Η μουσική, ο χορός και η γυμναστική στον αρχαίο ελληνικό κόσμο

Πολιτισμός
Η μουσική, ο χορός και η γυμναστική στον αρχαίο ελληνικό κόσμο

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Άρθρο της Αικατερίνης Ταμιωλάκη για την Παγκόσμια Ημέρα Χορού

Η μουσική, ο χορός και η γυμναστική ήταν φορείς αγωγής και παιδείας στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Ο αρχαίος Έλληνας ορχείται και γυμνάζεται συστηματικά, αναγκαία μεν στη νεαρή ηλικία αλλά κατ’ επανάληψη σε όλη τη ζωή του.

Η όρχηση με την τρισυπόστατη ύπαρξή της (ποίηση, μουσική, κίνηση), που ανάγεται στην κρητομυκηναϊκή εποχή (από τον 15ο και 13ο αιώνα π.Χ.) αποτελούσε ένα είδος τέχνης, που κατείχε περίοπτη θέση στις γιορτές, στις δημόσιες τελετές και λατρευτικές και θρησκευτικές λειτουργίες των αρχαίων Ελλήνων, καθώς το θεωρούσαν δώρο των θεών και το είχαν σε μεγάλη εκτίμηση.

Στην αρχαία Ελλάδα ο χορός ήταν επικοινωνιακό μέσον, ένα είδος γλωσσικού κώδικα, ο οποίος εμπεριείχε στοιχεία λεκτικής και μη λεκτικής επικοινωνίας (Grau & Wierre-Gore, 2005). Επί παραδείγματι, στοιχεία λεκτικής επικοινωνίας είναι τα ονόματα των χορών [σίκιννις, κόρδαξ (Montanari, 2013)] και τα επιφωνήματα ενώ στοιχεία μη λεκτικής επικοινωνίας είναι οι κινήσεις, οι χειρονομίες, τα βήματα και η διάταξη των χορευτών στον χώρο ανά σχήματα (Παυλίνης, 1930). Κάθε κίνηση, κάθε βήμα της όρχησης εκφράζει μία η περισσότερες σημασίες. Εκφράζει αγάπη και χαρά για τη ζωή και τη φύση, η οποία βελτιώνει τον άνθρωπο σωματικά και πνευματικά, εφόσον πλημμυρίζει τη ζωή του.

Η όρχηση ήταν στενά συνυφασμένη με τις λειτουργίες της πόλης, με τις κοινωνικές και θρησκευτικές ανάγκες των πολιτών. Εξέφραζε κοινωνικούς, θρησκευτικούς και πολιτικούς σκοπούς. Με τα άλματα εις ύψος, για παράδειγμα, οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πως μεγάλωναν τα φυτά και ότι αυτό ήταν ένα σημείο της αφθονίας των αγαθών της γης. Επιπλέον πριν τη μάχη οι ζωηρές κινήσεις σε συνδυασμό με προκλήσεις και επιφωνήματα αποσκοπούσαν στη μείωση του ηθικού του εχθρού. Παράλληλα ενισχυόταν το ηθικό του ορχηστή-οπλίτη, ο οποίος χόρευε τον πυρρίχιο (Montanari, 2013) και με τα βήματα προσπαθούσε να δώσει θάρρος στον εαυτό του, με σκοπό να προετοιμαστεί ψυχολογικά για τη μάχη. Η όρχηση δηλαδή ήταν και ένα είδος γυμναστικής η οποία ενίσχυε την αυτοπεποίθηση, την σωματική δύναμη και τις δεξιότητες του ανθρώπου. Ο Σωκράτης συνήθιζε να γυμνάζεται ορχούμενος, ενώ ο Πλάτωνας διέκρινε τη γυμναστική σε όρχηση και πάλη.

Η όρχηση δεν αποτελούσε, επομένως, μόνο βασικό στοιχείο αγωγής και μέσο κοινωνικοποίησης του νέου, αλλά και τρόπο διάπλασης του σώματος, που συγχρόνως συντελούσε στην τέρψη και την πνευματική εξύψωση, τόσο στην ιδιωτική όσο και στη δημόσια ζωή.

Σε θρησκευτικό επίπεδο, η επιτέλεση συγκεκριμένων κινήσεων και χειρονομιών εδραίωνε την όρχηση ως λατρευτικό ή θεραπευτικό χορό, ανάλογα με την περίπτωση, ο οποίος υποβοηθούσε στην επικοινωνία του ανθρώπου με το θείο, στην κατάπαυση της μήνις του θεού, στην επίδειξη της ευμένειάς του και στην επίκληση της παρουσίας του, με την αναπαράσταση επεισοδίων του μύθου που αναφέρονται σε αυτόν.

Σύμφωνα με τη Scott-Billmann (1997) η συμβολή της όρχησης είναι ολόπλευρη και γι’αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί είτε ως θεραπευτικό είτε ως διδακτικό μέσο στην εκπαίδευση, καθότι α) σε κοινωνικό επίπεδο πραγματώνεται ομαδικά, δημιουργώντας διαπροσωπικές σχέσεις και κατά συνέπεια διαπροσωπικές ανταλλαγές, β) σε φυσικό επίπεδο κινεί το σώμα, προϋποθέτοντας πραγματική μυϊκή ανάλωση, γ) σε διανοητικό επίπεδο θέτει σε λειτουργία το νου, στοχεύοντας πέρα από την απλή ελεύθερη εκτόνωση (εκμάθηση, απομνημόνευση, δημιουργία σχημάτων, παιχνίδι συνδυασμού αυτών των σχημάτων, κατανόηση των κανόνων, ασκήσεις κυριαρχίας και ελέγχου) και δ) σε ψυχικό επίπεδο καθιστά μία γλώσσα, μέσω της οποίας ο χορευτής εκφράζεται και καταλήγει σε μία δημιουργία που τον χαρακτηρίζει και τον εκπροσωπεί στην πορεία της προσωπικής αλλαγής του (Karkou, 2012).

Επιπρόσθετα, η όρχηση αποβλέπει στη δυναμικότητα του ρυθμού, στην απλότητα των κινήσεων, στην επανάληψη σχημάτων ή κινήσεων, στη σχέση με το έδαφος, στη χρήση κωδικοποιημένων κινήσεων, στη σημαντικότητα της ομάδας, στη βελτίωση της γλωσσικής συνειδητότητας (linguistic awareness), της λεκτικής και μη λεκτικής επικοινωνίας (Birdwhistell, 1952), στην εκμάθηση του λεξιλογίου της Αρχαίας Ελληνικής με βιωματικό τρόπο, στην βελτίωση των επικοινωνιακών λειτουργιών της γλώσσας και στην ανάπτυξη της ιδέας του Birdwhistell, κατά την οποία «ο πολιτισμός είναι επικοινωνία και η επικοινωνία πολιτισμός» (οπ. αναφ. στο Flaitz, 1988: 56) και ότι αυτός διαμορφώνει μέσα στον χρόνο ένα δίκτυο λεκτικής και μη λεκτικής επικοινωνίας, μέσα στο οποίο υπάρχουν γλωσσικά, παραγλωσσικά και πολιτισμικά στοιχεία (λέξεις, χορευτικές κινήσεις, χειρονομίες και ιδέες) που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως θεραπευτικά μέσα.

Εν κατακλείδι, η όρχηση αποτελεί την βάση του σημερινού ελληνικού λαϊκού και παραδοσιακού χορού. Βάσει της εθνογραφικής θεώρησης, ο σημερινός ελληνικός χορός είναι ένα «πολιτισμικό υπόλειμμα» (cultural relict), η εξέλιξη δηλαδή της όρχησης, διατηρώντας κάποια στοιχεία (κινήσεις, χειρονομίες), τα οποία δείχνουν την αρχαιοελληνική καταγωγή των ελληνικών χορών.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

Karkou, V. (2012). Aspects of Theory and Practice in Dance Movement Psychotherapy in the UK: Similarities and Differences from Music Therapy. Oxford: Oxford University Press.

Montanari, Fr. (2013).  Σύγχρονο Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (σσ.1189, 1878, 1926).  Αθήνα: Εκδόσεις Παπαδήμα.

Scott-Billmann, Fr. (1997). Όταν ο χορός θεραπεύει: η θεραπευτική λειτουργία του χορού: ανθρωπολογική προσέγγιση (σσ.302). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

*Η Αικατερίνη Ταμιωλάκη είναι Καθηγήτρια Φυσικής Αγωγής, MSc, El. Certified Labanotation Notator, Χορογράφου διεθνούς project Φυσικής Αγωγής, Μέλους του International Dance Council (CID), Μέλους της Ελληνικής Επιστημονικής Εταιρείας Χορού (ΕΛΕΠΕΧ)

φωτογραφία ΙΝΤΙΜΕ

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News