Με πρωτογενές πλεόνασμα πέραν κάθε προσδοκίας, που έφτασε στο 4,2% του ΑΕΠ, έκλεισε τελικά το 2017, το «τελευταίο μνημονιακό έτος», σύμφωνα με δηλώσεις της κυβέρνησης.
Ο λόγος για το πλεόνασμα που καθορίζει το αν θα ληφθούν ή όχι νέα μέτρα και διαφέρει (για μια σειρά από τεχνικούς λόγους) από τη χθεσινή ανακοίνωση της ΕΛ.ΣΤΑΤ. για πρωτογενές πλεόνασμα στο 4% του ΑΕΠ σε εθνικολογιστική βάση.
Με βάση τις χθεσινές ανακοινώσεις, αποδείχτηκε ότι το πλεόνασμα ήταν τελικά υπερδιπλάσιο του μνημονιακού στόχου. Βεβαίως είναι λογικό - όπως δέχτηκε και ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος - ότι αυτή η τεράστια υπεραπόδοση “αποστράγγισε” την αγορά και την κοινωνία.
Ο μνημονιακός στόχος προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα στο 1,75% του ΑΕΠ το 2017 και στο 3,5% του ΑΕΠ από το 2018 έως το 2023. Αλλά και ο προϋπολογισμός του 2018 υπολόγιζε μνημονικό πλεόνασμα 2,44% του ΑΕΠ το 2017. Η επίδοση είχε προαναγγελθεί από αξιωματούχους του ΥΠ.ΟΙΚ., που μίλαγαν χθες από τις ΗΠΑ για πρωτογενές πλεόνασμα στο 3,5%-3,7% του ΑΕΠ.
Η επίδοση του 2017 διαφέρει κατά 0,2% σε σχέση με το πρωτογενές πλεόνασμα που μετριέται σε όρους Eurostat και ανακοινώθηκε νωρίτερα από την ΕΛ.ΣΤΑΤ. Ο λόγος είναι ότι υπάρχουν μια σειρά από τεχνικές διαφοροποιήσεις στον τρόπο υπολογισμού των δύο δεικτών (πλεόνασμα κατά μνημόνιο και κατά Eurostat), που αναπροσδιορίζονται σε κάθε διαπραγμάτευση με τους δανειστές.
Εντωμεταξύ, η Eurostat στην παράλληλη ανακοίνωσή της για την πιστοποίηση των στοιχείων όλων των κρατών-μελών της Ε.Ε. κατατάσσει την Ελλάδα στην 1η θέση μεταξύ των “28” αναφορικά με το ύψος του χρέους. Στο πεδίο των ελλειμμάτων/πλεονασμάτων η Ελλάδα κατατάσσεται στη 10η θέση με επίδοση 0,8% (πλεόνασμα γενικής κυβέρνησης με τόκους, το οποίο δημοσιεύει η Eurostat στο χθεσινό δελτίο).
Η δήλωση Μοσκοβισί
Ο επίτροπος Οικονομίας Πιέρ Μοσκοβισί δήλωσε μετά την ανακοίνωση της Εurostat ότι «τα στοιχεία της Εurostat που ανακοινώθηκαν σήμερα (σ.σ. χθες) δείχνουν ότι για μια ακόμη φορά το 2017 η Ελλάδα υπερέβη τους δημοσιονομικούς της στόχους. Για δεύτερη συνεχή χρονιά η Ελλάδα κατέγραψε δημοσιονομικό πλεόνασμα, αυτή τη φορά στο 0,8% του ΑΕΠ το 2017, μια επίδοση που είναι πολύ καλύτερη από την τελευταία πρόβλεψη της Επιτροπής το Νοέμβριο του 2017.
Το πρωτογενές πλεόνασμα, υπολογισμένο με βάση τη μέθοδο που συμφώνησαν οι Θεσμοί στο πλαίσιο του Προγράμματος του ESM, φτάνει το 4,2% του ΑΕΠ το 2017: δηλαδή είναι υπερδιπλάσιο του στόχου του 1,75% του ΑΕΠ. Αυτά τα καλά νέα είναι ευπρόσδεκτα για την Ελλάδα, ενόψει των κρίσιμων συζητήσεων του Eurogroup, που πρέπει να προετοιμάσει τη θετική ολοκλήρωση του ελληνικού προγράμματος φέτος το καλοκαίρι».
Το ΥΠ.ΟΙΚ., σε δελτίο Τύπου που εξέδωσε μετά την ανακοίνωση των στοιχείων, αναφέρει ότι «η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 4% του ΑΕΠ για το 2017, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, αποδεικνύει για μια ακόμα χρονιά την αξιοπιστία της δημοσιονομικής διαχείρισης.
Με βάση τη μεθοδολογία του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής, το πρωτογενές πλεόνασμα της Γενικής Κυβέρνησης για το 2017 αναμένεται να ανέλθει σε 4,2% του ΑΕΠ, σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις».
«Η κυβέρνηση δε δικαιούται να πανηγυρίζει για το πρωτογενές πλεόνασμα, το οποίο οφείλεται στη συνειδητή επιλογή της να υπερφορολογήσει νοικοκυριά και επιχειρήσεις», τόνισε ο τομεάρχης Οικονομικών της Νέας Δημοκρατίας Χρήστος Σταϊκούρας.
Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, «το αποτέλεσμα της πολιτικής της είναι η συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών, η διόγκωση του ιδιωτικού χρέους και η αδυναμία επίτευξης των αναπτυξιακών στόχων».
Μεταξύ άλλων, ανέφερε: «Ταυτόχρονα, η χώρα παρουσιάζει σημαντική αναπτυξιακή υστέρηση, κατέχοντας την τελευταία θέση σε οικονομική μεγέθυνση μεταξύ όλων των ευρωπαϊκών κρατών-μελών» και κατέληξε λέγοντας ότι «η κυβέρνηση, επομένως, δε δικαιούται να πανηγυρίζει. Αν μη τι άλλο, επιβεβαιώνεται για άλλη μια φορά ότι απαιτείται άμεσα αλλαγή της οικονομικής πολιτικής, στην κατεύθυνση μείωσης της φορολογίας, ενίσχυσης της ρευστότητας και δημιουργίας περιβάλλοντος προσέλκυσης επενδύσεων, με στόχο την υψηλή και διατηρήσιμη ανάπτυξη, τη δημιουργία ποιοτικών θέσεων απασχόλησης και την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής».