default-image

Φωτιά το καλάθι της νοικοκυράς

Οικονομία
Φωτιά το καλάθι της νοικοκυράς

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο κυβερνητικός "ανένδοτος" για την τιμή του γάλακτος στο ράφι ανακοινώνεται σε μια περίοδο κατά την οποία η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών μειώνεται δραματικά, αλλά οι τιμές στα βασικά είδη που έχουν απόλυτη ανάγκη τα ελληνικά νοικοκυριά άλλες μένουν σταθερές εδώ και αρκετά χρόνια και άλλες ακολουθούν διαρκώς την ανηφόρα. Την κριτική αυτή κάνει, μιλώντας στη "Ν.Κ.", ο πρόεδρος της Ένωσης Καταναλωτών Ν. Ηρακλείου Νίκος Τζανάκης, ενώ η εφημερίδα μας για του λόγου το αληθές παρουσιάζει σήμερα και την εξέλιξη των τιμών των τελευταίων χρόνων, μέσα από έγκυρες και αξιόπιστες πηγές της αγοράς!

«Οι περισσότερες τιμές στα βασικά είδη πρώτης ανάγκης», όπως τονίζει στη "Ν.Κ." ο πρόεδρος της Ένωσης Καταναλωτών Ν. Ηρακλείου, «έχουν κρατηθεί σε σταθερά επίπεδα όλα αυτά τα χρόνια και αυτό είναι παράδοξο σε σχέση με την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών».

Ο Νίκος Τζανάκης κάνει λόγο για την αύξηση των φορολογικών δεικτών και των τιμών της ενέργειας, που ευθύνονται για την αύξηση των εξόδων των νοικοκυριών στη χώρα μας, με αποτέλεσμα, ενώ μειώνεται η ζήτηση των αγαθών, να μη μειώνονται αντίστοιχα - όπως θα έπρεπε να γίνεται σε μια υγιή αγορά - και οι τιμές των αγαθών αυτών.

«Σε γενικές γραμμές τα τελευταία δύο χρόνια το καλάθι της νοικοκυράς είναι σταθεροποιημένο σε υψηλές τιμές. Στις τιμές που ήταν πριν. Αυτό, όμως, είναι παράδοξο. Πάει να πει, δηλαδή, ότι γίνεται προσπάθεια διατήρησης αμιγώς της κερδοφορίας των επιχειρήσεων, εις βάρος των καταναλωτών. Και αυτή η κερδοφορία των επιχειρήσεων διατηρείται με πάρα πολλούς τρόπους. Ο πρώτος είναι με τη διατήρηση υψηλών τιμών. Ο δεύτερος με τις ελαστικές σχέσεις εργασίας και τη μείωση του κόστους εργασίας που έχουν επιβάλει αυτοί οι επιχειρηματίες στο προσωπικό τους και όλο αυτό αντί να μετακυλιστεί στην κατανάλωση και να μειώσει τις τιμές των προϊόντων, στην ουσία, διατηρώντας υψηλές τις τιμές, διατηρούνται και οι κερδοφορίες», τονίζει χαρακτηριστικά ο πρόεδρος της Ένωσης Καταναλωτών Ν. Ηρακλείου.

Επίσημα στοιχεία

Αξίζει να αναφέρουμε τα στοιχεία της έρευνας του ΙΝΕΜΥ της ΕΣΕΕ, που βασίζεται σε στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ. και της Τράπεζας της Ελλάδας και δείχνουν σωρευτική αύξηση των τιμών σε βασικά προϊόντα τροφίμων σε ποσοστό 6,3% την περίοδο 2008-2013, με τα προϊόντα εισαγωγής να επιβαρύνονται περισσότερο.

Τις μεγαλύτερες αυξήσεις παρουσίασαν η ζάχαρη (21,53%), τα αβγά (19,05%), το ρύζι (13,85%) και οι σοκολάτες (10,86%).

Ειδικότερα, μόνο τα αβγά κατέγραψαν σημαντική αύξηση σε σχέση με το 2012, ενώ το νωπό-παστεριωμένο γάλα, τα αναψυκτικά και η ζάχαρη σημείωσαν οριακή άνοδο. Οι τιμές όλων των υπόλοιπων προϊόντων υποχώρησαν το πρώτο τρίμηνο του 2013.

Ακριβότερο καλάθι

Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν δοθεί στο φως της δημοσιότητας, μέσα από επίσημες στατιστικές έρευνες, αν εξετάσουμε τις ενδεικτικές τιμές 20 βασικών αγαθών στα σούπερ-μάρκετ (ρύζι, ψωμί, γάλα, αβγά, ελαιόλαδο κ.λπ.) σε Ελλάδα, Πορτογαλία, Ολλανδία και Λουξεμβούργο, θα δούμε ότι η Ελλάδα στην πραγματικότητα έχει το ακριβότερο καλάθι. Κι αυτό αν λάβουμε υπόψη ότι οι Έλληνες καταναλωτές πληρώνουν για να το αγοράσουν το μεγαλύτερο ποσοστό του μισθού τους, σε σχέση με τους καταναλωτές στις άλλες τρεις χώρες.

Συγκεκριμένα, για ένα καλάθι με 20 βασικά αγαθά που στην Ελλάδα κοστίζει συνολικά 63,4 ευρώ, ο Έλληνας καταναλωτής που πληρώνεται σήμερα με το βασικό (κατώτατο) μισθό των 586 ευρώ χρειάζεται να δαπανήσει το 10,81% των μηνιαίων αποδοχών του. Τα ίδια προϊόντα στην Ολλανδία κοστίζουν 50,3 ευρώ, με τον Ολλανδό εργαζόμενο που αμείβεται με 1.478 ευρώ κατώτατο μισθό να δαπανά μόλις το 3,4% των μηνιαίων εισοδημάτων του, δηλαδή περίπου τρεις φορές λιγότερο από τον Έλληνα.

Αντίστοιχα το ίδιο καλάθι στο Λουξεμβούργο κοστίζει 70,53 ευρώ. Και σε αυτήν τη χώρα όμως, όπου ο βασικός μισθός είναι 1.874, ο καταναλωτής που αμείβεται με τρεισήμισι φορές υψηλότερες αποδοχές από τον Έλληνα δαπανά το 3,7% των μηναίων αποδοχών του, δηλαδή σημαντικά λιγότερο. Τέλος, ο Πορτογάλος καταναλωτής, ο οποίος και αυτός λόγω της οικονομικής κρίσης είδε όπως και οι Έλληνες τα εισοδήματά του να μειώνονται και μάλιστα λαμβάνει βασικό μισθό χαμηλότερο, μόλις 485 ευρώ, πληρώνει για την αγορά των 20 προϊόντων 46,48 ευρώ που αντιστοιχεί στο 9,58% των μηναίων αποδοχών του.

Γάλα-αβγά

Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η τιμή του γάλακτος. Οι Έλληνες καλούνται να πληρώνουν κατά μέσο όρο 1,28 ευρώ το λίτρο, ίδια τιμή με αυτήν που πληρώνουν οι καταναλωτές στο Λουξεμβούργο που έχουν εισοδήματα περίπου τρεισήμισι φορές υψηλότερα. Η νομοθεσία για τη διάρκεια του γάλακτος και τα δομικά προβλήματα της ελληνικής παραγωγής καθιστούν την Ελλάδα μία από τις ακριβότερες χώρες της Ευρώπης.

Ανάλογο είναι και το παράδειγμα με την τιμή των αβγών, καθώς οι Έλληνες καταναλωτές καλούνται να πληρώσουν την υψηλότερη τιμή ανάμεσα στις εξεταζόμενες χώρες, δηλαδή 2,84 ευρώ τη δεκάδα, όταν στην Ολλανδία η τιμή είναι στα 1,76 ευρώ, στην Πορτογαλία 1,60 ευρώ και στο Λουξεμβούργο 2,63 ευρώ.

Αξιοσημείωτο πάντως είναι ότι στο σύνολο των 20 βασικών αγαθών των οποίων οι τιμές εξετάζονται σε Ελλάδα, Ολλανδία, Πορτογαλία και Λουξεμβούργο, στη χώρα μας περίπου το 25% των προϊόντων πωλείται ακριβότερα και από τις χώρες αυτές. Συγκεκριμένα, για το γάλα, το βούτυρο, τον καφέ, τα αβγά και το χαρτί υγείας οι Έλληνες καταναλωτές πληρώνουν τις υψηλότερες τιμές.

Ως και 50% πιο φτηνά αγοράζουν τα ίδια οι Γερμανοί

Όπως τονίζει στην εφημερίδα μας ο Νίκος Τζανάκης, «τα ίδια προϊόντα που αγοράζουμε εμείς κοστίζουν στα σούπερ-μάρκετ της Γερμανίας 20, 30, 40 και 50% πιο κάτω. Και ως προς το γάλα, όπως είχαμε προειδοποιήσει όταν προ μηνών είχε γίνει επί ένα δεκαήμερο και πάνω πρώτο θέμα και παραλίγο να πέσει η κυβέρνηση εξαιτίας του θέματος αυτού, ότι όλα αυτά τα μέτρα όχι μόνο δε θα αποδώσουν, όχι μόνο δε θα μειώσουν τις τιμές, αλλά μέσω τεχνητών μηχανισμών ενδεχομένως να οδηγήσουν σε αυξήσεις και επαληθευτήκαμε όλες οι ενώσεις καταναλωτών που το λέγαμε».

Και αυτό διότι «η ουσία βρίσκεται αλλού. Βρίσκεται στη διαφάνεια της αγοράς, στο θέμα των κοστολογήσεων και όχι σε τεχνητά ζητήματα περί φρέσκου, ημίσφρεσκου ή παλιωμένου γάλακτος. Όλα αυτά πραγματικά δεν ωφέλησαν και θέλω πραγματικά να πω ότι το υπόστρωμα της αγοράς μας είναι αδιαφανές και σαθρό. Τέτοια μέτρα στη δική μας αγορά δεν ωφελούν. Τα μέτρα που ωφελούν είναι συγκεκριμένα και είναι η διαφάνεια της αγοράς σε όλα τα επίπεδα».

Σύμφωνα με τον ίδιο, το κράτος θα πρέπει να κοιτάξει το κόστος, το περιθώριο κέρδους και βέβαια τη μείωση των φορολογικών συντελεστών, κάτι που ισχύει για όλα τα προϊόντα, όπως και η ανταγωνιστικότητα της κτηνοτροφίας μας σε ό,τι αφορά τα γαλακτοκομικά προϊόντα και το γάλα.

«Όλα αυτά πιστοποιούν την αποτυχία του μέτρου που πάει να πάρει και σήμερα η κυβέρνηση», καταλήγει ο κ. Τζανάκης.

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News