default-image

Χωρίς ρεύμα μέχρι το 1968

Κρήτη
Χωρίς ρεύμα μέχρι το 1968

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ταχυδρομική Υπηρεσία λειτούργησε στην περιοχή μας επί Κρητικής Πολιτείας. Τότε ιδρύθηκε και το Ταχυδρομείο Βιάννου……  

Πρόσωπα, ονόματα, αγαπημένοι άνθρωποι, ιστορίες που άκουγα από τον πατέρα μου, σοκάκια που παίζαμε, βρύσες που πηγαίναμε με τα λαήνια για το νερό του σπιτιού, γεύσεις και αρώματα που ξεφυτρώνουν μέσα στη μνήμη βλέποντας μία φωτογραφία, σου διηγούνται τόσες μικρές και μεγάλες στιγμές από τα παιδικά σου χρόνια, σταμάτησαν μπροστά μου μέσα από τα κείμενα του καθηγητή Γιώργου Κονδυλάκη που δημοσιεύτηκαν στην ''Ηχώ της Βιάννου'' και αφορούν στην κάτω Βιάννο, με τον τίτλο:

''Κάτω Βιάννος - Ταξίδι στο Χρόνο''.

Το οδοιπορικό του καθηγητή μέσα στο χρόνο και στην ιστορία ενός χωριού που ακόμα και σήμερα βασανίζεται, ακόμα και σήμερα μοναχικά πορεύεται, είναι μοναδικό, ''φωνάζει'' για τις ευθύνες μας και τις ευθύνες της πολιτείας απέναντί του.

Μέρος 20ο

Ταχυδρομική Υπηρεσία λειτούργησε στην περιοχή μας επί Κρητικής Πολιτείας. Τότε ιδρύθηκε και το Ταχυδρομείο Βιάννου. Οι ταχυδρόμοι ήταν έφιπποι και το ταξίδι τους από τη Βιάννο μέχρι το Ηράκλειο, μέσω Καστελλίου, διαρκούσε 10 ώρες , μέχρι την Ιεράπετρα 6 ώρες και μέχρι τις Μοίρες 3 ώρες.

Από τη Βιάννο τα γράμματα από τους ξενιτεμένους έφερνε ο Ταχυδρόμος. Μετά την κατοχή ερχόταν με τα πόδια , ο Εμμανουήλ Σηφάκης , ο Ιωάννης Παπαδημητράκης με μια μηχανή, ο Απόστολος Παπαγιαννάκης και έφερναν την αλληλογραφία στο χωριό μας, αλλά και σε όλα τα γύρω χωριά.

Αργότερα ερχόταν ο Θεοδοσάκης Εμμ., ο Σταματουλάκης Εμμ. και άλλοι. Για οτιδήποτε άλλο χρειαζόταν οι κάτοικοι του χωριού, κατευθυνόταν στα διπλανά χωριά και ειδικότερα στα πιο κοντινά, τον Χόνδρο και την Περβόλα με τα οποία είχαν στενές σχέσεις και την Άνω Βιάννο, που ήταν μεγαλύτερο και έβρισκαν ότι ήθελαν.

Γενικά οι κάτοικοι προσπαθούσαν να παράγουν οι ίδιοι ότι χρειαζόταν αν και μεταξύ τους πολλές φορές έκαναν ανταλλαγή προϊόντων. Πωλούσαν και λίγο λάδι και με τα χρήματα που έπαιρναν αγόραζαν είδη ένδυσης ή άλλα είδη. Όμως είχαν μικρή εξάρτηση από χρήματα.

Μέχρι το 1968 ηλεκτρικό ρεύμα δεν υπήρχε στο χωριό. Φυσικά δεν υπήρχαν και ηλεκτρικές συσκευές. Οι κάτοικοι χρησιμοποιούσαν για φωτισμό λυχνάρια και αργότερα λάμπες πετρελαίου και λουξ.  Αντί για κουζίνα, είχαν το τζάκι και τα μαγειρικά σκεύη ήταν βασικά πήλινα. Υπήρχαν και μεταλλικά σκεύη τα οποία κατά καιρούς επιμετάλλωναν (γάνωναν) με κασσίτερο (καλάι) γιατί χαλούσαν, οξειδωνόταν εύκολα και ειδικά τα χάλκινα γινόταν επικίνδυνα για την υγεία τους.

Μετά την κατοχή, ήρθαν τα πρώτα ραδιόφωνα στα καφενεία, που λειτουργούσαν με μεγάλες μπαταρίες. Τηλέφωνο τοποθετήθηκε τότε στο καφενείο του Μιχαήλ Τζανάκη. Ένα για όλο το χωριό.

Ψυγεία δεν υπήρχαν αλλά δροσερό νερό υπήρχε πάντοτε από τις πηγές. Για την συντήρηση πολλών τροφίμων οι νοικοκυρές ήξεραν και εφάρμοζαν διάφορες τεχνικές, τις κατάλληλες εποχές.

Για να μην φτιάχνουν ψωμί κάθε μέρα, ζύμωναν παξιμάδι στους φούρνους που το αποθήκευαν στα πιθάρια και έφτανε για το τραπέζι της οικογένειας, αρκετούς μήνες.

Τον Χειμώνα έβαζαν ελιές σε αλατόνερο και τις διατηρούσαν όλο το χρόνο. Έφτιαχναν και τις τσακιστές ελιές που τις κατανάλωναν πιο σύντομα.

Τα Χριστούγεννα που κάθε οικογένεια είχε τον χοίρο της και τον έσφαζε, έφτιαχναν τα σίγλινα, το απάκι, τις τσιγαρίδες και τα λουκάνικα που τα διατηρούσαν για αρκετό καιρό.

Λεμόνια διατηρούσαν μέχρι το καλοκαίρι μέσα στα άχυρα ή σε άμμο.

Την άνοιξη που υπήρχε άφθονο γάλα από τις κατσίκες και τα πρόβατα, έφτιαχναν τα νόστιμα τυροζούλια που τα διατηρούσαν στο ελαιόλαδο, το ξινόγαλο και φυσικά τον ξινόχοντρο.  Μάζευαν και τους χοχλιούς που διατηρούνται αρκετά.

Το καλοκαίρι έφτιαχναν τις πιταρίδες (αποξηραμένα σύκα) και τα λιόπαστα (αποξηραμένα φασόλια) που τα κατανάλωναν το χειμώνα. Ακόμη και τοματοπολτό διατηρούσαν σε βάζα σκεπασμένο με ελαιόλαδο.

Στα βάζα αποθήκευαν και τα γλυκά του κουταλιού που παρασκεύαζαν.

Το Φθινόπωρο ήταν η εποχή της σποράς. Μαζί με τα σιτηρά έσπερναν και αρκετά όσπρια , φακές, αρακά , παπούλες για τη φάβα, κουκιά και άλλα που μετά τη συγκομιδή αποθηκευόταν για περισσότερο από ένα χρόνο.

Όλα τα προϊόντα αυτά τα αποθήκευαν στα πήλινα κουρούπια που τοποθετούσαν σε σκιερό και δροσερό μέρος στην αποθήκη τους.

Μετά το 1969 τα σπίτια συνδέθηκαν στο δίκτυο ηλεκτρικού ρεύματος και οι ηλεκτρικές συσκευές άρχισαν να μπαίνουν στα νοικοκυριά. Συνδέθηκαν και στο δίκτυο ύδρευσης. Ήρθε και η τηλεόραση το 1970. Η ζωή έγινε ευκολότερη. Η τηλεόραση όμως έκλεισε τους ανθρώπους στα σπίτια τους , τους στέρησε το «γειτόνεμα για να περάσει η ώρα».

Τη δεκαετία του 80 και 90 έγινε συντήρηση και ασφαλτόστρωση των δρόμων. Έγιναν τεχνικά έργα όπου χρειαζόταν και διανοίχθηκαν αγροτικοί δρόμοι στις περισσότερες περιοχές.

Πολλαπλασιάστηκαν τα αυτοκίνητα, η μετακίνηση και η μεταφορά των προϊόντων έγινε ευκολότερη και τα ζώα άρχισαν να λιγοστεύουν. Το ψωμί έφτανε στο χωριό καθημερινά και φρέσκο και εγκαταλείφτηκαν οι σπορές, οι θερισμοί και τα ζυμώματα από τα τέλη της δεκαετίας του 90. Οι φούρνοι χάλασαν και σήμερα σχεδόν όλοι είναι ερειπωμένοι. Σε κάποια σπίτια διατηρούνται κάποιοι για οικογενειακή χρήση. Έρχονται έμποροι με αυτοκίνητα - μαγαζιά και πωλούν το κάθε τι στο χωριό. Από κηπευτικά και τρόφιμα μέχρι ρούχα και παπούτσια.

Οι κάτοικοι στράφηκαν στις παραλιακές περιοχές ή έφυγαν στις πόλεις και το χωριό συρρικνώθηκε. Είχε την τύχη που έχουν δυστυχώς όλα τα γύρω χωριά της περιοχής μας.

Οι Κατωβιαννίτες όλοι μαζί και ο κάθε ένας χωριστά, ήταν κοντά στα προβλήματα του συγγενή του και του γείτονά τους! Ζούσαν μαζί, και μαζί μοιράζονταν τις χαρές και τις λύπες.

Όταν ο γείτονας η συγγενής, είχε μια αρρώστια, και δεν μπορούσε να κάνει τις απαραίτητες δουλειές, για να έχει τα «προς το ζην », όλοι έτρεχαν για βοήθεια! Έτσι γινόταν και στο λιομάζωμα. Μόλις ο γείτονας η συγγενής, ακόμα και αν ήταν απλά ένας φτωχός, που δεν είχε από πουθενά βοήθεια, το μεγαλείο της κρητικής ψυχής θριάμβευε!

Όλοι έπαιρναν ανά χείρας από ένα καλάθι, και έσπευδαν στο χωράφι του ανθρώπου που θα έχανε το βιός του, και του έκαναν μια βοήθεια χωρίς πληρωμή, έτσι για να εξυπηρετήσουν τον συγχωριανό τους! Ανταμοιβή ήταν η ηθική ικανοποίηση, που τα χρόνια εκείνα ήταν ένα σπουδαίο μεγαλείο για τον κάθε ένα, να επενδύει στην ψυχή του.

Αυτό ήταν το λεγόμενο Κ α ε ρ έ τ ι ! Συνήθως το Καερέτι γινόταν Κυριακή μετά τον εκκλησιασμό κατόπιν της προτροπής του ιερέα της ενορίας στο τέλος της λειτουργίας. Οι άνθρωποι τότε δεν δούλευαν τις Κυριακές. Εξαίρεση αποτελούσε το Καερέτι. Αργότερα εκφυλίστηκε και αποτελούσε την δωρεάν εργασία των αγροτών στους έχοντες.  Έτσι έριχναν και τις ταράτσες των σπιτιών τους. Συνήθως κάποια Κυριακή μαζευόταν οι άνδρες του χωριού και όλοι μαζί βοηθούσαν για τα μπετά της ταράτσας. Όλες οι εργασίες γινόταν με τα χέρια. Αμοιβή, μια ρακί και ένα κρασί στο τέλος για να είναι « Καλοστερέοτη » η ταράτσα.

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News