Επιχειρηματίες και φορείς του τουριστικού προϊόντος ζητούν φοροελαφρύνσεις, ώστε να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα του ελληνικού τουρισμού, σε μια κρίσιμη μάλιστα χρονική συγκυρία, όπου χώρες της Μεσογείου όπως η Ισπανία, η Τουρκία και η Αίγυπτος καταγράφουν ανοδική ζήτηση.
Τις δύο επιστολές του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων προς τον υπουργό Οικονομικών Ευ. Τσακαλώτο (8 και 10 Μαΐου) ακολούθησε προχθεσινή ανακοίνωση, σύμφωνα με την οποία η νέα δέσμη μέτρων που ανακοινώθηκε, και που συμπεριλαμβάνει τη μείωση του συντελεστή ΦΠΑ στην εστίαση (άμεσα) και τη διαμονή (από 1/1/2020), είναι εξέλιξη προς τη σωστή κατεύθυνση.
Όμως, όπως σημειώνει, η πρόθεση της κυβέρνησης να παρέχει κίνητρα και ελαφρύνσεις, αν και αρχικά ενθαρρυντική, για μια ακόμα φορά επιβεβαιώνεται ότι στερείται συνολικού στρατηγικού σχεδιασμού. «Από τη μια πλευρά η απουσία πρόβλεψης για τον κλάδο των μεταφορών στη δέσμη μέτρων και από την άλλη οι πρόσφατες διευκρινίσεις για την τελικά μερική μείωση του ΦΠΑ στην εστίαση προκαλούν έντονο προβληματισμό», τονίζει.
«Η υπερφορολόγηση πλήττει την ανταγωνιστικότητα του τουριστικού προϊόντος, την απασχόληση, τις επενδύσεις και κατ’ επέκταση το σύνολο της ελληνικής οικονομίας. Υπενθυμίζεται ότι την τελευταία δεκαετία ο ΦΠΑ σε εστίαση και μεταφορές τριπλασιάστηκε από το 8% στο 24%, με δυσμενείς επιπτώσεις για την ανταγωνιστικότητα του τουριστικού προϊόντος.
Οποιαδήποτε κίνηση αποκλιμάκωσης φορολογικών συντελεστών, παροχής ελαφρύνσεων και κινήτρων οφείλει να υπηρετεί έναν συνολικό σχεδιασμό με μόνιμο χαρακτήρα. Μια ολοκληρωμένη εθνική στρατηγική για το μέλλον της χώρας», συνεχίζει στην ανακοίνωσή του ο ΣΕΤΕ.
Πριν δύο μέρες άλλωστε είχε δημοσιοποιηθεί μελέτη του Ινστιτούτου του ΣΕΤΕ, όπου φαινόταν πως η μείωση της μέσης κατά κεφαλήν δαπάνης μεταξύ 2005 και 2018 φτάνει το 30% (από 745,7 ευρώ σε 519,6 ευρώ), ενώ παράλληλα σημειωνόταν πως για να ανέβουν τα έσοδα από τον τουρισμό θα έπρεπε να ανέβει η ποιότητα των υπηρεσιών και να γίνεται καλύτερη διαχείριση των προορισμών.
Όπως εξηγούν δε επιχειρηματίες της τουριστικής αγοράς, εκτός από τις ελλείψεις σε τουριστικές υποδομές και κλίνες, η υψηλή φορολόγηση του πακέτου αποτελούσε ανασταλτικό παράγοντα ανάπτυξης.
Είναι ενδεικτικό πως η Ελλάδα παίρνει το “χρυσό” όσον αφορά το ύψος των συντελεστών ΦΠΑ και των πρόσθετων φόρων που επιβαρύνουν τις επιχειρήσεις. Είναι ενδεικτικό επίσης πως στην Κροατία και την Ελλάδα εφαρμόζονται οι υψηλότεροι συντελεστές (13%) ΦΠΑ για τη διαμονή στα τουριστικά καταλύματα, ωστόσο στη χώρα μας η επιβάρυνση για τις λοιπές υπηρεσίες ανερχόταν σε ποσοστό 24%, ενώ στην Κροατία σε 5%-13%.
Η Τουρκία εφαρμόζει τον χαμηλότερο συντελεστή διαμονής με 8%. Η Κύπρος έχει ενιαίο συντελεστή 9% για το σύνολο των ξενοδοχειακών υπηρεσιών και αντίστοιχα η Ιταλία με την Ισπανία εφαρμόζουν συντελεστή 10%.
Η “Νέα Κρήτη” επικοινώνησε με δύο φορείς του τουριστικού προϊόντος, οι οποίοι έδωσαν την εκτίμησή τους πάνω στις φοροελαφρύνσεις που ζητάει ο ΣΕΤΕ.
Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο πρόεδρος τουριστικών και ταξιδιωτικών πρακτόρων Κρήτης και Α’ αντιπρόεδρος της ΓΕΠΟΕΤ, Μιχάλης Βλατάκης, «όλες οι ανταγωνίστριές μας χώρες, όπως η Τουρκία, η Ισπανία, η Ιταλία, η Κροατία, η Αίγυπτος και η Τυνησία, είναι φορολογικά πολύ “ελαφρύτερες”, και συγκεκριμένα στο 1/3 σε σχέση με μας. Έχει απόλυτο δίκιο η έρευνα του ΣΕΤΕ και συμφωνούμε απόλυτα ως φορέας εδώ. Το έχουμε πει πάρα πολλές φορές και νομίζω ότι πρέπει να το υπενθυμίσουμε, ότι το τουριστικό πακέτο δεν πρέπει να επιβαρύνεται με τόσους πολλούς και υψηλούς φόρους γιατί ανταγωνιστικά δε θα αντεπεξέλθουμε».
Ο ίδιος μίλησε για την ελληνική τουριστική επιχείρηση, λέγοντας ότι «σε σχέση με τους ανταγωνιστές μας, οι οποίοι έχουν το τουριστικό πακέτο σε όλους τους φόρους να επιβαρύνεται 4-10%, καταλαβαίνουμε ότι η διαφορά είναι πάρα πολύ μεγάλη. Μόλις άρχισε να επιβαρύνεται το τουριστικό πακέτο με όλους αυτούς τους φόρους, το είχα πει πως δε θα αντέξουν οι επιχειρήσεις με τόσους φόρους. Πολλοί λένε πως μείωσαν τον ΦΠΑ στα τρόφιμα, αλλά όταν είναι 4-10% η διαμονή, τότε αυτή επιβαρύνεται με 13%. Την ίδια στιγμή οι ανταγωνιστές μας έχουν φορολογία 4-6%».
«Η Ελλάδα δυστυχώς είναι από τις υψηλότερα φορολογημένες τουριστικά χώρες. Η φορολογία και οι αγροτικές εισφορές να βρίσκονται στα ύψη - σε πολύ υψηλά επίπεδα σε σχέση με άλλες χώρες. Αυτό επιβαρύνει το τουριστικό προϊόν, έτσι ώστε να γινόμαστε λιγότερο ανταγωνιστικοί ή, για να παραμείνουμε ανταγωνιστικοί, οι ελληνικές επιχειρήσεις βάζουν σε περιπέτειες τη βιωσιμότητά τους. Τα δύο βασικά προβλήματα για τη βιωσιμότητα των ελληνικών επιχειρήσεων είναι αφενός η φορολογία και αφετέρου τα υψηλά επιτόκια. Επομένως, ουσιαστική ανάπτυξη και ξεμπλοκάρισμα επενδύσεων μέσα από τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας δεν πρόκειται να δούμε εάν δεν υπάρξουν άμεσα φορολοελαφρύνσεις και αποκλιμάκωση των επιτοκίων στον εταιρικό κλάδο», αναφέρει ο Μιχάλης Βαμιεδάκης, εντεταλμένος σύμβουλος Τουρισμού της Περιφέρειας Κρήτης και νυν υποψήφιος περιφερειακός σύμβουλος.
Ο κ. Βαμιεδάκης, μεταξύ άλλων, ανέφερε: «Επειδή οι τουριστικές επιχειρήσεις είναι κατά κύριο λόγο επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών, επομένως τα μεγαλύτερα ποσοστά του κόστους τους έχουν να κάνουν με το προσωπικό τους. Κι ενώ οι μισθοί μένουν σε χαμηλά επίπεδα στην Ελλάδα, οι εισφορές είναι πάρα πολύ υψηλές. Φτάνουμε επομένως στο παράδοξο να έχουμε χαμηλά αμειβόμενα εργαζόμενους και υψηλό μισθολογικό κόστος για τις επιχειρήσεις. Πλέον, δίπλα σε αυτό έχουμε υψηλό ΦΠΑ, που, έστω και με καθυστέρηση, ξεκίνησε μια διαδικασία εκλογίκευσής του, οπότε ήταν μια κίνηση καλής θέλησης. Από την άλλη μένουν σε υψηλά ποσοστά οι φορολογικοί συντελεστές και το προϊόν».