default-image

Η Παναγιά του Χάνδακα

Πολιτισμός
Η Παναγιά του Χάνδακα

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Το Σεπτέμβριο του 1669, με φόντο τα καπνισμένα ερείπια της "πόλης-φάντασμα", όπως είχε μετατραπεί το Ηράκλειο εξαιτίας της πλέον μακροχρόνιας πολιορκίας στην ιστορία από τους Τούρκους, πέντε γαλέρες έφευγαν από το Χάνδακα κουβαλώντας στα αμπάρια τους τον πιο πολύτιμο θησαυρό της Candia και μαζί τις μνήμες. Τρεις από αυτές έφτασαν στη Βενετία, καθώς οι άλλες ναυάγησαν. Στα αμπάρια τους υπήρχαν κειμήλια από τους ναούς του Ηρακλείου και ανάμεσά τους η Κάρα του Αποστόλου Τίτου, καθώς και η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Μεσοπαντίτισσας, που είχε διαδραματίσει καθοριστικό χρόνο στα χρόνια της πολιορκίας, καθώς σε αυτήν έβρισκαν παρηγοριά και ελπίδα οι πολιορκημένοι Χριστιανοί.

Είναι ενδεικτικό το γεγονός που καταγράφουν ιστορικές πηγές της εποχής ότι κατά τη διάρκεια του Κρητικού Πολέμου η εικόνα μεταφερόταν κάθε Τρίτη και Σάββατο, ενώ με απόφαση της διοίκησης της Κρήτης το 1539 είχε παραχωρηθεί στους κατοίκους του χωριού Αμπρούσα - στα περίχωρα του Χάνδακα - το προνόμιο να είναι οι μόνοι που είχαν δικαίωμα να μεταφέρουν την εικόνα. Μάλιστα, όταν βρισκόταν στο ναό του Αγίου Τίτου στο Ηράκλειο, γινόταν λιτανεία της εικόνας κάθε μεγάλη εορτή και αφού οι πιστοί τη στόλιζαν με βαρύτιμα πετράδια και τη σκέπαζαν με χρυσά και ασημένια φύλλα τη μετέφεραν σε διάφορους ορθόδοξους ναούς του Χάνδακα.

Θαυματουργή

Ο Γερμανός περιηγητής Wolfgang Stockman στα 1606 κάνει λόγο για τις θαυματουργές ιδιότητές της, σημειώνοντας μάλιστα ότι σε περιόδους ξηρασίας έφερνε μετά από παρακλήσεις τη βροχή. Η εικόνα που απεικονίζει τη βρεφοκρατούσα Παναγία θεωρείται, σύμφωνα με την παράδοση, έργο του Ευαγγελιστή Λουκά. Κατά την ίδια ιστορική μνήμη, η εικόνα είχε σταλεί από την Κωνσταντινούπολη στην Κρήτη, για να σωθεί από τους εικονοκλάστες.

Οι ειδικοί τη χρονολογούν στα 1397, ενώ το όνομά της το ερμηνεύουν είτε λόγω του γεγονότος ότι η Παναγία είχε το ρόλο μεσολαβητή ανάμεσα σε Ενετούς και Κρητικούς επαναστάτες, είτε γιατί γιορταζόταν στο μεσοδιάστημα μεταξύ Χριστουγέννων και Υπαπαντής (Μεσο-παντίτισσα).

Ούτως ή άλλως, η θαυματουργή αυτή εικόνα είχε διαδραματίσει το ρόλο της μεσίτριας ή Μεσοπαντίτισσας, συμφιλιώνοντας στα δύσκολα χρόνια του πολέμου ορθόδοξους και καθολικούς, απέναντι στον κοινό εχθρό.

Η Παναγία του Αγίου Τίτου

Η εικόνα μεταφέρθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 1670 στη Βενετία και τοποθετήθηκε αρχικά στο ναό του Αγίου Μάρκου. Στις 21 Νοεμβρίου η Παναγία του Αγίου Τίτου, όπως ήταν το δεύτερο όνομά της, επειδή βρισκόταν στην ομώνυμη εκκλησία του Ηρακλείου, μεταφερόταν με τιμές στη μεγαλόπρεπη Βασιλική της Αγίας Μαρίας της Υγείας (Santa Maria della Salute), όπου βρίσκεται ως τα σήμερα. Ο ναός που είχε ολοκληρωθεί λίγα χρόνια πριν σε μια από τις πιο πλεονεκτικές θέσεις της πόλης, στην είσοδο του Μεγάλου Καναλιού, υποδέχτηκε παρουσία του Δόγη, των μελών της Συγκλήτου και πλήθους πιστών με μια μεγαλόπρεπη τελετή την εικόνα, η οποία λατρεύεται από τους Βενετούς ακόμα και σήμερα ως θαυματουργή. Τοποθετημένη στο Ιερό Βήμα, είναι ορατή και κυρίαρχη από κάθε σχεδόν σημείο του ναού, ενώ μια πινακίδα πληροφορεί τον επισκέπτη για την κρητική καταγωγή και την ιστορία της.

Η μέρα την οποία οι Βενετσιάνοι έχουν αφιερώσει στη Μεσοπαντίτισσα είναι αυτή των Εισοδίων της Θεοτόκου, στις 21 Νοεμβρίου, οπότε και λαμβάνουν χώρα ειδικές τελετές στο ναό. Είναι χαρακτηριστικό για τη σημασία της Μεσοπαντίτισσας στην ιστορία της Βενετίας ότι αρχικά η Salute γιόρταζε στις 18 Νοεμβρίου, ημέρα κατά την οποία η πόλη λυτρώθηκε από τη φονική πανώλη του 1630, γεγονός που υπαγόρευσε και το χτίσιμο της εκκλησίας σαν τάμα της Γαληνοτάτης για τη σωτηρία από τη φοβερή ασθένεια. Όμως, η άφιξη και η τοποθέτηση της εικόνας της Παναγίας από το Χάνδακα εκεί οδήγησε τους Βενετσιάνους στην απόφαση να μεταθέσουν την ημερομηνία της μεγάλης γιορτής.

Η Κάρα του Αποστόλου Τίτου

Η Μεσοπαντίτισσα βρισκόταν στο ναό που τιμάται στη Χάρη του Αποστόλου Τίτου, ο οποίος αποτελούσε για τους Βενετούς ένα πολύτιμο συμβολικό "όπλο" στα πλαίσια της αφομοίωσης του πληθυσμού του νησιού. Ακόμα και μετά την υιοθέτηση του Αγίου Μάρκου σαν προστάτη της Candia, ο Άγιος Τίτος παρέμενε ο προστάτης του νησιού και φυσικά της πρωτεύουσάς του. Για τη μεγάλη σημασία που αποδιδόταν από τη Γαληνοτάτη στον Άγιο Τίτο και άρα στην προσπάθεια σωτηρίας της Κάρας του, μετά την πτώση της πόλης στα 1669 από τον τελευταίο υπερασπιστή της Candia, τον Φραντσέσκο Μοροζίνι, είναι εξόχως χαρακτηριστική η υπόσχεση του Πάπα Ιννοκέντιου ΙΙΙ στα 1209, ότι όποιος μετέβαινε στην Κρήτη για προσκυνηματικό ταξίδι στην εκκλησία του Αποστόλου θα είχε άφεση αμαρτιών. Ακόμα πιο χαρακτηριστικό είναι ίσως το γεγονός ότι ο ίδιος ο Μοροζίνι επέλεξε ώστε στο λάβαρό του, το οποίο σήμερα φυλάσσεται στο Μουσείο Κορέρ της Βενετίας, να εικονίζεται τόσο ο Απόστολος Τίτος, όσο και η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Μεσοπαντίτισσας.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑ ΩΣ ΤΑ ΣΗΜΕΡΑ

Ο ναός του Αγίου Τίτου και η ιστορία του

Μετά την αραβική κατάκτηση και την εγκατάλειψη της Γόρτυνας, η λατρεία του Αγίου μεταφέρθηκε στο Ηράκλειο, όπου με την απελευθέρωση της Κρήτης από τον Νικηφόρο Φωκά χτίστηκε στη θέση όπου βρίσκεται σήμερα η εντυπωσιακή εκκλησία του Αγίου Τίτου το λατρευτικό κτίσμα όπου στεγάστηκε η Κάρα του. Ο Άγιος Τίτος, ο οποίος αποτέλεσε στην Ενετοκρατία το Μητροπολιτικό Ναό των Λατίνων, ήταν και συνεχίζει να παραμένει ορόσημο για την πόλη και την ιστορία της. Ο ναός ανακαινίστηκε από το Λατίνο Αρχιεπίσκοπο Φαντίνο Ντάντολο και εγκαινιάστηκε στις 3 Ιανουαρίου 1446. Στο διάβα των αιώνων υπέστη πολλές καταστροφές, όπως ο σεισμός του 1508, η πυρκαγιά της 3ης Απριλίου 1544 και άλλες, που οδήγησαν στην εκ θεμελίων ανακατασκευή του στα 1557. Ελάχιστες είναι οι πληροφορίες που έχουμε για το αρχικό κτίσμα, ενώ ενδιαφέροντα στοιχεία ήρθαν στο φως σχετικά πρόσφατα κατά τις εργασίες συντήρησης του κτίσματος. Γνωρίζουμε κάποια στοιχεία, όπως το ότι το βασικό κτίσμα είχε το σχήμα βασιλικής, όπως σχεδόν όλες οι εκκλησίες της περιόδου, και ότι στο δάπεδο του ναού είχαν ταφεί σημαντικές προσωπικότητες της Κρήτης, κατά το έθιμο που έχει τις ρίζες του στα πανάρχαια χρόνια και κυρίως στην παλαιοχριστιανική περίοδο. Ανάμεσά τους ήταν οι Αρχιεπίσκοποι του νησιού και στρατιωτικές προσωπικότητες. Όπως χαρακτηριστικά παραθέτει ο Giuseppe Gerolla στο «Monumenti Veneti nell isola di Creta», κάποια από τα σχέδια του αρχικού κτίσματος, έργα κυρίως του Κλώντζα και του Κόρνερ, αλλά και όπως προκύπτει από τον περίφημο χάρτη του Ελβετού στρατηγού Βερτμίλερ, ο ναός είχε κωδωνοστάσιο στη νοτιοδυτική γωνία σε σχήμα βασιλικής και στεγαζόταν με θόλο.

Ο Άγιος Τίτος συνδέθηκε με σημαντικές μορφές της ιστορίας της Κρήτης όταν έλαβε χώρα η επανάσταση των Βενετσιάνων αποίκων ενάντια στη Γαληνοτάτη Δημοκρατία, όταν ανακηρύχθηκε η λεγόμενη Δημοκρατία του Αγίου Τίτου, σε αντιδιαστολή με το σύμβολο της Βενετίας, τον Άγιο Μάρκο. Με την πτώση του Ηρακλείου στους Τούρκους, ο ναός μετατράπηκε σε τζαμί, που ονομαζόταν Βεζίρ, ενώ τη σύγχρονη μορφή του απέκτησε στα 1872 όταν ολοκληρώθηκαν οι εργασίες από τον αρχιτέκτονα του Αγίου Μηνά, μηχανικό Μούση.

Του Σταύρου Μουντουφάρη

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News