default-image

SOS Ρομπόλη - Μπέτση για το ασφαλιστικό: Μείωση δαπάνης από 10% του ΑΕΠ το '16 στο 4% την περίοδο 2018-2070

Οικονομία
SOS Ρομπόλη - Μπέτση για το ασφαλιστικό: Μείωση δαπάνης από 10% του ΑΕΠ το '16 στο 4% την περίοδο 2018-2070

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Ουσιαστικά μεταφέρουν την χρηματοδότηση του κινδύνου του γήρατος από το κράτος στους ασφαλισμένους και τους συνταξιούχους», τονίζουν στο άρθρο τους οι δυο επιφανείς καθηγητές

Σήμα κινδύνου για το μέλλον του ασφαλιστικού συστήματος και τις επιπτώσεις που θα έχουν οι περικοπές που αποφασίστηκαν στο βιοτικό επίπεδο των ασφαλισμένων, εκπέμπουν με κοινό τους άρθρο στο iEidiseis ο Σάββας Ρομπόλης, Ομ. Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου και ο Βασίλειος Μπέτσης, υποψήφιος Διδάκτορας, επίσης του Παντείου Πανεπιστημίου.

«Περιορίζοντας, μεταξύ των άλλων, οι ασκούμενες πολιτικές το επίπεδο της κρατικής χρηματοδότησης του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα, από την απελθούσα στις επόμενες δεκαετίες, από 10% του ΑΕΠ(2016) στο 4% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο την περίοδο 2018-2070, ουσιαστικά μεταφέρουν την χρηματοδότηση του κινδύνου του γήρατος από το κράτος στους ασφαλισμένους και τους συνταξιούχους, με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για το βιοτικό τους επίπεδο κατά τις επόμενες δεκαετίες», τονίζουν, μεταξύ άλλων στο άρθρο τους οι δυο συγγραφείς.

Τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο είναι εντυπωσιακά. Μεταξύ άλλων:

-«Κατά την Μνημονιακή περίοδο 2009-2019, πραγματοποιήθηκε μία μείωση του επιπέδου των συντάξεων (κύρια και επικουρική) κατά 45% (σωρευτική απώλεια 63 δις ευρώ). Με άλλα λόγια, η μακροχρόνια χρηματοοικονομική επιδίωξη των δανειστών, συνίσταται στον περιορισμό αύξησης των συνταξιοδοτικών δαπανών κατά 2,5 ποσοστιαίες μονάδες επιπλέον του ποσοστού (13,5% του ΑΕΠ) που ήταν το 2009. Ως εκ τούτου, σε συστημικούς όρους ο κλάδος της κύριας ασφάλισης, μετά τον κλάδο της επικουρικής ασφάλισης, μεταλλάσσεται κατά τις επόμενες δεκαετίες, από διανεμητικό σύστημα καθορισμένων παροχών σε διανεμητικό σύστημα καθορισμένων αλλά μη εγγυημένων παροχών, με την έννοια ότι ο ασφαλισμένος πλέον δεν θα μπορεί να γνωρίζει εκ των προτέρων το επίπεδο της συνταξιοδοτικής του παροχής, δεδομένου ότι αυτή μεταβάλλεται ανάλογα με το επίπεδο του δείκτη δαπάνες συντάξεων προς ΑΕΠ».

-«Η συνολική κρατική χρηματοδότηση (τριμερής χρηματοδότηση 4,5% του ΑΕΠ- 8,9 δις ευρώ) και η κρατική επιχορήγηση (κάλυψη ελλειμμάτων 5,5% του ΑΕΠ-9,1 δις ευρώ) του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης που το 2015 ήταν 10% του ΑΕΠ (18 δις ευρώ), δεν θα υφίσταται από 1/1/2026, δεδομένου ότι η κρατική χρηματοδότηση μετά το 2025 θα περιορίζεται στην χρηματοδότηση της εθνικής σύνταξης (386 ευρώ με ασφάλιση 20 ετών και 346 ευρώ με ασφάλιση 15 ετών), η οποία θα ανέρχεται σε 7% του ΑΕΠ (13 δις ευρώ περίπου). Οι δυσμενείς αυτές προοπτικές του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης κατά τις επόμενες δεκαετίες τόσο εξαιτίας των λαθών των μελετών των δανειστών, όσο και εξαιτίας των ασκούμενων Μνημονιακών κοινωνικο-ασφαλιστικών πολιτικών, επιβάλλεται να κατανοηθούν ως ανησυχητικές προκλήσεις και όχι ως δεδομένες εξελίξεις».

-«Η επιδίωξη προσαρμογής στη σχετική απόφαση του ΣτΕ για την αποκατάσταση της αρχής της αναλογικότητας εισφορών-παροχών με τη θέσπιση 6+1 ασφαλιστικών κατηγοριών εισφορών και νέα τεκμαρτά επίπεδα εισοδήματος στους αυτοαπασχολούμενους και τους ελεύθερους επαγγελματίες επιτυγχάνεται, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας, με ανισότητες, δεδομένου ότι οι μισθωτοί θα χρηματοδοτούν τη μηνιαία σύνταξη των επαγγελματιών ανάλογα με τα έτη ασφάλισης και την ασφαλιστική κλάση από 12 μέχρι 21 ευρώ τον μήνα. Οι ανισότητες μεταξύ των ελεύθερων επαγγελματιών και των μισθωτών διευρύνονται και στο επίπεδο των εισφορών υγείας, όπου, σύμφωνα με τον Ν.4670/2020, οι ελεύθεροι επαγγελματίες στο ανώτερο δεύτερο επίπεδο θα καταβάλλουν μηνιαίως 66 ευρώ, ενώ οι μισθωτοί θα καταβάλλουν εισφορές υγείας 7% του ασφαλιστέου εισοδήματος του, γεγονός που σημαίνει ότι ο μισθωτός με μηνιαίο εισόδημα 900 ευρώ και άνω θα χρηματοδοτεί και το επίπεδο παροχών υγείας των ελεύθερων επαγγελματιών και των αυτοαπασχολουμένων».

-«Αξίζει να σημειωθεί ότι η δημοσιονομική βιωσιμότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης μετά την ψήφιση του Ν.4670/2020 επιτυγχάνεται, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας, με τη μακροχρόνια (μέχρι το 2070) διατήρηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης σε χαμηλά επίπεδα (12% του ΑΕΠ- 34 δις ευρώ), ποσοστό πολύ κατώτερο του μνημονιακού πλαφόν του 16,2% του ΑΕΠ, αντιστοιχώντας σε αριθμό συνταξιούχων 2.580.000 ατόμων και σε επίπεδο κύριας και επικουρικής σύνταξης 1.150 ευρώ μεικτά σε σταθερές τιμές (52% συνολικός συντελεστής αναπλήρωσης από 75% το 2009). Στην προοπτική αυτή, η κρατική χρηματοδότηση, κατά τις επόμενες δεκαετίες, μειώνεται στο 4% του ΑΕΠ, όταν το επιβαλλόμενο όριο από τους δανειστές προβλέπεται στο 7% του ΑΕΠ. Έτσι, αντί η κοινωνικο-ασφαλιστική στρατηγική και οι ασκούμενες πολιτικές στην Ελλάδα να επιδιώκουν την δημιουργία δημοσιονομικού χώρου εντός του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (ΣΚΑ), αξιοποιώντας το περιθώριο της τάξης του 3% του ΑΕΠ για την βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των μελλοντικών συνταξιούχων ( της σημερινής νέας γενιάς των εργαζομένων), όσο και των σημερινών συνταξιούχων, εκχωρείται ο δημιουργούμενος δημοσιονομικός χώρος του ΣΚΑ στον Κρατικό Προϋπολογισμό».

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΤΩΝ Σ. ΡΟΜΠΟΛΗ-Β. ΜΠΕΤΣΗ ΕΧΕΙ ΩΣ ΕΞΗΣ:

ΤΟ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΑΤΑ ΤΙΣ ΕΠΟΜΕΝΕΣ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ

Των Σάββα Γ. Ρομπόλη, Ομ. Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου

Βασίλειου Γ. Μπέτση Υποψ. Διδάκτορα Παντείου Πανεπιστημίου

Το Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΣΚΑ) στην Ελλάδα, ιδιαίτερα, κατά την Μνημονιακή δεκαετία (2009-2019) αντιμετωπίσθηκε από τους δανειστές λανθασμένα και δογματικά ως δημοσιονομικό και όχι ως κοινωνικό- αναπτυξιακό εργαλείο της οικονομικής πολιτικής.

Έτσι, στο πλαίσιο αυτό οι δανειστές επέβαλαν, μεταξύ των άλλων, στις ελληνικές κυβερνήσεις την ψήφιση νομοθετικών παρεμβάσεων αύξησης των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, κατάτμησης της ενότητας της συνταξιοδοτικής παροχής σε εθνική και ανταποδοτική σύνταξη, μετατροπής της επικουρικής σύνταξης σε ατομικούς λογαριασμούς νοητής κεφαλαιοποίησης, μείωσης των συντελεστών αναπλήρωσης , θεσμοθέτησης αυτόματου κόφτη του επιπέδου των συντάξεων, κ.λ.π.

Κι’ αυτό, μεταξύ των άλλων, προκειμένου η συνταξιοδοτική δαπάνη (κύρια και επικουρική σύνταξη) στην Ελλάδα να μην υπερβεί κατά την περίοδο 2018-2070 το 16,2% του ΑΕΠ. Έτσι, στην κατεύθυνση αυτή, κατά την Μνημονιακή περίοδο 2009-2019, πραγματοποιήθηκε μία μείωση του επιπέδου των συντάξεων (κύρια και επικουρική) κατά 45% (σωρευτική απώλεια 63 δις ευρώ). Με άλλα λόγια, η μακροχρόνια χρηματοοικονομική επιδίωξη των δανειστών, συνίσταται στον περιορισμό αύξησης των συνταξιοδοτικών δαπανών κατά 2,5 ποσοστιαίες μονάδες επιπλέον του ποσοστού (13,5% του ΑΕΠ) που ήταν το 2009.

Ως εκ τούτου, σε συστημικούς όρους ο κλάδος της κύριας ασφάλισης, μετά τον κλάδο της επικουρικής ασφάλισης, μεταλλάσσεται κατά τις επόμενες δεκαετίες, από διανεμητικό σύστημα καθορισμένων παροχών σε διανεμητικό σύστημα καθορισμένων αλλά μη εγγυημένων παροχών, με την έννοια ότι ο ασφαλισμένος πλέον δεν θα μπορεί να γνωρίζει εκ των προτέρων το επίπεδο της συνταξιοδοτικής του παροχής, δεδομένου ότι αυτή μεταβάλλεται ανάλογα με το επίπεδο του δείκτη δαπάνες συντάξεων προς ΑΕΠ.

Παράλληλα, η συνολική κρατική χρηματοδότηση (τριμερής χρηματοδότηση 4,5% του ΑΕΠ- 8,9 δις ευρώ) και η κρατική επιχορήγηση (κάλυψη ελλειμμάτων 5,5% του ΑΕΠ-9,1 δις ευρώ) του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης που το 2015 ήταν 10% του ΑΕΠ (18 δις ευρώ), δεν θα υφίσταται από 1/1/2026, δεδομένου ότι η κρατική χρηματοδότηση μετά το 2025 θα περιορίζεται στην χρηματοδότηση της εθνικής σύνταξης (386 ευρώ με ασφάλιση 20 ετών και 346 ευρώ με ασφάλιση 15 ετών), η οποία θα ανέρχεται σε 7% του ΑΕΠ (13 δις ευρώ περίπου).

Οι δυσμενείς αυτές προοπτικές του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης κατά τις επόμενες δεκαετίες τόσο εξαιτίας των λαθών των μελετών των δανειστών, όσο και εξαιτίας των ασκούμενων Μνημονιακών κοινωνικο-ασφαλιστικών πολιτικών, επιβάλλεται να κατανοηθούν ως ανησυχητικές προκλήσεις και όχι ως δεδομένες εξελίξεις. Στις συνθήκες αυτές , η μελέτη του νέου ασφαλιστικού νόμου (Ν.4670/2020-ΦΕΚ 43/Α/28-2-2020) αναδεικνύει με τον πιο σαφή και εύληπτο τρόπο ότι, ακολουθώντας κατά γράμμα την προαναφερόμενη στρατηγική κατεύθυνση των Μνημονιακών επιλογών, περιορίζεται σε μία παρέμβαση δημοσιονομικού, εφαρμοστικού και διευθετικού χαρακτήρα, προσαρμοσμένη, κατά βάση, στις αποφάσεις (4/10/2019) του ΣτΕ.

Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι ο συγκεκριμένος νόμος στερείται των προϋποθέσεων μίας κοινωνικο-ασφαλιστικής μεταρρύθμισης και μίας αναγκαίας εναλλακτικής επιλογής, η οποία θα ανέτρεπε τον δημοσιονομικό χαρακτήρα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα και θα εγκαθίδρυε νέα στοιχεία κοινωνικού και αναπτυξιακού χαρακτήρα με ισότητα, οικονομική ισορροπία και σταδιακή βελτίωση του επιπέδου των συντάξεων.

Πιο συγκεκριμένα, η νομοθετική αυτή παρέμβαση και κοινωνικο-ασφαλιστική επιλογή είναι περιορισμένων προσδοκιών, δεδομένου ότι αφορά σε αριθμό και σε όφελος λίγους συνταξιούχους τόσο για την κύρια, όσο και για την επικουρική σύνταξη. Επιπλέον, η επιδίωξη προσαρμογής στη σχετική απόφαση του ΣτΕ για την αποκατάσταση της αρχής της αναλογικότητας εισφορών-παροχών με τη θέσπιση 6+1 ασφαλιστικών κατηγοριών εισφορών και νέα τεκμαρτά επίπεδα εισοδήματος στους αυτοαπασχολούμενους και τους ελεύθερους επαγγελματίες επιτυγχάνεται, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας, με ανισότητες, δεδομένου ότι οι μισθωτοί θα χρηματοδοτούν τη μηνιαία σύνταξη των επαγγελματιών ανάλογα με τα έτη ασφάλισης και την ασφαλιστική κλάση από 12 μέχρι 21 ευρώ τον μήνα.

Οι ανισότητες μεταξύ των ελεύθερων επαγγελματιών και των μισθωτών διευρύνονται και στο επίπεδο των εισφορών υγείας, όπου, σύμφωνα με τον Ν.4670/2020, οι ελεύθεροι επαγγελματίες στο ανώτερο δεύτερο επίπεδο θα καταβάλλουν μηνιαίως 66 ευρώ, ενώ οι μισθωτοί θα καταβάλλουν εισφορές υγείας 7% του ασφαλιστέου εισοδήματος του, γεγονός που σημαίνει ότι ο μισθωτός με μηνιαίο εισόδημα 900 ευρώ και άνω θα χρηματοδοτεί και το επίπεδο παροχών υγείας των ελεύθερων επαγγελματιών και των αυτοααπασχολουμένων.

Παράλληλα, αξίζει να σημειωθεί ότι η δημοσιονομική βιωσιμότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης μετά την ψήφιση του Ν.4670/2020 επιτυγχάνεται, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας, με τη μακροχρόνια (μέχρι το 2070) διατήρηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης σε χαμηλά επίπεδα (12% του ΑΕΠ- 34 δις ευρώ), ποσοστό πολύ κατώτερο του μνημονιακού πλαφόν του 16,2% του ΑΕΠ, αντιστοιχώντας σε αριθμό συνταξιούχων 2.580.000 ατόμων και σε επίπεδο κύριας και επικουρικής σύνταξης 1.150 ευρώ μεικτά σε σταθερές τιμές (52% συνολικός συντελεστής αναπλήρωσης από 75% το 2009).

Στην προοπτική αυτή, η κρατική χρηματοδότηση, κατά τις επόμενες δεκαετίες, μειώνεται στο 4% του ΑΕΠ, όταν το επιβαλλόμενο όριο από τους δανειστές προβλέπεται στο 7% του ΑΕΠ. Έτσι, αντί η κοινωνικο-ασφαλιστική στρατηγική και οι ασκούμενες πολιτικές στην Ελλάδα να επιδιώκουν την δημιουργία δημοσιονομικού χώρου εντός του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (ΣΚΑ), αξιοποιώντας το περιθώριο της τάξης του 3% του ΑΕΠ για την βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των μελλοντικών συνταξιούχων ( της σημερινής νέας γενιάς των εργαζομένων), όσο και των σημερινών συνταξιούχων, εκχωρείται ο δημιουργούμενος δημοσιονομικός χώρος του ΣΚΑ στον Κρατικό Προϋπολογισμό.

Με άλλα λόγια, περιορίζοντας, μεταξύ των άλλων, οι ασκούμενες πολιτικές το επίπεδο της κρατικής χρηματοδότησης του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα, από την απελθούσα στις επόμενες δεκαετίες, από 10% του ΑΕΠ(2016) στο 4% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο την περίοδο 2018-2070, ουσιαστικά μεταφέρουν την χρηματοδότηση του κινδύνου του γήρατος από το κράτος στους ασφαλισμένους και τους συνταξιούχους, με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για το βιοτικό τους επίπεδο κατά τις επόμενες δεκαετίες.

Πηγή: ieidiseis.gr

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News