Αποκαρδιωτικές είναι οι εικόνες από τον χείμαρρο του Ξηριά στη Μαγνησία, ο οποίος έχει γεμίσει με νεκρά ψάρια εκεί όπου τοποθετήθηκε το δίχτυ για την προστασία του Παγασηικού. Την δική του εκτίμηση δίνει ο Καθηγητής μικροβιακής Οικολογίας Υδάτινου Περιβάλλοντος στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Κωνσταντίνος Κορμάς, στον ιστότοπο Dnews .
Ειδικότερα, την εκτίμησή του ότι τα ψάρια που εισήλθαν στην τάφρο αποστράγγισης ήταν ήδη νεκρά, εκφράζε o Καθηγητής μικροβιακής Οικολογίας Υδάτινου Περιβάλλοντος στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Κωνσταντίνος Κορμάς. «Ή αλλιώς μήπως βρίσκονταν σε κατάσταση στρες ώστε να μην μπορούν να κολυμπήσουν κόντρα στη ροή της τάφρου;», διερωτάται.
Όπως λέει ο ίδιος, καθώς το θυρόφραγμα είναι ανοιχτό από τότε που ξέσπασε η κακοκαιρία Ντάνιελ-άλλωστε μάλλον κανένας και ποτέ δεν διαχειρίστηκε τη λειτουργία του θυροφράγματος με σωστό τρόπο και σε όλες τις δειγματοληψίες του εργαστηρίου του ήταν πάντα ανοιχτό-τα ψάρια θα έπρεπε να είχαν διοχετευτεί στον Παγασητικό από τις πρώτες κιόλας εβδομάδες μετά την καταστροφή.
«Τα ζωντανά ψάρια φαίνεται ότι για όλους αυτούς τους μήνες μπορούσαν και απέφευγαν την παράσυρσή τους στο θυρόφραγμα, αλλά εδώ και λίγες μέρες αυτό δε αποφεύχθηκε, μάλλον γιατί ήταν ήδη νεκρά ή γιατί δεν μπορούσαν να κολυμπήσουν από άγνωστες ακόμη αιτίες. Τα ψάρια δεν είναι ούτε αυτοκτονικά ούτε πάνε στον Παγασητικό για… διακοπές!», σχολιάζει χαρακτηριστικά ο καθηγητής, επαναφέροντας το ζήτημα της Κάρλας, που σύμφωνα με τον ίδιο απαιτεί μια διεπιστημονική προσέγγιση.

«Το θέμα της Κάρλας είναι χρόνιο και δεν επιλύεται με έκτακτες δημοσιογραφικές προσεγγίσεις και μόνο!», επισημαίνει ο Έλληνας επιστήμονας και συνεχίζει: «Η δημοσιογραφική έρευνα σε περιβαλλοντικά ζητήματα και μάλιστα, σε περιβαλλοντικές καταστροφές, πρέπει να επικυρώνεται από επιστημονικά δεδομένα που σχεδόν πάντα απαιτούν τη συνεργασία πολλών επιστημονικών ειδικοτήτων».
Σύμφωνα με τον ίδιο, η Κάρλα είναι ένα από τα περισσότερο καλομελετημένα υδατικά οικοσυστήματα στη χώρα μας, με τουλάχιστον 67 δημοσιευμένες σε έγκριτα επιστημονικά περιοδικά εργασίες από το 1956 μέχρι σήμερα, που αφορούν την ίδια τη λίμνη καθώς και τη λεκάνη απορροής της. Μάλιστα, οι 64 από αυτές τις δημοσιεύσεις προέκυψαν μέσα από μελέτες που διενεργήθηκαν από το 2011 και μετά και συγκεκριμένα από τότε που ξεκίνησε το γέμισμα του ταμιευτήρα.
«Δεκατρείς από αυτές τις μελέτες πραγματοποιήθηκαν από την ερευνητική ομάδα μας, με χρηματοδότηση από το Κοινωφελές Ίδρυμα Ιωάννη Σ. Λάτση και με αυτοχρηματοδότηση και εστιάζουν στο τεράστιο και μόνιμο πρόβλημα της λίμνης: στους τοξικούς μικροοργανισμούς που έχουν σχετιστεί με μαζικούς θανάτους ψαριών αλλά ακόμη και με θανάτους προστατευόμενων ειδών όπως οι πελεκάνοι, οι οποίοι δεν είχαν αποφευχθεί ακόμη και όταν λειτουργούσε ο φορέας διαχείρισης», προσθέτει ο καθηγητής Κορμάς.
Ο ίδιος εφιστά την προσοχή σε ανοιχτά ζητήματα σχετικά με το θέμα των νεκρών ψαριών στο Παγασητικού: «Αν ήταν θέμα υποξίας ή ανοξίας, αυτό μπορεί να επιβεβαιωθεί μόνο με επιτόπιες μετρήσεις και όχι με υποθέσεις, και τέτοια δεδομένα δεν έχουν αναφερθεί πουθενά. Επίσης, δεν παρακολουθούνται συστηματικά οι παράγοντες κινδύνου για την πανίδα-συμπεριλαμβανομένων των τοξικών ανθίσεων-στην Κάρλα και τον Παγασητικό, όπως ποτέ πριν δεν παρακολουθούνταν εξάλλου. Ξέρετε, εάν ψάχνω για κροκόδειλους στην Κάρλα, είναι βέβαιο ότι δεν θα τους βρω! Είναι διαφορετικό, λοιπόν το “δεν υπάρχουν” από το “δεν βρέθηκαν” κροκόδειλοι!», λέει ο καθηγητής.
Όπως εκτιμά ο ίδιος, το πόσο μικροβιακό φορτίο υπάρχει σε μια θανατοκοινωνία όπως αυτή των νεκρών ψαριών του Βόλου, δεν έχει και πολύ νόημα στην παρούσα κατάσταση, αφού σε κάθε νεκροβίωμα υπάρχουν συγκεκριμένοι μικροοργανισμοί αποδομητές της οργανικής ύλης. Ωστόσο, επειδή αυτή η αποδόμηση είναι πιθανόν να ευνοήσει την αύξηση παθογόνων μικροοργανισμών, κρίνεται απαραίτητη η απομάκρυνση και ορθή υγειονομική διαχείριση των νεκρών ψαριών.
«Εάν η νεκρή βιομάζα παραμείνει στη θάλασσα, η αποδόμηση της θα καταναλώσει απότομα το διαλυμένο οξυγόνο με σχεδόν καταστροφικές συνέπειες για το θαλάσσιο οικοσύστημα. Και πάλι απαιτούνται φυσικά σχετικές επιτόπιες και συστηματικές επιστημονικές μετρήσεις», καταλήγει ο Έλληνας ερευνητής.