Μισθοί: Διολισθαίνει συνεχώς η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων - «Δεν φτάνει ούτε για τα βασικά», λένε οι Κρητικοί

Κρήτη
Μισθοί: Διολισθαίνει συνεχώς η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων - «Δεν φτάνει ούτε για τα βασικά», λένε οι Κρητικοί

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Κάτω από το επίπεδο της αξιοπρεπούς διαβίωσης το βασικό μηνιάτικο στη χώρα, σύμφωνα με την έκθεση της ΓΣΕΕ - Μετά τις αυξήσεις του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα το 2022, η Ελλάδα ανήλθε στην 11η θέση από τη 16η στην οποία βρισκόταν το 2021

Κάτω από το επίπεδο της αξιοπρεπούς διαβίωσης βρίσκεται ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα, με άμεση συνέπεια να τίθεται ευθέως ζήτημα επιβίωσης, ενώ την ίδια στιγμή η απώλεια της αγοραστικής δυναμικής είναι ιδιαιτέρως σημαντική, παρά τις όποιες αυξήσεις γίνονται στον κατώτερο μισθό, όπως επισημαίνει το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, το οποίο έδωσε πριν λίγες ημέρες στη δημοσιότητα την Ενδιάμεση Έκθεση του 2022 για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση. Την ίδια στιγμή, σοβαρό πρόβλημα αντιμετωπίζει η απασχολησιμότητα στην Ελλάδα, με το δεύτερο τρίμηνο του 2022 να είναι το δεύτερο χαμηλότερο στην Ευρώπη. Επισημαίνεται, μεταξύ άλλων, πως ο ιδιωτικός τομέας δημιουργεί θέσεις εργασίας, αλλά οι συγκεκριμένες θέσεις είναι χαμηλής προστιθέμενης αξίας.

Ειδικότερα, εδώ και σχεδόν ένα χρόνο βιώνουμε ένα νέο εργασιακό περιβάλλον στη μετά COVID εποχή. Η πανδημική κρίση δημιούργησε ένα μεγάλο σοκ στην παραγωγική ανάκαμψη και οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας. Το ζήτημα είναι πως η μετα-πανδημική κρίση συνδυάστηκε με την πληθωριστική κρίση. Οι οικονομολόγοι ορθά είχαν προβλέψει πως μετά την πανδημία θα υπάρξει μια κρίση του πληθωρισμού ως αποτέλεσμα καθυστέρησης στην εφοδιαστική αλυσίδα.

Ωστόσο, ο πληθωρισμός ήταν ανεξέλεγκτος, με αποτέλεσμα σε πολλά προϊόντα η τιμή να ανέβει μέχρι και 30% πάνω, ενώ το ηλεκτρικό ρεύμα και τα καύσιμα, όπως πετρέλαιο και βενζίνη, να σημειώνουν ανοδική πορεία. Η κυβέρνηση προέβη σε μια σειρά μέτρων όπως το fuel pass, με πολλούς αρμόδιους φορείς να υποστηρίζουν πως τέτοιου είδους πολιτικές δεν επιλύουν το πρόβλημα. Όπως χαρακτηριστικά τονίζουν, είναι μέτρα- “ασπιρίνες”, ενώ, όπως λένε, το πρόβλημα θα επιλυθεί μέσω μεγάλων αυξήσεων σε μισθούς και σε συντάξεις.

Βρισκόμαστε λίγο πριν το τέλος του 2022 και το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ πραγματοποίησε έρευνα, όπου επισημαίνει τα προβλήματα που έχουν ανακύψει. Παρά το γεγονός ότι, όπως φαίνεται, ο κύκλος της οικονομικής εσωστρέφειας που προκάλεσε η πανδημία έχει κλείσει και επουλωθεί, ζητήματα όπως η απασχολησιμότητα, ο κατώτατος μισθός, η ισότιμη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας και η αναιμική προστασία των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις είναι μείζονος σημασίας.

Ειδικότερα, στα βασικότερα συμπεράσματα της Ενδιάμεσης Έκθεσης της ΓΣΕΕ γίνεται λόγος για τον κατώτατο μισθό στην Ελλάδα. Ειδικότερα, όπως επισημαίνεται, μετά τις αυξήσεις του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα το 2022, η χώρα μας ανήλθε στην 11η θέση, από τη 16η στην οποία βρισκόταν το 2021. Η εξέλιξη αυτή «είναι θετική, ωστόσο ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα εξακολουθεί να είναι κάτω από το επίπεδο της αξιοπρεπούς διαβίωσης. Η απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού είναι διαρκής όσο αυξάνεται το επίπεδο τιμών και επομένως θα πρέπει να υπάρξει νέα και σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού το 2023».

Επίσης, όπως τονίζεται, η προστασία των εργαζομένων στην Ελλάδα από συλλογικές συμβάσεις εργασίας είναι «αξιοσημείωτα περιορισμένη». Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι, σύμφωνα με σχετική οδηγία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, «η Ελλάδα πρέπει να αυξήσει το ποσοστό κάλυψης των συλλογικών συμβάσεων κατά 54,2 ποσοστιαίες μονάδες».

Απέναντι σε αυτήν την κατάσταση, ο γενικός γραμματέας του Εργατικού Κέντρου και πρόεδρος του Σωματείου Μαγείρων και Ζαχαροπλαστών Νομού Ηρακλείου, Νεκτάριος Μωυσάκης, εξαπέλυσε ένα δριμύ “κατηγορώ” στην κυβέρνηση που δεν υιοθετεί κοινωνικά βιώσιμες πολιτικές... «Ως Εργατικό Κέντρο συμφωνούμε με τα πορίσματα της ΓΣΕΕ. Ζούμε εντός ελληνικής κοινωνίας και είμαστε σε θέση να κατανοούμε τον μισθωτό εργαζόμενο πώς επιβιώνει. Η κυβέρνηση έχει πάρει μέτρα εναντίον των εργαζομένων. Ο μισθωτός δεν μπορεί να αγοράσει τα απαραίτητα είδη από το σούπερ-μάρκετ. Πολιτικές τύπου “καλάθι της νοικοκυράς” είναι σταγόνα στον ωκεανό, και ξέρουμε πως πολλά νοικοκυριά δεν μπορούν να πληρώσουν το ηλεκτρικό ρεύμα. Η ελληνική κοινωνία στενάζει. Και γενικότερα η κατάσταση είναι έκρυθμη», επισημαίνει ο κ. Μωυσάκης.

Από την πλευρά του, ο πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου Ρεθύμνου, Κωνσταντίνος Νικολιδάκης, υπογράμμισε πως, «όσο και εάν ανέβουν οι μισθοί, ο πληθωρισμός είναι αρκετά πάνω. Κινείται στο 11-12% και τα πάντα έχουν πάρει αυξήσεις: από βασικά τρόφιμα όπως το κρέας, το γάλα και τα λαχανικά μέχρι το ηλεκτρικό ρεύμα και τα καύσιμα. Ο κατώτερος μισθός δεν επαρκεί για την κάλυψη των βασικών βιοτικών αναγκών. Εάν λοιπόν δεν υπάρξουν πολιτικές ενίσχυσης του εισοδήματος, τότε μην περιμένουμε καμία αλλαγή».

Ανθεκτική η ελληνική οικονομία

Είναι άξιο αναφοράς πως, παρά τη συνεχιζόμενη ενεργειακή κρίση και τους επιβραδυνόμενους ρυθμούς μεταβολής του παγκόσμιου ΑΕΠ, η ελληνική οικονομία εμφανίζεται ανθεκτική διατηρώντας το α’ εξάμηνο του 2022 υψηλό ρυθμό μεγέθυνσης του πραγματικού ΑΕΠ, σε σύγκριση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (8% και 7,7% το α’ και β’ τρίμηνο, έναντι 5,5% και 4,3% στον μέσο όρο της Ευρωζώνης αντίστοιχα). Ωστόσο, το 2023 είναι έτος σημαντικών προκλήσεων και αβεβαιότητας για την ελληνική οικονομία, η οποία δε διαθέτει ισχυρούς ενδογενείς μηχανισμούς που θα εξασφαλίσουν τη διατηρησιμότητα της δυναμικής της.

Η κατανάλωση και οι εξαγωγές υπηρεσιών εξακολουθούν να είναι οι κύριοι προσδιοριστικοί παράγοντες της οικονομικής δραστηριότητας, καθώς το β’ τρίμηνο του 2022 αυξήθηκαν κατά 3,4 δισ. ευρώ και 3 δισ. ευρώ αντίστοιχα. Οι συνολικές επενδύσεις όλων των τομέων της οικονομίας διατηρούνται σχετικά σταθερές σε χαμηλό επίπεδο (12% του ΑΕΠ το α’ και το β’ τρίμηνο του 2022) και με μεγάλη απόσταση από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (περίπου 10 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ).

Επίσης, εστία προβληματισμού αποτελεί η συνεχιζόμενη αύξηση των εισαγωγών προϊόντων. Το β’ τρίμηνο του 2022 αντιστοιχούσαν στο 44,4% του ΑΕΠ, έναντι 34,3% του ΑΕΠ το ίδιο τρίμηνο του 2021. Η αύξηση αυτή υπερκαλύπτει την αύξηση των εξαγωγών, με αποτέλεσμα το β’ τρίμηνο του 2022 η Ελλάδα να καταγράφει εμπορικό έλλειμμα ύψους 6,6% του ΑΕΠ. Το εμπορικό έλλειμμα, σε συνδυασμό με την αναγκαία προσαρμογή του δημοσιονομικού ισοζυγίου, επιδεινώνει τη διατηρησιμότητα της οικονομικής μεγέθυνσης και την ευθραυστότητα της οικονομίας.

Σε κλαδικό επίπεδο, μεγαλύτερη συμβολή στην παραγωγή Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας είχε ο ενοποιημένος κλάδος εμπορίου, μεταφορών, αποθήκευσης, καταλυμάτων και εστίασης (ετήσια αύξηση περίπου 4 δισ. ευρώ το β’ τρίμηνο του 2022). Περιορισμένη αύξηση παρουσίασε και ο κλάδος της μεταποίησης, η συμβολή όμως του οποίου στην εγχώρια παραγωγή είναι περιορισμένη (5,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ χαμηλότερα σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης). Αντίστοιχα μικρή ήταν η συμβολή των επαγγελματικών, επιστημονικών και τεχνικών δραστηριοτήτων. Τα στοιχεία αυτά επισημαίνουν την ανάγκη παραγωγικής αναδιάρθρωσης για την ενίσχυση της αναπτυξιακής βιωσιμότητας της χώρας μας.

Το δημοσιονομικό σύστημα της ελληνικής οικονομίας αντιμετωπίζει τους κραδασμούς που έχουν προκαλέσει η πανδημία και η πληθωριστική κρίση. Ωστόσο, σύμφωνα με όλες τις επίσημες εκτιμήσεις, το 2023 το πρωτογενές ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης εκτιμάται ότι θα είναι πλεονασματικό.

Έμμεσοι φόροι

Στην έρευνα του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ καταδεικνύεται πως η σχετικά μεγάλη αύξηση των έμμεσων φόρων κατά τη διάρκεια της πληθωριστικής κρίσης συντήρησε το πρόβλημα της μη προοδευτικότητας του φορολογικού συστήματος της χώρας. Το α’ εξάμηνο του 2022 η Ελλάδα καταλάμβανε την τρίτη θέση μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωζώνης όσον αφορά στο ύψος του λόγου “έμμεσοι/άμεσοι φόροι”, πίσω από τη Λετονία και την Πορτογαλία.

Η άνοδος του πληθωρισμού φαίνεται να έχει συμβάλει στη βελτίωση της χρηματοπιστωτικής κατάστασης του Δημοσίου, επηρεάζοντας θετικά την εξέλιξη του ποσοστού των πληρωμών για τόκους της Γενικής Κυβέρνησης στο σύνολο των εσόδων της από άμεσους φόρους, έμμεσους φόρους και κοινωνικές εισφορές. Ειδικότερα, το διάστημα από το γ’ τρίμηνο του 2021 έως το β’ τρίμηνο του 2022 το συγκεκριμένο ποσοστό στη χώρα μας διαμορφώθηκε στο 5,6%, μειωμένο κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες συγκριτικά με την προ πανδημίας περίοδο. Παράλληλα, ο πληθωρισμός συνέβαλε, μεταξύ άλλων, και στην αποκλιμάκωση του ποσοστού του δημόσιου χρέους. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το 2022 το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ θα διαμορφωθεί στο 171,1% (μείωση 23,4 ποσοστιαίων μονάδων έναντι του προηγούμενου έτους), ενώ το 2023 θα κατέλθει στο 161,9%.

Ωστόσο, παρά τη βελτίωση αυτή, η χρηματοπιστωτική εικόνα του Δημοσίου αναμένεται να παραμείνει σχετικά εύθραυστη, δεδομένης, μεταξύ άλλων, της επιδείνωσης της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών, της αύξησης των επιτοκίων εξαιτίας της σύσφιγξης της νομισματικής πολιτικής διεθνώς και της γεωπολιτικής αστάθειας. Ο δείκτης φερεγγυότητας του Δημοσίου εκτιμάται ότι το 2022 θα παραμείνει σε καθεστώς ultra-Ponzi, εξέλιξη που θα ασκήσει αυξητικές πιέσεις στις χρηματοδοτικές ανάγκες και στον όγκο του χρέους της Γενικής Κυβέρνησης. Τέλος, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η χρηματοπιστωτική κατάσταση του Δημοσίου θα παραμείνει εύθραυστη και τη διετία 2023-2024, με τον δείκτη φερεγγυότητας να βρίσκεται στο καθεστώς Ponzi (σ.σ. επενδυτικό σχήμα που περιλαμβάνει την πληρωμή απόδοσης σε επενδυτές από τα χρήματα που πληρώνονται από μεταγενέστερους επενδυτές, αντί από τα καθαρά κέρδη που συγκεντρώνονται από πραγματικές πωλήσεις).

Στο πλαίσιο αυτό, η δημοσιονομική διαχείριση της πληθωριστικής κρίσης πρέπει να γίνει με τρόπο συνετό, δίνοντας προτεραιότητα σε μέτρα που στηρίζουν το διαθέσιμο εισόδημα των πιο ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, ενισχύουν τις ροές ρευστότητας στην οικονομία και έχουν υψηλό επεκτατικό αποτέλεσμα σε όρους εισοδήματος και ποιοτικής απασχόλησης. Μια τέτοια σύνθετη επιλογή αποτελεί πρόκληση αλλά και αναγκαιότητα, ώστε να διασφαλιστεί σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα η φερεγγυότητα της χώρας, ειδικά μέσα στο επιδεινούμενο εξωτερικό περιβάλλον της οικονομίας.

Απασχολησιμότητα - «Ψάχνουν δουλειά σε άλλους κλάδους»

Στην έρευνα της ΓΣΕΕ γίνεται αναφορά και στην απασχολησιμότητα. Ειδικότερα, το α’ εξάμηνο του 2022 το ποσοστό απασχόλησης και το ποσοστό ανεργίας παρουσίασαν σημαντική βελτίωση σε σχέση με το 2021. Το β’ τρίμηνο το ποσοστό απασχόλησης ήταν 60,5%, ενώ το ποσοστό ανεργίας 12,2%. Η αγορά εργασίας έχει ήδη ανακάμψει από το σοκ της πανδημικής κρίσης και δε φαίνεται να επηρεάζεται, προς το παρόν τουλάχιστον, αρνητικά από την τρέχουσα ενεργειακή κρίση και την πληθωριστική έξαρση. Ωστόσο, τα διαρθρωτικά της προβλήματα παραμένουν.

Το β’ τρίμηνο το ποσοστό απασχόλησης ήταν το δεύτερο χαμηλότερο στην Ε.Ε., ενώ η συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας ήταν κατά 22,1% χαμηλότερη του μέσου όρου της Ευρωζώνης.

Την έννοια της απασχολησιμότητας το έτος 2022 σχολίασε στο neakriti.gr, ο πρόεδρος του Εργατοϋπαλληλικού Κέντρου Λασιθίου και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΓΣΕΕ Μανόλης Πεπόνης, ο οποίος είπε: «Πράγματι, είναι μια πραγματικότητα - και μάλιστα διαχρονική - το γεγονός ότι η απασχόληση κινείται σε χαμηλά επίπεδα στην Ελλάδα σε σχέση με άλλες χώρες της Ε.Ε. Δεν είναι τωρινό φαινόμενο, αλλά υπάρχει εδώ και χρόνια. Η αγορά εργασίας είναι ένα αρκετά διαφορετικό μέγεθος. Το ζήτημα είναι πως το πρόβλημα έχει γίνει πιο έντονο και κυρίως μετά την πανδημία παρατηρούνται αλλαγές στις διάφορες επαγγελματικές ειδικότητες. Πολλοί άνθρωποι από τον χώρο του τουρισμού και του πρωτογενούς τομέα έφυγαν και άλλαξαν επαγγελματικό κλάδο. Επίσης, στην Ελλάδα ο εργασιακός ρόλος της γυναίκας είναι υποβαθμισμένος. Πολλές επαγγελματικές ειδικότητες εργάζονται 10 και 12 ώρες, ενώ την ίδια στιγμή οι μισθοί έχουν περικοπεί».

Στον ιδιωτικό τομέα περισσότερες αλλά ελαστικές... θέσεις εργασίας

Στην έρευνα καταδεικνύεται πως ο ιδιωτικός τομέας δημιουργεί ναι μεν θέσεις εργασίας, αλλά αυτές είναι θέσεις χαμηλής παραγωγικότητας.

Αναλυτικότερα, η μεγαλύτερη αύξηση της απασχόλησης εντοπίζεται στον κλάδο της παροχής καταλύματος και εστίασης και ακολούθως στο εμπόριο. Επί της ουσίας ο ιδιωτικός τομέας δημιουργεί θέσεις απασχόλησης σε κλάδους που παράγουν χαμηλή προστιθέμενη αξία, είναι χαμηλής παραγωγικότητας και προσφέρουν χαμηλούς μισθούς. Η απασχόληση στον τριτογενή τομέα της οικονομίας έχει ανακάμψει στο επίπεδο του 2008, ενώ η απασχόληση στον δευτερογενή τομέα παραμένει κατά 38% χαμηλότερη από το 2008.

Το δ’ τρίμηνο του 2021 και το α’ τρίμηνο του 2022 υπήρξε σημαντική αύξηση της ημιαπασχόλησης, η οποία περιορίστηκε το β’ τρίμηνο του 2022. Το 50% των ημιαπασχολούμενων επιθυμούσε να εργαστεί με πλήρες ωράριο, αλλά δεν μπορούσε να βρει θέση πλήρους απασχόλησης. Ο κύριος όγκος των υποαπασχολούμενων είναι ηλικίας 30-44 ετών και ακολούθως 45-64 ετών.

Το μέλος της διοίκησης του Εργατικού Κέντρου Ηρακλείου και τέως πρόεδρος της Ένωσης Ιδιωτικών Υπαλλήλων Νομού Ηρακλείου, Δημόκριτος Σαλούστρος, υποστήριξε: «Αυτό που παρατηρώ εγώ και ενδεχομένως εναντιώνεται στην έρευνα της ΓΣΕΕ είναι πως έχουν αυξηθεί οι εμποροϋπάλληλοι, αλλά την ίδια στιγμή έχουν σταματήσει οι συμβάσεις αορίστου χρόνου και οι πλήρεις συμβάσεις. Οι συμβάσεις είναι τετράωρες και στην εργασία κυριαρχούν οι ελαστικές μορφές απασχόλησης. Δεν υπάρχει βιώσιμος χρόνος αλλά συνεχής υπερεντατικοποίηση. Εμείς ως συνδικάτο έχουμε ζητήσει σταθερό ημερήσιο χρόνο για τον κάθε εργαζόμενο και να έχει ένα μισθό αξιοπρέπειας».

«Είναι λογικό ο άνθρωπος που δουλεύει σε καθεστώς ημιαπασχόλησης να επιθυμεί να εργαστεί σε καθεστώς πλήρους απασχόλησης. Ζούμε σε δύσκολες συνθήκες και ο εργαζόμενος μπορεί να το αλλάξει μόνο όταν δουλέψει περισσότερο. Η απάντηση δεν είναι να δουλεύει δεκάωρα ούτε δωδεκάωρα. Θα πρέπει ο εργαζόμενος να έχει αξιοπρέπεια και να μπορεί να ανταποκρίνεται στις καθημερινές του ανάγκες. Όταν επικρατεί μια κατάσταση απορρύθμισης, βάλλονται όλοι. Και οι επιχειρήσεις και οι εργαζόμενοι. Το ζήτημα είναι να υπάρχει σεβασμός στον εργαζόμενο και στις ανάγκες του, ώστε να μπορεί να καλύπτει τις ανάγκες του», υπογράμμισε από την πλευρά του το μέλος της διοίκησης του Εργατικού Κέντρου και αντιπρόεδρος της Επιτροπής του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ κ. Αναστάσιος Ξενάκης.

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News