«Μαχαίρι» και στο ψωμί - Πόσο αυξήθηκε η τιμή του στην Κρήτη

Κρήτη
«Μαχαίρι» και στο ψωμί - Πόσο αυξήθηκε η τιμή του στην Κρήτη

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Μέσα σε έναν χρόνο η μέση τιμή του ψωμιού στην ΕΕ αυξήθηκε κατά 18%

Το... «ψωμί ψωμάκι» λέμε ήδη στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφού η τιμή του έχει πάρει για τα καλά την ανηφόρα και, σύμφωνα με την ΕΛ.ΣΤΑΤ., ήδη μόνο τον Αύγουστο, σε σχέση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο, αυξήθηκε σε ποσοστό έως 20%, καθώς η φρατζόλα «άγγιξε» ακόμα και το 1,30 ευρώ. Πολλοί καταναλωτές πλέον αγοράζουν ψωμί μέρα παρά μέρα ενώ άλλοι μπαίνουν στην διαδικασία να φτίαξουν το δικό τους στο σπίτι.

Όπως είναι γνωστό, οι ανατιμήσεις αυτές αποδίδονται στην εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, καθώς πρόκειται για χώρες που είναι και οι δύο σημαντικοί εξαγωγείς σιτηρών και λιπασμάτων σε πολλές χώρες του κόσμου. Έτσι και στη χώρα μας, που πλέον σε άλευρα έχει πολύ μεγάλη εξάρτηση, παρότι ως τα μέσα της δεκαετίας του 2000 ήμασταν αυτάρκεις, έχουμε αυξήσεις στην τιμή του ψωμιού.

Συγκεκριμένα, αξίζει να σημειωθεί ότι η τιμή του σταριού αυξάνεται από τον Φεβρουάριο, όταν λόγω του πολέμου διακόπηκαν οι εξαγωγές μέσω της Μαύρης Θάλασσας επί μήνες, ενώ περιορίστηκαν και οι εξαγωγές λιπασμάτων επειδή οι Ρώσοι παραγωγοί έχασαν την πρόσβαση στα λιμάνια της Βαλτικής Θάλασσας, τα οποία χρησιμοποιούσαν για να στέλνουν αμμωνία σε όλον τον κόσμο.

Η μέση τιμή του ψωμιού στην Ε.Ε. ήταν κατά 18% υψηλότερη τον Αύγουστο, σε σύγκριση με την προηγούμενη χρονιά, με βάση στοιχεία της Eurostat. Αυτή είναι η μεγαλύτερη αύξηση από τον Δεκέμβριο του 2017, όταν η Eurostat ξεκίνησε να κρατά στατιστικά στοιχεία. Τον Αύγουστο του 2021 η μέση τιμή του ψωμιού αυξήθηκε κατά 3% σε ετήσια βάση.

Οι μεγαλύτερες αυξήσεις σε ετήσια βάση καταγράφονται στην Ουγγαρία και τη Λιθουανία, με 66% και 33% αντίστοιχα. Οι χαμηλότερες καταγράφονται στη Γαλλία (8%), την Ολλανδία και το Λουξεμβούργο (10%).

Την περασμένη Παρασκευή, εξάλλου, η Eurostat επιβεβαίωσε ότι ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη έφτασε σε υψηλό όλων των εποχών, στο 9,1% τον Αύγουστο, λόγω των υψηλών τιμών στην ενέργεια και τα τρόφιμα.

«Στις πλάτες των λαών»

Για παιχνίδια αισχροκέρδειας στις πλάτες των λαών, με την κυβέρνηση να λαμβάνει μέτρα που στηρίζουν τους βιομήχανους και όχι τα λαϊκά νοικοκυριά, κάνει λόγο, σχολιάζοντας την ακρίβεια στο ψωμί, ο πρόεδρος του Συνδικάτου Οικοδόμων Νομού Ηρακλείου και στέλεχος του ΠΑΜΕ Γιάννης Γωνιανάκης. «Κερδοσκοπούν με αφορμή τον πόλεμο σε βάρος κάθε λαϊκής οικογένειας. Το βασικός είδος, λοιπόν, που είναι το ψωμί για κάθε λαϊκή οικογένεια, έχει γίνει αυτή τη στιγμή είδος πολυτελείας. Φτάσαμε εκεί. Αν είχαν προχωρήσει, όπως λέγαμε εμείς σαν σωματείο, στη μείωση του ΦΠΑ στα είδη λαϊκής κατανάλωσης, θα μπορούσε μια οικογένεια να πάει στο σούπερ-μάρκετ χωρίς να χρειάζεται να δαπανήσει όλο της τον μισθό στην αγορά τροφίμων. Με όλα αυτά, λοιπόν, σήμερα οδηγούμαστε με μαθηματική ακρίβεια στο φάσμα της πείνας και της εξαθλίωσης», όπως καταγγέλλει στην εφημερίδα μας ο πρόεδρος των οικοδόμων. «Εμείς ως συνδικάτα που συσπειρωνόμαστε στο ΠΑΜΕ βάζουμε ως βασικό μας αίτημα τη μείωση του ΦΠΑ στα είδη λαϊκής κατανάλωσης και ειδικότερα στα τρόφιμα, αλλά και στην ενέργεια όπως και στο νερό. Δε γίνεται αυτή τη στιγμή να ξαναπληρώσουμε τα σπασμένα εν έτει 2022 και από την άλλη να έχουμε πακτωλό χρημάτων στους βιομήχανους, τους εφοπλιστές και σε όλους τους μεγάλους...».

«Δεν μπορούμε να ξαναφτιάξουμε βιομηχανίες»

Για αδυναμία επιστροφής στις «χρυσές εποχές» της αυτάρκειας σε άλευρα και της λειτουργίας των βιομηχανιών αλεύρου στην Ελλάδα έκανε λόγο προς την εφημερίδα μας ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών και Εμπόρων Νομού Ηρακλείου, Μπάμπης Λεκάκης.

«Το ψωμί σαν αγαθό παραμένει ως το πρώτο και κύριο προϊόν σε κατανάλωση. Δυστυχώς, όμως, οι αυξήσεις οι αναμενόμενες που είχαμε το προηγούμενο διάστημα στις πρώτες ύλες έχουν επιφέρει αυτή την άνοδο της τιμής. Το δυσάρεστο είναι ότι το επόμενο διάστημα δυστυχώς περιμένουμε κι άλλες αυξήσεις. Σε ό,τι έχει να κάνει με το ρεύμα, δυστυχώς η κυβέρνηση καλείται να καλύψει ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό από την ακρίβεια, αλλά δε φτάνει. Όταν καλύπτει γύρω στο 80% με 85%, το 15% επιπλέον για μια επιχείρηση ως κόστος είναι αρκετά υψηλό. Και δυστυχώς στα υλικά όπως τα άλευρα, η ανηφόρα της τιμής συνεχίζεται», σύμφωνα με τον πρόεδρο της ΟΕΒΕΝΗ.

«Δυστυχώς είναι πάρα πολύ δύσκολο να ξαναστηθούν οι βιομηχανίες που παρήγαγαν προϊόντα που χρειάζονταν για το ευρύ καταναλωτικό κοινό. Έτσι όπως είναι το σύστημα δομημένο θα πρέπει να ξεκινήσουμε από τον πρωτογενή τομέα. Μέχρι να φτάσουμε στο σημείο να έχουμε και μια βιομηχανία αλεύρων, έχουμε πάρα πολύ δρόμο. Και το βλέπουμε σε συνεχή βάση. Δείτε το προηγούμενο διάστημα πώς εξαφανίστηκαν τα σταφύλια μας, γιατί πλέον οι αγρότες δεν μπορούν να παράγουν με την ακρίβεια που υπάρχει. Και να παράγουν ένα προϊόν το οποίο σε γενικές γραμμές πωλείται σε τιμές κάτω του κόστους παραγωγής, νομίζω ότι δεν αξίζει τον κόπο και δε θα ασχοληθεί κανείς πλέον», καταλήγει ο Μπάμπης Λεκάκης.

Εισαγωγές σιτηρών - Τα πρόσφατα στοιχεία για τη χώρα μας

Όπως γράψαμε και σε προηγούμενα ρεπορτάζ, τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και της πρώην ΠΑΣΕΓΕΣ αναφέρουν ότι, αναφορικά με το μαλακό σιτάρι, από το οποίο γίνεται το ψωμί, εισάγουμε ετησίως πάνω από 1.000.000 τόνους αξίας εκατομμυρίων ευρώ, κυρίως από χώρες όπως η Ρωσία, η Γαλλία και η Ουκρανία.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1957 η Ελλάδα πέτυχε την αυτάρκεια σε μαλακό σιτάρι με την ποικιλία Γ 38290, που δημιούργησε το Ελληνικό Ινστιτούτο Σιτηρών. Μάλιστα, προς τα τέλη του 1970 υπήρχε πλεόνασμα, που διατηρήθηκε μέχρι το 1984! Έκτοτε αρχίζει ραγδαία η μείωση της καλλιέργειας του μαλακού σιταριού, η οποία συνοδεύεται από αντίστοιχη αύξηση της καλλιέργειας του σκληρού. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα στοιχεία αυτά, τα 2.498.070 στρέμματα (με παραγωγή 649.800 τόνων), που καλλιεργούνταν με σκληρό σιτάρι στην Ελλάδα το 1981, αυξήθηκαν το 2001 σε 7.083.100 στρέμματα (με παραγωγή 1.457.260 τόνων), ενώ, αντίστροφα, τα 7.517.747 στρέμματα (με παραγωγή 2.106.270 τόνων), που καλλιεργούνταν με μαλακό σιτάρι στην Ελλάδα το 1981, μειώθηκαν το 2001 σε 1.682.273 στρέμματα (με παραγωγή 442.060 τόνων).

(φωτογραφία αρχείου shutterstock)

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News