD Βανς και ο Υπουργός Άμυνας Πιτ Χέγκσεθ, μέσα από μια σειρά ομιλιών, αμφισβήτησαν τόσο τις δεσμεύσεις ασφαλείας της Ευρώπης όσο και τις θεμελιώδεις δημοκρατικές της αρχές.
Ο Μακρόν, που εδώ και καιρό υπερασπίζεται μια ισχυρότερη ευρωπαϊκή άμυνα, δήλωσε ότι οι σκληρές επικρίσεις και οι απειλές μη συνεργασίας μπροστά στον στρατιωτικό κίνδυνο λειτούργησαν ως σοκ για το σύστημα.
Η καθοριστική στιγμή ήρθε όταν ο Τραμπ αποφάσισε να ανατρέψει χρόνια αμερικανικής πολιτικής, πραγματοποιώντας συνομιλίες με τον Ρώσο Πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν με την ελπίδα να τερματίσει τον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας.
Λίγο πριν από τη συνάντηση της Δευτέρας στο Παρίσι, ο Μακρόν μίλησε με τον Τραμπ, αλλά το γραφείο του Μακρόν δεν αποκάλυψε λεπτομέρειες για τη 20λεπτη συζήτηση.
Οι Ευρωπαίοι στηρίζουν την Ουκρανία
Ο Στάρμερ, που δήλωσε ότι θα ταξιδέψει στην Ουάσινγκτον την επόμενη εβδομάδα για να συζητήσει με τον Τραμπ «τα βασικά στοιχεία μιας διαρκούς ειρήνης», φαίνεται να διαμορφώνει έναν «τρίτο δρόμο» στο μεταβαλλόμενο γεωπολιτικό τοπίο της Ευρώπης – στρατηγικά ευθυγραμμιζόμενος με την κυβέρνηση των ΗΠΑ, ενώ διατηρεί δεσμούς με την ΕΕ.
Ορισμένοι αναλυτές εκτιμούν ότι αυτή η θέση θα μπορούσε να του επιτρέψει να λειτουργήσει ως γέφυρα μεταξύ Τραμπ και Ευρώπης, ενδεχομένως ως βασικός απεσταλμένος προς τον Λευκό Οίκο.
Ο Γερμανός Καγκελάριος Όλαφ Σολτς δήλωσε ότι μια ενδεχόμενη ειρηνευτική συμφωνία με τη Ρωσία δεν μπορεί να επιβληθεί στην Ουκρανία. «Για εμάς, είναι σαφές: Αυτό δεν σημαίνει ότι η ειρήνη μπορεί να επιβληθεί και ότι η Ουκρανία πρέπει να αποδεχθεί ό,τι της παρουσιαστεί», τόνισε.
Ο Ισπανός Πρωθυπουργός Πέδρο Σάντσεθ δήλωσε ότι οποιαδήποτε ειρηνευτική συμφωνία θα πρέπει να περιλαμβάνει την ενεργό συμμετοχή της ΕΕ και της Ουκρανίας, ώστε να μην αποτελεί ένα ψεύτικο τέλος του πολέμου «όπως έχει συμβεί στο παρελθόν».
Πρόσθεσε: «Αυτό που δεν μπορεί να γίνει, είναι ο επιτιθέμενος να ανταμείβεται».
Αποστολή στρατευμάτων μετά από ειρηνευτική συμφωνία;
Τονίζοντας τις ασυνέπειες μεταξύ πολλών χωρών σχετικά με τις πιθανές συνεισφορές στρατευμάτων, ο Σολτς δήλωσε ότι η συζήτηση για στρατιωτική παρουσία στο έδαφος ήταν «πρόωρη».
«Αυτό είναι εξαιρετικά ακατάλληλο, για να το πούμε ξεκάθαρα, και ειλικρινά: δεν γνωρίζουμε καν ποιο θα είναι το αποτέλεσμα οποιασδήποτε ειρηνευτικής διαπραγμάτευσης», πρόσθεσε.
Οι ευρωπαϊκές χώρες, ωστόσο, είναι αποφασισμένες να ενισχύσουν τις ένοπλες δυνάμεις τους όπου μπορούν, μετά από χρόνια παραπόνων των Ηνωμένων Πολιτειών, και οι περισσότερες έχουν αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες τους στο 2% του ΑΕΠ, αλλά ο δρόμος για να φτάσουν στο 3% παραμένει αβέβαιος.
«Έχει έρθει η ώρα για μια πολύ μεγαλύτερη ικανότητα της Ευρώπης να αμυνθεί μόνη της», δήλωσε ο Πρωθυπουργός της Πολωνίας Ντόναλντ Τουσκ. «Υπάρχει ομοφωνία στο ζήτημα της αύξησης των δαπανών για την άμυνα. Αυτό είναι απόλυτη ανάγκη».
Η Πολωνία δαπανά πάνω από το 4% του ΑΕΠ της για την άμυνα, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο μέλος του ΝΑΤΟ.