Ρευστότητα «ρεκόρ» στην ελληνική αγορά

Οικονομία
Ρευστότητα «ρεκόρ» στην ελληνική αγορά

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Αυξάνεται η ζήτηση για διάφορα επενδυτικά προϊόντα

Η ελληνική αγορά έχει γεμίσει χρήμα! Η αυξημένη ρευστότητα στην ελληνική οικονομία έχει φτάσει σε επίπεδα-ρεκόρ, γεγονός που εν μέρει εξηγεί την υποτονική ζήτηση για δάνεια, ενώ ενισχύει τις εκτιμήσεις των αναλυτών για διψήφιο ποσοστό αύξησης του ΑΕΠ το β’ τρίμηνο.

Τα επίσημα στοιχεία - όπως αναφέρει το capital.gr - που δημοσιοποιούνται για το εξάμηνο και το επτάμηνο του 2021, δείχνουν ότι, παράλληλα με την αύξηση των καταθέσεων στον ιδιωτικό τομέα, παρατηρείται σημαντική εισροή σε αμοιβαία κεφάλαια και άλλα αποταμιευτικά, επενδυτικά και ασφαλιστικά προϊόντα.

Ασφαλιστικές εταιρείες

Η δημοσιοποίηση των στοιχείων για τις καταθέσεις και το ενεργητικό των ασφαλιστικών εταιρειών το β’ τρίμηνο του έτους από την Τράπεζα της Ελλάδος αποτελούσαν ένδειξη της αυξανόμενης αγοράς επενδυτικών και ασφαλιστικών προϊόντων που εκδηλώθηκε κυρίως από τα μέσα του 2020 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Πράγματι, οι καταθέσεις των ασφαλιστικών εταιρειών αυξήθηκαν κατά 63 εκατ. ευρώ το β’ τρίμηνο του 2021, σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2020, φτάνοντας συνολικά σε 1,2 δισ. ευρώ. Το ενεργητικό των ασφαλιστικών εταιρειών αυξήθηκε κατά 235 εκατ. ευρώ και έφτασε τα 20,4 δισ.

Τα μεγέθη αυτά επιβεβαιώνουν τις πληροφορίες από τραπεζικά στελέχη για στροφή καταθέσεων σε ασφαλιστικά και επενδυτικά προγράμματα. Πράγματι, στο διάστημα Ιανουαρίου-Μαΐου 2021, η παραγωγή ασφαλίστρων ανήλθε σε 1,8 δισ. ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 10,4%, σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2020, με τις ασφάλειες ζωής να κατέχουν την πρώτη θέση σε ποσοστό αύξησης (20,2%).

Αμοιβαία κεφάλαια

Αντίστοιχη πορεία παρατηρείται στην αγορά των αμοιβαίων κεφαλαίων. Σε όλη τη διάρκεια του 2020 οι καθαρές ροές είχαν διαμορφωθεί σε 200 εκατ. ευρώ, ενώ από τον Ιανουάριο του 2021 μέχρι τα τέλη Ιουλίου ανήλθαν συνολικά σε 1,6 δισ. ευρώ. Συνολικά, δηλαδή, εισέρευσαν στη συγκεκριμένη αγορά περίπου 1,8 δισ. ευρώ μέσα σε 19 μήνες κρίσης λόγω COVID.

Καταθέσεις και μετρητά

Την ίδια περίοδο, παρατηρείται η γνωστή αύξηση των καταθέσεων νοικοκυριών και επιχειρήσεων κατά 26,9 δισ. ευρώ, συνολικά, ενώ το νόμισμα σε κυκλοφορία εκτός τραπεζικού συστήματος ανήλθε τον Ιούλιο στα επίπεδα-ρεκόρ των 33 δισ. ευρώ, σημειώνοντας, δηλαδή, αύξηση κατά 4,7 δισ. ευρώ από τις αρχές του 2020.

Πρόκειται για μια συνολική αύξηση της ρευστότητας στην ελληνική οικονομία που αγγίζει τα επίπεδα-ρεκόρ από την ένταξη στο ευρώ. Η συνολική ρευστότητα (εντός και εκτός τραπεζών και άλλων χρηματοοικονομικών κλάδων) υπολογίζεται συνολικά σε 218,8 δισ. ευρώ, ενώ χωρίς τα χρήματα που βρίσκονται εκτός τραπεζικού συστήματος σε 185,8 δισ. ευρώ.

Πέραν των παραγόντων που επηρέασαν ανοδικά τις καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα από την αρχή της κρίσης (πακέτα στήριξης απασχόλησης, επιστρεπτέες, αναστολές οφειλών, συγκράτηση απασχόλησης, κάθετη μείωση κατανάλωσης, αβεβαιότητα, συνέχιση μισθοδοσίας και καταβολής συντάξεων/αναδρομικών κ.ά.), τους τελευταίους μήνες, ειδικά μετά τον Απρίλιο-Μάιο, παρατηρείται σταδιακή διαφοροποίηση του μείγματος της ρευστότητας. Όπως εξηγούν τραπεζικά στελέχη, οι αρχικοί παράγοντες σταδιακά αποδυναμώνονται και εισέρχονται νέοι, όπως εισροή χρημάτων από το εξωτερικό και άνοδος της κατανάλωσης - αν και παραμένει σε μικρότερα επίπεδα από εκείνα προ της κρίσεως.

Ειδικότερα, τραπεζικές πηγές, σύμφωνα με το capital.gr, παρουσίασαν την παρακάτω δυναμική του μείγματος ρευστότητας:

* Πρώτον, μέχρι τον Απρίλιο, η ενίσχυση της ρευστότητας ήταν κυρίως αποτέλεσμα των επιστρεπτέων προκαταβολών και άλλων μέτρων στήριξης, που μεταξύ άλλων στήριξαν την απασχόληση και τη ροή μισθοδοσίας. Ταυτόχρονα, υπήρχε αναγκαστική μείωση της κατανάλωσης και αβεβαιότητα.

* Δεύτερον, από τον Μάιο-Ιούνιο και μετά, δηλαδή από το άνοιγμα της αγοράς, η δημιουργία ρευστότητας εντάθηκε κυρίως από:

α) Χρονική μετάθεση και διευκολύνσεις στις πληρωμές φόρων (εισοδήματος και ΕΝΦΙΑ) που παραμένουν σε χαμηλότερα επίπεδα, σε σύγκριση με αντίστοιχες περιόδους των προηγουμένων ετών.

β) Αύξηση του κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων κατά 3,5 δισ. ευρώ το β’ τρίμηνο και μόνο τον Ιούνιο κατά 4,2 δισ. ευρώ, σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2020, όπως παρατηρεί πρόσφατη έκθεση της Εθνικής Τράπεζας για τις εκτιμήσεις του ΑΕΠ. Η τράπεζα εκτιμά άνοδο του ΑΕΠ το β’ τρίμηνο κατά 13%.

γ) Τα επίπεδα απασχόλησης, τα οποία έστω και με την εποχική στήριξη λόγω τουρισμού προσεγγίζουν τα επίπεδα του 2019.

δ) Τη φάση επανεκκίνησης της οικονομίας, κατά την οποία οι επιχειρήσεις είναι φειδωλές σε παραγγελίες και καθυστερούν τους χρόνους αποπληρωμής, οπότε κερδίζουν ρευστότητα ακόμα και εν μέσω αύξησης των εξαγωγών.

ε) Την κατανάλωση των νοικοκυριών, τα οποία ξοδεύουν ολοένα και περισσότερο, χωρίς, όμως, να έχουν προσεγγίσει ακόμα τα επίπεδα προ κρίσης.

στ) Τον τουρισμό που αλλοιώνει σε κάποιο βαθμό την εικόνα των καταθέσεων μεταξύ νοικοκυριών και επιχειρήσεων, καθώς σε καταθέσεις νοικοκυριών εισέρχεται μέρος από εισοδήματα από ενοικιαζόμενα δωμάτια, εστίαση και άλλα επαγγέλματα. Επίσης, ο τουρισμός έδωσε γενικότερη ώθηση στην οικονομία (επηρεάζει αρκετούς κλάδους και νοικοκυριά), δεδομένου ότι υπάρχουν ενδείξεις να αγγίξουν τα έσοδα το 50% του 2019.

ζ) Τα χαμηλά και αρνητικά επιτόκια, τα οποία οδηγούν τους αποταμιευτές σε “σπάσιμο” προθεσμιακών καταθέσεων και σε αναζήτηση εναλλακτικών μορφών επένδυσης με υψηλότερες αποδόσεις μέσω αμοιβαίων κεφαλαίων και ασφαλιστικών προϊόντων.

η) Την εισροή κεφαλαίων στην ελληνική αγορά, κυρίως στο real estate, στην κεφαλαιαγορά και στον χρηματοοικονομικό τομέα (π.χ. τιτλοποιήσεις δανείων και πώληση σε funds). Βέβαια, ο τομέας αυτός είναι αρκετά ευρύς και ανάλογα με τον κλάδο επιχειρήσεων παρατηρούνται διαφορετικές θέσεις.

θ) Τις έμμεσες συνέπειες από τα προγράμματα ενίσχυσης ρευστότητας από την ΕΚΤ, τα οποία μπορεί να μη φτάνουν άμεσα στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, ειδικά όταν δεν παρατηρείται σημαντική αύξηση της πιστωτικής επέκτασης. Για παράδειγμα, παρατηρούνται εκταμιεύσεις νέων δανείων (περίπου 7 δισ. στο εξάμηνο), αλλά οι αποπληρωμές ήταν μεγαλύτερες λόγω της ρευστότητας των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Επίσης, μειώθηκαν τα επιτόκια, οπότε παρατηρήθηκε κίνηση σε άλλες μορφές επένδυσης ή ακόμα και αύξηση της διακράτησης μετρητών στο σπίτι και στο ταμείο. Επιπλέον, ένα τμήμα στήριξε κεφαλαιακά τις τράπεζες σε προγράμματα αναστολών, ρυθμίσεων κ.λπ.

ι) Και το κομμάτι της παραοικονομίας, το οποίο αυξάνεται μαζί με την άνοδο της οικονομίας. Πάντως, η σχέση και η πορεία των νομισματικών μεγεθών Μο, Μ1, Μ2 και Μ3 που δημοσιοποιεί η Τράπεζα της Ελλάδος και η ΕΚΤ δε δείχνουν αύξηση της παραοικονομίας κατά την περίοδο της κρίσης που να δικαιολογεί ένα επιπλέον κομμάτι της νέας ρευστότητας. Φαίνεται ότι κινείται ανοδικά, όπως κινείται όλη η ρευστότητα του συστήματος.

* Τρίτον, από τον Ιούλιο και μετά εκτιμάται ότι θα δούμε ακόμα μεγαλύτερα μεγέθη και μεγαλύτερη αλλαγή του μείγματος ρευστότητας, με το κομμάτι των πακέτων στήριξης να περιορίζεται, δίνοντας χώρο σε παράγοντες από την επανεκκίνηση, την αναμενόμενη αύξηση της πιστωτικής επέκτασης, την άνοδο της αγοράς ακινήτων, την κατανάλωση, το Ταμείο Ανάκαμψης και άλλα ευρωπαϊκά προγράμματα και τη συνεπακόλουθη άνοδο του ΑΕΠ. Αρκεί να μην υπάρξει κάποιος ανατρεπτικός παράγοντας, όπως, για παράδειγμα, με την πορεία της μετάλλαξης “Δέλτα”.

(Φωτογραφία Αρχείου Unsplash)

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News