Οι εμφύλιοι πόλεμοι μέσα στην Επανάσταση του ’21 - Η άλλη όψη της εθνικής ολοκλήρωσης

Κρήτη
Οι εμφύλιοι πόλεμοι μέσα στην Επανάσταση του ’21 - Η άλλη όψη της εθνικής ολοκλήρωσης

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Οι δύο αιματηρές συγκρούσεις και οι πολιτικές κρίσεις που σημάδεψαν τον αγώνα για απελευθέρωση

Μια άκρως διαφωτιστική συνέντευξη για τους δύο εμφύλιους πόλεμους που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της επαναστατικής πράξης έδωσε η Κωνσταντίνα Μπότσιου, η οποία είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια και διευθύντρια του Κέντρου Ελληνικής και Διεθνούς Ιστορίας (ΚΕΔΙΣ) στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.

Η κ. Μπότσιου αρχικά επισήμανε πως η Επανάσταση στόχευε στην ίδρυση ενός «ανεξάρτητου κράτους με φιλελεύθερους θεσμούς, με ό,τι σήμαινε αυτό τον 19ο αιώνα». Μίλησε δε για τους δύο εμφυλίους πολέμους. Ο πρώτος, όπως ανέφερε, ξεκίνησε «στα μέσα του 1823 και έγινε στρατιωτική σύγκρουση τον Ιανουάριο του 1824», που είχε ως αντίπαλα στρατόπεδα τους στρατιωτικούς (ή "δημοκρατικούς") με τους πολιτικούς (ή "αριστοκρατικούς"), ενώ «στη δεύτερη φάση (ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος πραγματοποιήθηκε από τον Ιούλιο έως τον Δεκέμβριο του 1824), οι Πελοποννήσιοι πολιτικοί και στρατιωτικοί μαζί συγκρούστηκαν με τους μη Πελοποννήσιους, κυρίως τους Υδραίους και τους Ρουμελιώτες».

Μεταξύ άλλων, η κ. Μπότσιου αναφέρθηκε και στους δύο πρωταγωνιστές των εμφύλιων πολέμων, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, κάνοντας σαφή τα ιδιαίτερα γνωρίσματά τους. Στο ερώτημα γιατί ο μέσος άνθρωπος αναγνωρίζει τη σπουδαιότητα της προσωπικότητας του Κολοκοτρώνη και όχι του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, απαντάει πως η Επανάσταση του 1821 είναι "καρφιτσωμένη" στη συλλογική μνήμη ως ένα στρατιωτικό γεγονός, αποσιωπώντας τις πολιτικές και διπλωματικές προεκτάσεις της. Μεταξύ άλλων, η καθηγήτρια Διεθνούς Ιστορίας αναφέρει πως «ο Κολοκοτρώνης θεωρείται το αρχέτυπο του ήρωα, ενώ ο Μαυροκορδάτος το αρχέτυπο του "άκαπνου" πολιτικού που τρεφόταν από τις νίκες των άλλων».

* Ήταν μια φιλελεύθερη επανάσταση εκείνη που έλαβε χώρα στον ελλαδικό χώρο το 1821, όπως πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν (π.χ. Χαλκιαδάκης Εμμ.); Και, κατά δεύτερον, ποια ήταν η κοινωνική διαστρωμάτωση της προεπαναστατικής Ελλάδας;

«Πρωταρχικός στόχος των Ελλήνων στην Επανάσταση ήταν να ιδρύσουν ανεξάρτητο κράτος με φιλελεύθερους θεσμούς, με ό,τι αυτό σήμαινε τον 19ο αιώνα.

Ο φιλελευθερισμός ήταν δύναμη δίδυμη του εθνικισμού, με κοινή αφετηρία τα προτάγματα της Αμερικανικής και της Γαλλικής Επανάστασης. Ο εθνικισμός ήταν έκδηλος στην επιδίωξη ίδρυσης ανεξάρτητου κράτους που θα ενσωμάτωνε ολόκληρο το έθνος - αρχικά με την ευρεία έννοια του ορθόδοξου μιλέτ (βλ. το όραμα του Ρήγα Φεραίου για μια ελληνική αυτοκρατορία). Ο φιλελευθερισμός εκφραζόταν με τον στόχο της ισονομίας και της συμμετοχής όλων των πολιτών στο πολιτικό "γίγνεσθαι", όπως αποτυπώθηκε στα λεγόμενα "επαναστατικά συντάγματα" (1822, 1823, 1827). Παρότι στην ελληνική περίπτωση η εθνική ταυτότητα συνδέθηκε με το χριστιανικό θρήσκευμα, οι φιλελεύθερες ιδέες εμπεριείχαν τάσεις απεξάρτησης από την Εκκλησία, όπως φάνηκε αργότερα στην απήχηση της ανακήρυξης της αυτοκεφαλίας επί Όθωνα. Απουσίαζε, όμως, ο διάχυτος αντικληρικαλισμός που διαπότισε τα περισσότερα ευρωπαϊκά εθνικιστικά και φιλελεύθερα κινήματα.

Για να πετύχουν τους στόχους τους, οι Έλληνες οργάνωσαν την επανάσταση γύρω από τη συνεργασία ετερόκλητων ομάδων που είχαν συχνά αντιτιθέμενα συμφέροντα. Συνένωσαν δυνάμεις οπλαρχηγοί, κλεφταρματολοί, καπεταναίοι, Φαναριώτες, προύχοντες, έμποροι, λόγιοι, απλοί χωρικοί και κληρικοί. Αξιοποίησαν τις πολιτικές διασυνδέσεις της διασποράς, κινητοποίησαν τους υπόλοιπους βαλκανικούς λαούς σε παράλληλες εξεγέρσεις, συγκέντρωσαν τεράστιους οικονομικούς πόρους που είχε ανάγκη ο Αγώνας (δωρεές, φόρους, εράνους, λάφυρα κ.λπ.) και ενεργοποίησαν τη διεθνή κοινή γνώμη να παρενοχλεί τις Μεγάλες Δυνάμεις και την Υψηλή Πύλη (φιλελληνισμός). Προπάντων, εκμεταλλεύτηκαν τους ανταγωνισμούς των Μεγάλων Δυνάμεων στο Ανατολικό Ζήτημα, ιδίως μεταξύ Ρωσίας και Βρετανίας».

* Στη μέση της επαναστατικής πράξης πραγματοποιούνται δύο εμφύλιοι πόλεμοι, όπως μαθαίνουμε από τα σχολικά εγχειρίδια. Μπορείτε να μας δώσετε το χρονοδιάγραμμα πότε ξεκινάει ο κάθε εμφύλιος πόλεμος και ποια είναι τα αντίπαλα στρατόπεδα; Αλλά και ποιος από τους δύο εμφυλίους είναι πιο κρίσιμος;

«Συμβαίνει συχνά οι εθνικοί αγώνες να συνοδεύονται από εσωτερικές συγκρούσεις. Οι λεγόμενοι "εμφύλιοι πόλεμοι των ετών 1823-1824" υπήρξαν η άλλη όψη της ελληνικής εθνικής ολοκλήρωσης. Και δεν ήταν οι τελευταίοι, μιας και η εθνική ολοκλήρωση διήρκεσε πάνω από έναν αιώνα.

Τα δύο πρώτα χρόνια της Επανάστασης οι αντιθέσεις πέρασαν σε δεύτερη μοίρα. Μετά τις μεγάλες νίκες του 1821-22, πολλοί Έλληνες πίστεψαν ότι πλησίαζε η εκπλήρωση του στόχου της ανεξαρτησίας. Τότε άρχισαν να αναδύονται προϋπάρχουσες διαφορές, οι οποίες και αφορούσαν τη νομή της εξουσίας.

Ο πρώτος εμφύλιος εκδηλώθηκε ως πολιτική αντιπαράθεση στα μέσα του 1823 και έγινε στρατιωτική σύγκρουση τον Ιανουάριο του 1824. Διήρκεσε μέχρι τον Ιούνιο του 1824 φέρνοντας σε σύγκρουση στρατιωτικούς (ή "δημοκρατικούς") με τους πολιτικούς (ή "αριστοκρατικούς"). Στη δεύτερη φάση, από τον Ιούλιο έως τον Δεκέμβριο του 1824, οι Πελοποννήσιοι πολιτικοί και στρατιωτικοί μαζί συγκρούστηκαν με τους μη Πελοποννήσιους, κυρίως τους Υδραίους και τους Ρουμελιώτες. Ο πρώτος εμφύλιος έληξε το καλοκαίρι του 1824 συμβιβαστικά. Ο Κουντουριώτης αμνήστευσε τους "αντιπατριώτες" της αντίπαλης φατρίας. Αλλά οι Πελοποννήσιοι προύχοντες, που τον είχαν πλαισιώσει, έδωσαν στην αντιπαράθεση τοπικιστικό χαρακτήρα: Επέμειναν να μην ελέγξουν τον Μοριά μη Πελοποννήσιοι με το να μην παραδοθούν σημαντικά φρούρια, ιδιαίτερα το Ναύπλιο, στην κυβέρνηση των πολιτικών, όπως απαιτούσαν οι Υδραίοι.

Ο δεύτερος εμφύλιος έληξε με τη δίωξη και υποταγή των Πελοποννησίων. Οι "πολιτικοί", όπως ήταν κατεξοχήν ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, οι Κουντουριώτηδες, ο αρχηγός των γαλλόφιλων Ιωάννης Κωλέττης και άλλοι πίστευαν ότι ο πόλεμος ήταν πρωτίστως πολιτική στρατιωτική υπόθεση. Επιδίωξαν να μειώσουν την ισχύ των κορυφαίων οπλαρχηγών, όπως ο Κολοκοτρώνης, ο Ανδρούτσος, ο Καραϊσκάκης, ο Νικηταράς κ.ά. Εξύψωσαν με τεχνητές προαγωγές αφανείς οπλαρχηγούς της Ρούμελης ("παλικάρια") με τη μεσιτεία του Κωλέττη και με τα χρήματα των δύο πρώτων εξωτερικών δανείων από την Αγγλία. Στο τέλος του δεύτερου εμφυλίου οι Ρουμελιώτες λεηλάτησαν απηνώς την Πελοπόννησο πριν το (ξανα)κάνει ο Ιμπραήμ το 1825-27.

Οι "πολιτικοί" επέμεναν, επίσης, στην ανάγκη συγκεντρωτικής διοίκησης της Επανάστασης. Οι προύχοντες της Πελοποννήσου είχαν άλλη νοοτροπία. Είχαν συνηθίσει να "τα βρίσκουν" στο πλαίσιο μιας ολιγαρχικής ισορροπίας δυνάμεων. Αυτή η παράδοση δημιουργούσε μια έντονη τοπικότητα. Κομβικοί σύμμαχοι του Κουντουριώτη και του Μαυροκορδάτου στον πρώτο εμφύλιο, όπως ο Λόντος και ο Ζαΐμης, έφτασαν στο σημείο να ζητήσουν την προστασία του Κολοκοτρώνη για να ξεφύγουν από τις διώξεις των πρώην συμμάχων τους. Ζήτησαν άσυλο στη Δυτική Ρούμελη, ενώ ο Κανέλλος Δεληγιάννης και ο συμπέθερός του πια Κολοκοτρώνης παραδόθηκαν στους πολιτικούς τους αντιπάλους που επικράτησαν.

Υπήρχαν και ιδιοτελή οικονομικά ελατήρια. Η Επανάσταση ήταν και μια "επιχείρηση". Οι αρχηγοί μοίραζαν λάφυρα, διένειμαν γαίες, εισέπρατταν φόρους, έκαναν ανακατανομή των εθνικών γαιών και ελάμβαναν εξωτερικά δάνεια. Οι Υδραίοι είχαν πολύ μεγάλη οικονομική δύναμη χάρη στον Κουντουριώτη και ήλεγχαν μέσω της είσπραξης φόρων τα περισσότερα νησιά γύρω τους. Ήθελαν να διατηρήσουν αυτή τη δύναμη και, όπως έλεγαν, να μην αφήσουν λίγες οικογένειες του Μοριά να ελέγχουν την Ελλάδα. Ο Κουντουριώτης διέθεσε πολλά χρήματα στον Αγώνα, αλλά και στις πολιτικές του επιδιώξεις, στηρίζοντας την κυβέρνηση των πολιτικών με επικεφαλής τον αδελφό του Γεώργιο.

Στο τέλος των εμφύλιων πολέμων επικράτησε η αγγλόφιλη μερίδα και μειώθηκε ο ρόλος των ρωσόφιλων, ιδιαίτερα του Δημητρίου Υψηλάντη, του οποίου η πολιτική επιρροή πρακτικά εξαφανίστηκε. Η αγγλική πρωτοκαθεδρία έλαβε και επίσημη μορφή με τη λεγόμενη "Πράξη υποτέλειας" του 1825. Η γαλλόφιλη φατρία συνεργάστηκε με τους νικητές για να επιβιώσει μέσα από την ισορροπία δυνάμεων».

* Την ίδια στιγμή που συμβαίνουν οι εμφύλιοι πόλεμοι, η Οθωμανική Αυτοκρατορία σε τι κατάσταση βρίσκεται;

«Το 1824-25 αποβιβάστηκαν οι δυνάμεις του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο. Οι επιδρομές του στόλου του είχαν ξεκινήσει εν μέσω των εμφυλίων. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία βρήκε ευκαιρία να χτυπήσει καίριες βάσεις της ελληνικής άμυνας. Η καταστροφή της Κάσου και των Ψαρών και η ανελέητη σφαγή των κατοίκων τους, τον Μάιο και τον Ιούνιο του 1824, αντίστοιχα, είχε καταρρίψει δύο "φρούρια" που αναχαίτιζαν τις προσπάθειες της Υψηλής Πύλης να αποστείλει στρατιωτικές ενισχύσεις στην Πελοπόννησο. Για δυόμισι περίπου χρόνια οι τουρκοαιγυπτιακές δυνάμεις λεηλατούσαν την Πελοπόννησο και ανακατέλαβαν πολλά από τα εδάφη που είχαν κερδίσει οι Έλληνες.

Το 1825-26 η κυβέρνηση κάλεσε τον Κολοκοτρώνη να οργανώσει πάλι τον στρατό. Το έκανε με τη ζωτικότητα που τον χαρακτήριζε, παρότι τον είχε τσακίσει η ήττα στον εμφύλιο και προπάντων η δολοφονία τού γιου του Πάνου, τον Νοέμβριο του 1824. Οργάνωσε ξανά αντάρτικα σώματα, αλλά και τακτικές δυνάμεις, γιατί τα τουρκοαιγυπτιακά στρατεύματα χρησιμοποιούσαν και τα δύο αυτά "όπλα", με τον Ιμπραήμ να ελέγχει το Μοριά και τον Κιουταχή τη Ρούμελη.

Οι ελληνικοί εμφύλιοι ενέτειναν την αδιαλλαξία του σουλτάνου απέναντι στους επαναστάτες αλλά και στις Μεγάλες Δυνάμεις. Σκόπευε πλέον να συντρίψει παραδειγματικά τον Αγώνα, απορρίπτοντας σχέδια συμβιβασμού και διαμεσολάβησης. Από την ελληνική πλευρά, ακόμα και φανατικοί οπαδοί της ανεξαρτησίας έφτασαν να αποδέχονται σαν συμβιβαστική λύση την αυτονομία. Ιδιαίτερα ξένιζε η στάση των αγγλόφιλων, καθώς η αυτονομία ήταν πάγιος στόχος της Ρωσίας που επιζητούσε να ιδρυθούν μικρά χριστιανικά κράτη στα Βαλκάνια. Ο τσάρος το είχε επιβεβαιώσει με το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης του 1826 (4 Απριλίου 1826), που προέβλεπε αυτονομία και φόρου υποτέλεια για μια "Ελλάδα" με ακαθόριστα σύνορα. Ο αγγλορωσικός ανταγωνισμός έσωσε το παιχνίδι. Η Έξοδος του Μεσολογγίου κινητοποίησε την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη και αναζωπύρωσε την Επανάσταση γύρω από το αίτημα "Ελευθερία ή Θάνατος". Κατά τη συνήθη πρακτική τους, οι Άγγλοι έσπευσαν να αντιπροτείνουν πιο γενναιόδωρες παραχωρήσεις προς τους Έλληνες με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου στις 6 Ιουλίου 1827, το οποίο επανέλαβε και επέκτεινε το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης της 4ης Απριλίου 1826. Παρά την ασάφειά του ως προς τη θεσμική υπόσταση και την επικράτεια του ελληνικού κράτους, που προβλεπόταν να δημιουργηθεί ως αυτόνομο και φόρου υποτελές στον σουλτάνο, αναγνώριζε στις Μεγάλες Δυνάμεις το δικαίωμα να παρέμβουν στρατιωτικά για να το επιβάλουν. Αυτό συνέβη με τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου (8/20 Οκτωβρίου 1827) μετά την απροθυμία του Ιμπραήμ να συμμορφωθεί με τις υποδείξεις τους».

ΟΙ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΤΩΝ ΕΜΦΥΛΙΩΝ

Η σύγκρουση Κολοκοτρώνη-Μαυροκορδάτου

* Ποια είναι τα χαρακτηριστικά των προσωπικοτήτων του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη;

«Μια σύγκρουση δεν αφορά μόνον ιδέες, αλλά και πρόσωπα. Τα πρόσωπα επηρεάζουν τη σφοδρότητα και την ποιότητα των συγκρούσεων. Όλοι οι πρωτεργάτες της Επανάστασης ενεπλάκησαν άμεσα ή έμμεσα στους εμφυλίους. Όμως, πρωταγωνιστές και στις δύο φάσεις ήταν ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Ήταν πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους.

Ο Κολοκοτρώνης ήταν 51 ετών όταν ξέσπασε η Επανάσταση. Μετά από πολύχρονη δράση ως αρματολός, πειρατής και πολεμιστής στο πλευρό της Ρωσίας - αργότερα της Βρετανίας στα Ιόνια Νησιά - έδωσε στους Οθωμανούς επίτηδες την εντύπωση ότι ήταν ένας ξοφλημένος ηλικιωμένος για να τον υποτιμήσουν και να μην τον κυνηγήσουν. Αναδείχθηκε στον κεντρικό στρατιωτικό ηγέτη της Επανάστασης. Ήταν μπαρουτοκαπνισμένος και δαφνοστεφανωμένος από περιφανείς νίκες στα δύο κρίσιμα πρώτα χρόνια του Αγώνα (π.χ. κατάληψη της Τριπολιτσάς, μάχη στα Δερβενάκια). Η στρατηγική ιδιοφυΐα του τον έκανε αγαπητό στον λαό, ενώ σιγά-σιγά κέρδισε τις συνειδήσεις και των προεστών, αφού συνέδεσαν την επιβίωσή τους με τις μάχες του.

Με φιλορωσική οικογενειακή παράδοση - ο πατέρας του είχε πολεμήσει γενναία στα ορλωφικά (1770-71) όταν γεννήθηκε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης - ενστερνιζόταν τις ρωσικές αντιλήψεις για την οργάνωση ενός συγκεντρωτικού κράτους υπό την προστασία του "ξανθού γένους από το Βορρά". Εξ ου και η ταύτισή του με πολλούς ρωσόφιλους κύκλους, π.χ. του Υψηλάντη και του Καποδίστρια, στον οποίο προσέφερε την αρχηγία στη διάρκεια των εμφυλίων σαν μια ενωτική λύση.

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης αναδείχθηκε στον κεντρικό στρατιωτικό ηγέτη της Επανάστασης.

Ο Κολοκοτρώνης είχε μια παραδοσιακή αντίληψη για τις σχέσεις τις οικογενειακές και τις φατριαστικές, χαρακτηριστικά μιας προνεωτερικής ταυτότητας. Η προσωπικότητά του και η πελοποννησιακή του κληρονομιά τον έκαναν συμβιβαστικό την ύστατη στιγμή, ακόμα κι αν υποβιβαζόταν συστηματικά από τους αντιπάλους του. Έσωσε σε πολλές περιπτώσεις την Επανάσταση από νέους εμφυλίους, παρόλο που άλλοι οπλαρχηγοί, που τον σέβονταν, σαν τον Ανδρούτσο, τον ενθάρρυναν να αντιδράσει πολύ πιο μαχητικά. Από την άλλη πλευρά, δε δίστασε να οδηγήσει τα πράγματα στα άκρα της στρατιωτικής σύγκρουσης όταν πίστευε ότι ο Μαυροκορδάτος και οι αγγλόφιλοι συνεργάτες του θα έθεταν στο περιθώριο τους πολεμιστές του και την πελοποννησιακή συνεννόηση.

Ο Μαυροκορδάτος βρισκόταν στον αντίποδα. Ήταν πολύ νεότερος από τον Κολοκοτρώνη όταν ξέσπασε η Επανάσταση, μόλις 30 ετών. Προερχόταν από "άλλο κόσμο": Ήταν μορφωμένος, ταλαντούχος, δικτυωμένος, ευγενής, με φαναριώτικη καταγωγή, ιδιαίτερα δεξιοτέχνης στη διπλωματία, αλλά και με μια έμφυτη τάση προς τη ραδιουργία. Θείος του ήταν ο Ιωάννης Καρατζάς, που το 1812 έγινε ηγεμόνας της Βλαχίας. Ο Μαυροκορδάτος εκπροσωπούσε κατά κάποιο τρόπο τη "φαναριώτικη" αριστοκρατική φλέβα της Επανάστασης. Έβλεπε ανταγωνιστικά τους Υψηλάντηδες και οι αντίπαλοί του τον αποκαλούσαν κοροϊδευτικά "ψευτοπρίγκιπα". Κατεξοχήν σε αυτόν οφείλεται, όμως, η ιδέα να προβληθεί η Ελληνική Επανάσταση σαν μια "εθνική" επανάσταση χριστιανών εναντίον μουσουλμάνων και όχι ριζοσπαστών εναντίον χριστιανών, όπως η Γαλλική, την οποία οι Ευρωπαίοι βασιλείς είχαν μόλις συντρίψει μετά από μακροχρόνιους πολέμους κατά του Ναπολέοντα. Η διπλωματική ευστροφία του Μαυροκορδάτου έπεισε τις Μεγάλες Δυνάμεις ότι δε θα αντιμετώπιζαν ένα άθεο ανατρεπτικό κίνημα σαν αυτά που ξεσπούσαν την ίδια εποχή στις ιταλικές πόλεις και στην Ισπανία. Συνειδητοποιώντας πλήρως τον ανταγωνισμό των Δυνάμεων, ο Μαυροκορδάτος στράφηκε εξαρχής περισσότερο στην αγγλική διπλωματία με επαφές, ήδη από την εποχή που βρισκόταν στα ιταλικά εδάφη.

Στυλοβάτες της μακροχρόνιας πολιτικής παρουσίας του Μαυροκορδάτου στην πολιτική σκηνή ήταν οι Κουντουριώτηδες. Ο Λάζαρος Κουντουριώτης τού άνοιξε τον δικό του ευρύ κύκλο γνωριμιών. Μέσω του γαμπρού του Ιωάννη Ορλάνδου δημιούργησε για τον Μαυροκορδάτο ως βάση δράσης το στρατηγικό Μεσολόγγι. Μαυροκορδάτος και Ορλάνδος εξασφάλισαν μαζί διά της Φιλελληνικής Επιτροπής του Λονδίνου τα δύο αγγλικά δάνεια του 1824 και 1825. Η Επιτροπή αποτελούταν από τους Ιωάννη Ορλάνδο, Ιωάννη Ζαΐμη και Ανδρέα Λουριώτη, αλλά τα νήματα κινούσε από το παρασκήνιο ο Μαυροκορδάτος».

ΜΕΡΙΔΙΟ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ

Ο ήρωας, ο πολιτικός και η δημόσια μνήμη

* Για ποιο λόγο ο Αλ. Μαυροκορδάτος είναι άγνωστος στους Έλληνες μαθητές, ενώ ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης έχει σχεδόν "αγιοποιηθεί" από την ελληνική κοινωνία; Τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη όλοι τον γνωρίζουμε. Δε νομίζω ο μέσος Έλληνας να γνωρίζει τόσο, όμως, τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο...

«Η Επανάσταση είναι "καρφιτσωμένη" στη δημόσια μνήμη κυρίως σαν στρατιωτικό γεγονός. Μικρότερο μερίδιο αναγνωρίζεται στις διπλωματικές, πολιτικές και οικονομικές ενέργειες που κέντρισαν το διεθνές ενδιαφέρον για την ανεξαρτησία. Ο Κολοκοτρώνης θεωρείται το αρχέτυπο του ήρωα, ενώ ο Μαυροκορδάτος το αρχέτυπο του "άκαπνου" πολιτικού που τρεφόταν από τις νίκες των άλλων. Ένας βασικός λόγος είναι το έλλειμμα γνώσης για πολλά κεφάλαια της Επανάστασης, μεταξύ αυτών και της συμβολής των πολιτικών και διπλωματών στην κατάκτηση της ανεξαρτησίας. Το ψυχολογικό υπόβαθρο συνδέεται με τις μακροχρόνιες πολεμικές προσπάθειες της Ελλάδας να πραγματώσει τη Μεγάλη Ιδέα. Ο πόλεμος και οι θυσίες άγγιζαν κάθε σπίτι, ενώ η πολιτική και η διπλωματία ήταν στοιχεία ξένα που προκαλούσαν καχυποψία. Επίσης, οι αποτυχίες της πολιτικής σε πολλές φάσεις του ανεξάρτητου βίου του κράτους και το απυρόβλητο όπου έμεναν οι στρατιωτικοί έκριναν αναδρομικά και τους πολιτικούς πρωταγωνιστές της Επανάστασης. Σήμερα, παρατηρείται η κίνηση του εκκρεμούς προς το άλλο άκρο: να εκθειάζεται ο Μαυροκορδάτος και να κατακρίνεται ο Κολοκοτρώνης. Η αλήθεια βρίσκεται στη μέση και πάντως η ανάγκη για συνεχή επανεξέταση των πηγών και των ερμηνειών μας δεν ανατρέπει ορισμένες βασικές διαφοροποιήσεις ανάμεσα στους χαρακτήρες».

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News