«Κι οι θάλασσες σωπαίνουν»: Το επιβλητικό μυθιστόρημα του Νίκου Ψιλάκη

Πολιτισμός
«Κι οι θάλασσες σωπαίνουν»: Το επιβλητικό μυθιστόρημα του Νίκου Ψιλάκη

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

...Η τύχη του συναισθήματος ως αισθητικού κατορθώματος εξαρτάται από το ταλέντο του συγγραφέα, αποκλειστικά.

Επιβλητικό είναι το νέο μυθιστόρημα του Νίκου Ψιλάκη, ο αφηγηματικός χρόνος του οποίου έχει αναδιαταχθεί νεωτερικά, αλλά πολύ καθαρά: Το κέντρο αποτελούν οι μήνες Μάιος και Ιούνιος του 1944, όταν πλησιάζει η αποχώρηση των Γερμανών από την Κρήτη (με εξημμένη την αγριότητά τους).

Του Μιχάλη Γ. Μερακλή*

Μετακίνηση προς τον μετέπειτα χρόνο, έως τον παρόντα, όπου μιλάει ο αφηγητής. Και προς το παρελθόν, δηλαδή πριν από τον χρόνο του 1944, στον οποίο διαδραματίστηκαν τα καίρια γεγονότα...

Η κίνηση προς το παρελθόν γίνεται για τη συνάντηση με προγενέστερα μέλη της οικογένειας του κεντρικού ήρωα, αλλά και με την παλαιότερη συλλογική ζωή του κρητικού ιδίως χωριού (όπου και ο σημαντικός ρόλος του καφενείου, σαν μια μινιατούρα έξοχα δοσμένη στην επική αυτή τοιχογραφία). Και τα σπίτια βέβαια ήσαν διαφορετικά, με τα δικά τους υποβλητικά στοιχεία: «Με τόσες φωτογραφίες ζωντανών και πεθαμένων στους τοίχους... όλοι νόμιζα πως μας κοίταζαν μέσα από τις γρίλιες του χρόνου, κι όπως αντανακλούσε πάνω τους το τρεμάμενο φως, γίνονταν ίσκιοι, κατέβαιναν από τις κορνίζες και περιφέρονταν - πλάνητες κι αυτοί - στον πλάνητα χρόνο». Ηλεκτρικό φως δεν υπήρχε ακόμα τότε, καλοκαίρι του 1964.

Αφηγητής είναι ο γιος του Ρούσσου Κομητά, ενός αγαθού, φιλήσυχου αγρότη, στον οποίο έγινε, μυστικά, σε μια κρίσιμη, γεμάτη κινδύνους περίσταση, η πρόταση να κρύψει από τους κατακτητές Γερμανούς μια νεαρή Εβραία. Μολονότι ο χαρακτήρας του δεν ήταν για τέτοια, το δέχτηκε σαν ένα, θα έλεγα, ηθικό χρέος.

Όταν οι Γερμανοί έφυγαν, οι δικοί του και οι συμπατριώτες του τον αναζητούν, όμως αυτός δε φαίνεται πουθενά. Όλοι πιστεύουν ότι δε ζει. Μόνο η γυναίκα του, έχοντας περάσει σ’ ένα στάδιο σκληρής εμμονής, πιστεύει πως εξάπαντος ζει και θα ’ρθει από τη θάλασσα. «Πέθανε περιμένοντας».

Ο αδελφός του Ρούσσου απευθύνεται με αλληλογραφία σε πολλούς, που είναι πολύ πιθανόν να βρέθηκαν μαζί του σε πλοίο με το οποίο οι Γερμανοί μετέφεραν Κρητικούς ομήρους, Ιταλούς αυτόμολους το 1943 (στην Κρήτη ήσαν στις ανατολικές ακτές) και τους Εβραίους που ζούσαν στο νησί. Το πλοίο βυθίστηκε, με αγγλική ρουκέτα, όπως εξακριβώθηκε αργότερα. Σώθηκαν μόνο μέλη του πληρώματος.

Ένας από τους αλληλογράφους του θείου Τηλέμαχου, Ιταλός που επέζησε, τον βεβαίωσε πως το πλοίο τορπιλίστηκε από το αγγλικό ναυτικό. «Εμείς, κύριε», του έγραφε, «είμαστε θύματα και των δύο αντιμαχόμενων πλευρών, Γερμανών και Συμμάχων». Κανένας πάντως δεν του είπε ότι ο Ρούσσος βρέθηκε μαζί με τους άλλους στο καράβι.

Το μυθιστόρημά του χαρακτηρίζει ο Ψιλάκης, ήδη στο εξώφυλλο, «ιστορικό». Και ασφαλώς είναι. Πριν από δεκαετίες, με αφορμή τη μυθιστοριογραφία του Σωκράτη Καψάσκη, ιδιαίτερα της δεκαετίας του 1980, είχα διατυπώσει ορισμένες παρατηρήσεις για την ιστορική-πολιτική πεζογραφία μας, την αφιερωμένη στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (και πριν από αυτόν στην περίοδο Μεταξά), τον Εμφύλιο.

Είχαν ήδη εμφανιστεί, λίγα στην αρχή, απομνημονεύματα αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, που, ιδιαίτερα μετά την Επταετία, έγιναν τόσα πολλά, ώστε μίλησα για την εμφάνιση ξανά ενός είδους ανάλογου προς εκείνο των Απομνημονευμάτων του Εικοσιένα (το οποίο, προσωπικά, χαρακτηρίζω επίσης ως λαϊκή λογοτεχνία).

Στη συνέχεια δίνονταν στη δημοσιότητα και ευθύτερα λογοτεχνικά έργα, στα οποία όμως το ασήκωτο βάρος των ιστορικών-πολιτικών συμβάντων ακόμα έντονα αποτυπωνόταν.

Αργότερα παρουσιάστηκε και μια ιστορικά μεν προσδιορισμένη πεζογραφία, αλλά όχι όπως πριν, ιδεολογικά, ίσως και διόλου, στρατευμένη. Τα πραγματικά, αντικειμενικά ρεαλιστικά συμβάντα που είχαν λάβει χώρα υπήρχαν. Αλλά ανιχνεύονταν μέσα σ’ αυτά τα ίδια δεδομένα, και διαθέσεις, αισθήματα, ψυχισμοί πιο σύνθετοι, που κανονικά πάντα υπήρχαν, αλλά οι δημιουργοί, άλλοτε υποσυνείδητα, καθ’ έξιν, άλλοτε ενσυνείδητα, ίσως και από προκαταλήψεις, ακόμα και από μιαν εκ παραδόσεως αντίληψη υποβάθμισης εν γένει του συναισθήματος, τα άφηναν έξω από τα έργα τους. Θα έλεγα ότι η κατάσταση αυτή δεν έχει αλλάξει. Η προσδοκία μου αυτή δεν εκπληρώθηκε, τουλάχιστον στον βαθμό που είχα φανταστεί.

Γι’ αυτό η χαρά μου ήταν μεγάλη όταν διάβασα το έργο αυτό του Ψιλάκη. Η ανθρωπολογική εισδοχή σ’ αυτό έδειξε ότι αυτή έχει κάνει θαυμαστά πράγματα, αν ο λογοτεχνικός δημιουργός παρατηρήσει εταστικά τον άνθρωπο, στις καλές αλλά και στις κακές, κυρίως, στιγμές του. Θαυμαστά πράγματα συμβαίνουν ανάμεσα στους Γερμανούς κατακτητές και τους κατακτημένους. Ασφαλώς τα θαυμαστά, τα “θαύματα”, δε συμβαίνουν συχνά, κάθε άλλο, αλλά συμβαίνουν. Για παράδειγμα ο ναζιστής αξιωματικός, μπροστά στη φρίκη της τερατωδίας αυτού του συστήματος, σε μιαν έσχατη ώρα, αντιλαμβάνεται πως το σύστημά του την είχε περάσει ως υψηλήν ιδέα. Και επιδιώκει να σώσει, μαζί και με άλλους, μια νέα Εβραία από τον θάνατο.

Έξοχη γλώσσα

Το ταλέντο του συγγραφέα

Η τύχη του συναισθήματος ως αισθητικού κατορθώματος εξαρτάται από το ταλέντο του συγγραφέα, αποκλειστικά.

Μια ιδιαίτερη περίπτωση της λογοτεχνικής (ή όχι) αξίας του συναισθήματος είναι και η έντεχνη, στο βιβλίο, αποτίμηση των ηρώων με δεύτερο, τρίτο ρόλο. Οι ρόλοι τους αναδεικνύονται ισάξιοι, ισότιμοι με τους πρώτους. Και οι μικροί γίνονται μεγάλοι, αφού κατορθώνουν να μη φοβηθούν τους παντοδύναμους εχθρούς. Λέει κάπου ο γιος του Ρούσσου: «Μήτε μπορούσα να φανταστώ πως η μεγάλη ιστορία θα συναντούσε τόσο απρόσμενα τη μικρή». Δίνω και άλλη λέξη- “κλειδί”, που διευκολύνει, νομίζω, το βαθύτερο νόημα του βιβλίου: «ε, λοιπόν, ναι, είναι η γλώσσα των μικρών πραγμάτων [και των μικρών πλασμάτων, προσθέτω εγώ], αυτή που πρέπει να ξέρεις τη ζωή για να μπορέσεις να την καταλάβεις».

Συμμερίζομαι εξάλλου και αυτό που έχει πει ο ίδιος, ότι το παρελθόν είναι «αχαρτογράφητος τόπος». Πράγματι το έχουμε το παρελθόν αγνοήσει και λησμονήσει. Οι πιο πολλοί είναι ερωτευμένοι με την “πρόοδο” και το μέλλον.

Η γλώσσα του μυθιστορήματος είναι έξοχη. Άξια να την αγαπήσει ο αναγνώστης. Κι ας μιλάμε για ένα βιβλίο που αριθμεί 511 σελίδες!

* Ο Μιχάλης Μερακλής είναι ομ. καθηγητή Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News