Πρόκειται για το κύκνειο άσμα της δημιουργού, μια ταινία που προσεγγίστηκε πάντα υπό το πρίσμα ενός σκανδάλου, ενώ δέχτηκε μια ιδιάζουσα μορφή λογοκρισίας.
Ο κρητικής καταγωγής διευθυντής Φωτογραφίας της ταινίας Νίκος Σμαραγδής, σε συνέντευξη που μου είχε παραχωρήσει, ανέφερε: «Χτυπήθηκε τόσο πολύ αυτή η ταινία, ήταν τόσο αρνητικό το κλίμα που είχε δημιουργηθεί, ώστε βρεθήκαμε να μιλάμε στο δελτίο ειδήσεων του Mega για να υπερασπιζόμαστε το αυτονόητο. [..] Δεν ασχολιόταν κανείς με την ταινία παρά με το σκάνδαλο».
Σήμερα, αρκετά χρόνια μετά, δεχόμενοι ότι κάθε καλλιτεχνικό γεγονός αποκτά οντότητα όταν επικοινωνεί με το κοινό, θα επιλέξουμε την εστίαση στο καλλιτεχνικό έργο.
Στα «Χρόνια της Μεγάλης Ζέστης» η σκηνοθέτις μάς μεταφέρει σε ένα καλοκαιρινό παραθαλάσσιο τοπίο μιας απομονωμένης παραλίας. Εκεί ζει μόνη της η Ηλέκτρα, μια νεαρή γυναίκα που δε γνωρίζει το παρελθόν της και παραμένει σε αυτό το μέρος αναζητώντας τις ρίζες της. Έως ότου ένα κύμα καύσωνα, συνοδευόμενο από μια ανεξακρίβωτη μεταδιδόμενη νόσο, παραλύει τα πάντα. Τότε φτάνει στην παραλία ο Παύλος. Η μνήμη του Παύλου βρίσκεται σε σύγχυση λόγω της «μεγάλης ζέστης» και δεν αναγνωρίζει το γενέθλιο τόπο. Ο καύσωνας επιδεινώνεται επηρεάζοντας τους παραθεριστές.
Εντωμεταξύ, ένα ανεξήγητο ερωτικό πάθος ενώνει την Ηλέκτρα και τον Παύλο. Ώσπου, τη νύχτα της μεγάλης ζέστης, οι μνήμες ξεκαθαρίζουν, επιστρέφοντας στο παρελθόν, όταν μετά από ένα πανηγύρι στην παραλία είχε γίνει ένα φονικό. Ο πατέρας της Ηλέκτρας και του Παύλου σκότωσε τη μάνα τους και τον εραστή της, ενώ τα δύο μικρά παιδιά ήταν παρόντα.
Μέσα σε πλάνα λουσμένα στο ελληνικό φως, στα «Χρόνια της Μεγάλης Ζέστης» συναντάμε τη συναρμογή του λαϊκού και του μυθικού στοιχείου. Η αίσθηση ότι το κλίμα αλλάζει είναι διάχυτη. Η «μεγάλη ζέστη» συνδέεται άμεσα με τη σύγχρονη με την ταινία εποχή, αφού λίγα χρόνια πριν ένα κύμα καύσωνα είχε πλήξει την Ελλάδα, έχοντας ως αποτέλεσμα πολλούς νεκρούς.
Ωστόσο, ο ρόλος της «μεγάλης ζέστης» αποκτά εδώ μια συμβολική διάσταση, ρυθμίζοντας το περιβάλλον μέσα στο οποίο κινούνται οι ήρωες και επηρεάζοντας τη δράση τους. Παράλληλα, ο αρχαίος ελληνικός μύθος των Ατρειδών είναι παρών. Η σκηνοθέτις επιλέγει να απογυμνώσει την Ηλέκτρα και τον Ορέστη από το μυθολογικό τους φορτίο και επανασημασιοδοτεί το μύθο με τέτοιο τρόπο, ώστε να εκφράσει το σύγχρονο άνθρωπο. Οι ήρωες της Λιάππα είναι αθώοι. Η Ηλέκτρα και ο Παύλος δε διακατέχονται από το μίσος της εκδίκησης. Ο φόνος, που ως τώρα ήταν ο πυρήνας του μύθου, έχει συντελεστεί στο παρελθόν. Σε αντίθεση με προηγούμενες επανεγγραφές του μύθου, όπως στην «Ηλέκτρα» (1937) του Ζαν Ζιροντού, στις «Μύγες» (1943) του Ζαν Πολ Σαρτρ και στο έργο της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ «Ηλέκτρα» ή πέφτουν οι μάσκες (1954), το κέντρο βάρους μετατίθεται πέρα και μετά το φόνο, στη διαχείριση της τραυματικής μνήμης στο παρόν.
Ανεξάρτητα από τις πολλαπλές αναγνώσεις που επιδέχεται ένα κινηματογραφικό έργο για την οπτική σύλληψη του κόσμου που προσφέρει, η Λιάππα στα «Χρόνια της Μεγάλης Ζέστης» μίλησε για θέματα που θεωρούνταν ταμπού για τη συντηρητική κοινωνία της εποχής, και η τόλμη της αυτή αποδείχτηκε κρίσιμη για την πρόσληψη της ταινίας.
Περισσότερα για την ταινία θα λεχθούν με αφορμή την προβολή της, τη Δευτέρα 26 Μαρτίου, στις 9:30 μ.μ., στο κινηματοθέατρο «Αστόρια», από τη Νέα Κινηματογραφική Λέσχη Ηρακλείου.
* Η Λίζα Θεμελή είναι ιστορικός Κινηματογράφου.