Ο Ακάθιστος Ύμνος και η ιστορία του

Πολιτισμός
Ο Ακάθιστος Ύμνος και η ιστορία του

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Γέμισαν το απόγευμα της Παρασκευής οι ιεροί ναοί από πιστούς σε ολόκληρη τη χώρα για να παρακολουθήσουν και να συμμετάσχουν με κατάνυξη στην πρώτη στάση των Χαιρετισμών της Υπεραγίας Θεοτόκου

Οι Χαιρετισμοί που ακούγονται τις τέσσερις εβδομάδες και συγκεκριμένα την Παρασκευή κάθε εβδομάδας, της Μεγάλης Σαρακοστής, με την πέμπτη εβδομάδα να ακούγονται και οι 24 οίκοι και οι οποίοι συνθέτουν τον Ακάθιστο Ύμνο, τιμούν το σεπτό Πρόσωπο Της Παναγίας μας.

Ο μεγάλος σε έκταση και ιδιαίτερα πλούσιος σε θεολογικά νοήματα Ύμνος, που ψέλνετε ολόκληρος την πέμπτη εβδομάδα της Μεγάλης Σαρακτοστής, καθιερώθηκε να ακούγεται στους ιερούς ναούς στα μέσα του 7ου αιώνα, όταν βασιλιάς του Βυζαντίου ήταν ο Ηράκλειος.

Ο συγγραφέας του είναι άγνωστος, αν και πολλοί τον αποδίδουν στον Ρωμανό τον Μελωδό, που έζησε τον 6ο αιώνα.

Η αφορμή για να θεσπισθεί ο Ακάθιστος Ύμνος ως ακολουθία της Εκκλησίας (Χαιρετισμοί) στάθηκε η εκστρατεία του αυτοκράτορα Ηράκλειου εναντίον των Περσών.

Οι Πέρσες είχαν κυριαρχήσει σε πολλές περιοχές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μεταξύ των οποίων και η Παλαιστίνη. Από εκεί άρπαξαν τον Τίμιο Σταυρό και αιχμαλώτισαν πολλούς χριστιανούς, μεταξύ των οποίων και τον Πατριάρχη Ζαχαρία.

Έχοντας αρκετά οικονομικά προβλήματα ο αυτοκράτορας, βρήκε ως αφορμή την αρπαγή αυτή προκειμένου να εκστρατεύσει εναντίον του Πέρση βασιλιά Χοσρόη, με τον οποίο είχε κι άλλα προηγούμενα.

Στις μάχες που έγιναν ο βυζαντινός στρατός φάνηκε ότι θα έβγαινε νικητής στον πόλεμο αυτό.

Τότε ο Χοσρόης, για να δημιουργήσει αντιπερισπασμό στον Ηράκλειο, ήρθε σε συνεννόηση με έναν λαό που ζούσε στα βόρεια του Βυζαντίου. Έτσι οι Άβαροι, ένας λαός που δεν υπάρχει σήμερα, έστειλαν τα πλοία τους και τον στρατό τους και πολιόρκησαν την Κωνσταντινούπολη από ξηρά και θάλασσα.

Οι πολιορκημένοι υπερασπιστές της Πόλης στήριξαν την ελπίδα τους στην Θεοτόκο. Ο πατριάρχης Σέργιος πήρε την εικόνα της Παναγίας των Βλαχερνών και την περιέφερε στα τείχη, εμψυχώνοντας τους στρατιώτες.

Σύμφωνα με την παράδοση το όραμα της σεμνοφορεμένης γυναίκας, που βάδιζε ανάλαφρα στα τείχη, της Παναγίας, έκανε τους Αβάρους πρώτα να απορήσουν και μετά να φοβηθούν. Το ίδιο όραμα έδινε θάρρος στους υπερασπιστές της Πόλης.

Η πολιορκία λύθηκε, ενώ συγχρόνως στη θάλασσα σηκώθηκε μεγάλη τρικυμία και τα πλοία των Αβάρων καταποντίσθηκαν ή έπαθαν σοβαρές ζημιές.

 

Ο λαός, κλαίγοντας από χαρά για τη σωτηρία του έτρεξε στον ναό της Παναγίας των Βλαχερνών – που σώζεται μέχρι σήμερα – και με βαθιά κατάνυξη έψαλε όρθιος ύμνους προς την Υπέρμαχο Στρατηγό (δηλαδή την στρατηγό που πολέμησε στο πλευρό τους).

Μεταξύ αυτών πιο δημοφιλής υπήρξε ο ύμνος «Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια…», στον οποίο από τότε δόθηκε ο χαρακτηρισμός «Ακάθιστος». Είναι εγκωμιαστικός και ευχαριστήριος ύμνος και απευθύνεται στην Παναγία μας ως εξής: «Σε σένα Θεοτόκε, που είσαι η υπέρμαχος στρατηγός, επειδή λυτρώθηκα από τον φόβο των εχθρών, εγώ, η Πόλη σου, σου αφιερώνω τις τιμές της νίκης και σε ευχαριστώ που μας βοήθησες. Κι επειδή έχεις δύναμη που δεν μπορεί να νικηθεί, ελευθέρωσέ με από κάθε κίνδυνο, για να σου ψάλλω “Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε”».

Για την ιστορία, να προσθέσουμε ότι ο βυζαντινός στρατός νίκησε τους Πέρσες και έφερε τον Τίμιο Σταυρό πίσω, στα Ιεροσόλυμα, όπου υψώθηκε για δεύτερη φορά - μετά την ανεύρεσή του από την αγία Ελένη- γεγονότα τα οποία η Εκκλησία μας τιμά στις 14 Σεπτεμβρίου.

Ρωμανός ο Μελωδός: Ο μεγαλύτερος ποιητής του Βυζαντινού Αιώνα

Οι πληροφορίες για τον βίο του οσίου Ρωμανού δυστυχώς είναι λίγες. Έζησε ή τον 6ο αιώνα μ.Χ. επί του βασιλέως Αναστασίου του Α' ή κατά μία άλλη εκδοχή, τον 8ο αιώνα μ.Χ. επί τού βασιλέως Αναστασίου του Β'. Γεννήθηκε στην Έμεσα της Συρίας και σύμφωνα με ανώνυμο ύμνο ήταν εβραϊκής καταγωγής.

Αρχικά είχε χρηματίσει διάκονος στην εκκλησία της Βηρυτού. Κατόπιν μετέβηκε στην Κωνσταντινούπολη και έμεινε στα κελιά τού Ναού της Θεοτόκου.

Ο Ρωμανός είχε μέτρια παιδεία και το ποιητικό ταλέντο του ήταν ακόμα άγνωστο. Διεκατέχετο όμως από μία βαθιά πίστη στην σεπτή μνήμη της Παναγίας της Παρθένου και τακτικά παρακολουθούσε στον Ναό της Παναγίας των Βλαχερνών τις κατανυκτικές ολονυκτίες. Σε μία τέτοια, στην γιορτή των Χριστουγέννων, που παραβρέθηκε η ψυχή του γέμισε με κατάνυξη και όταν γύρισε στο κελί του είδε όνειρο την Παναγία να του προσφέρει ένα βιβλίο και να του λέει να το καταφάει. Ο Ρωμανός από την επίδραση τού ονείρου συνέθεσε για την γέννηση τού Χριστού το τροπάριο «Ἡ Παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει καὶ ἡ γῆ τὸ σπήλαιον τῷ ἀπροσίτω προσάγει..». Από την στιγμή αυτή η ποιητική επιφοίτηση του οσίου Ρωμανού έμεινε άσβεστη και αναδείχτηκε ο εξωχότερος και μεγαλύτερος μελωδός της Εκκλησίας μας.

Ο Ρωμανός έγραψε χίλιες περίπου συνθέσεις από τις όποιες διασώθηκε μόνο το ένα δέκατο. Πολυποίκιλα τα θέματά του. Ύμνησε όλους σχεδόν τους Αγίους και τις εορτές της Χριστιανικής Εκκλησίας. Ανεξάντλητος στις συλλήψεις και στον πλούτο ιδεών, γνωρίζοντας τον τρόπο να προσδίνει πρωτοτυπία ακόμη και στα πιο κοινά θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς θέματα. Το χωρίς χάρη πολλές φορές υλικό του (γεγονότα και βίος Αγίων) μπορούσε να το μετατρέψει σε ζωντανό δραματικό πίνακα. Τα πρόσωπα των Αγίων αλλά και της Παναγίας και του Χριστού παρουσιάζονται απόλυτα ζωντανά χωρίς τίποτα το νεκρικό ή απόκοσμο.

Η ποίηση του Ρωμανού του Μελωδού εκφράζει την ίδια την εποχή του, τους πόθους και τις ελπίδες εκείνων των ανθρώπων. Γι’ αυτό και το έργο του δεν εξετάζεται μόνο από Θρησκευτικής άποψης ή λογοτεχνικής αλλά και ιστορικής και λαογραφικής. Η γλώσσα του απλή, χωρίς στόμφους και όπου παρουσιάζεται ρητορική μακρολογία επειδή έτσι επιβαλλόταν από την ανάγκη των τότε λειτουργικών πλαισίων, αυτή γίνεται χωρίς να κουράζει. Γενικά οι φράσεις του περιέχουν μια πλαστικότητα, μεστή νοημάτων κατά μια άψογη τεχνική όπως παραδέχονται ειδικοί.

Ο διάσημος Γερμάνος βυζαντινολόγος καθηγητής Κρουμβάχερ, πλέκει το εγκώμιο του Ρωμανού. Η κριτική, λέει, ανακήρυξε τον Ρωμανό σαν τον μεγαλύτερο ποιητή του Βυζαντινού αιώνα, αληθινό Πίνδαρο αυτού. Κατείχε ανεξάντλητο πλούτο ιδεών, ανυπέρβλητη πλαστικότητα φράσεως, μεστή και δυνατή γλώσσα, θησαυρό αρμονίας ποικίλων και καλλιτεχνικών ρυθμών.

Ο Ρωμανός χρησιμοποίησε το ποιητικό εκείνο είδος πού λέγεται εκκλησιαστικός Ύμνος και του χάρισε την τελειότερη μορφή. Ο Ύμνος αποτελείται από το Κοντάκιον (προσόμοιον ή κουκούλιον), τους Οίκους και το Εφύμνιον και στηρίζεται πάνω στο νόμο της Ισοσυλλαβίας και ομοτονίας. Μαζί με το ποιητικό κείμενο συνέθετε ο ίδιος και τη μουσική ή έδενε το νέο ποίημα πάνω σε παλιότερη μουσική σύνθεση. Θεματικά τα έργα του αναφέρονται περισσότερο σε γεγονότα της ζωής του Χριστού και σε ιερά πρόσωπα της Γραφής, όπως και σε βίους άγιων. Το είδος αυτό της ποίησης κυριαρχεί και σήμερα στην εκκλησιαστική ποίηση.

Με πληροφορίες από pemptousia.gr και saint.gr

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News