default-image

Έχουν στραφεί στη κρητική γη και τη κηπουρική

Κρήτη
Έχουν στραφεί στη κρητική γη και τη κηπουρική

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η κρητική ύπαιθρος λειτουργούσε πάντα ως ψυχοφάρμακο που καταπολεμούσε το άγχος της καθημερινότητας. Κυρίως για τους εργαζόμενους, που φρόντιζαν έστω μια ημέρα την εβδομάδα να βγούνε στη φύση για περπάτημα ή ακόμα και για κάποια αγροτική εργασία. Μέσα από την κούραση και την αλλαγή του περιβάλλοντος, η κρητική ύπαιθρος πρόσφερε έτσι στο στρεσαρισμένο άνθρωπο την ψυχική ηρεμία, απαραίτητο συστατικό για μια καινούργια εβδομάδα σκληρής δουλειάς.

Η σύγχρονη πραγματικότητα, όμως, άλλαξε σιγά-σιγά τις συνήθειές μας και μας υποχρέωσε να δουλεύουμε περισσότερο και να έχουμε λιγότερες ώρες ξεκούρασης, άρα λιγότερες ευκαιρίες να γευτούμε τη μαγεία της κρητικής υπαίθρου. Ως εναλλακτική λύση οι περισσότεροι βρήκαμε τους κήπους μας ή τα μπαλκόνια, τις βεράντες και τις ταράτσες μας, στις οποίες αφιερώνουμε αρκετό από τον ελάχιστο χρόνο μας.

Για οικονομία χρόνου αναζητήσαμε να καλλιεργήσουμε έτοιμα γλαστρικά ανθοκομικά είδη στα ειδικά φυτώρια, τα ανθοπωλεία και τα γεωπονικά καταστήματα, για να προσθέσουμε χρώματα και αρώματα στο μικρόκοσμό μας, που τον θέλουμε πιο όμορφο, πιο χαρούμενο και πιο περιποιημένο, ειδικά τώρα την άνοιξη.

Την ανάγκη αυτή ήρθαν να καλύψουν κάποιοι επαγγελματίες γεωπόνοι, ανθοπαραγωγοί και φυτωριούχοι, που δημιούργησαν μεγάλες ή μικρότερες φυτωριακές μονάδες στην Κρήτη.

Στην Ιεράπετρα, τα τελευταία χρόνια ένας παλιός ανθοπαραγωγός, ο κ. Γιώργος Χαλκιαδάκης, δημιούργησε μια μεγάλη φυτωριακή μονάδα ανθοκομικών ειδών, τα οποία διαθέτει σε ανθοπωλεία και γεωπονικά καταστήματα σε όλη τη χώρα, ενώ παράλληλα μέσα από την "Άνοδο Α.Ε." δραστηριοποιείται και στη χονδρική πώληση των δρεπτών ανθέων που ο ίδιος παράγει στην οικογενειακή του επιχείρηση.

Ο κλάδος της ανθοκομίας, ωστόσο, όπως συμβαίνει σε όλους τους τομείς της επιχειρηματικότητας και της κατανάλωσης, ακολουθεί την υποτίμηση που υπάρχει παντού και μοιραία προσπαθεί να ισορροπήσει μέσα από τις ανακατατάξεις που εξελίσσονται στη χώρα μας εδώ και τρία χρόνια.

«Ο καταναλωτής καθημερινά έχει στο μυαλό του το θέμα της διατροφής του, γιατί πρέπει να φάει για να ζήσει, και από την άλλη έχει το θέμα της ψυχικής του ηρεμίας, την οποία επιτυγχάνει αφού ανακαλύψει κάποιες πηγές από τις οποίες μπορεί να την αντλήσει. Μία από αυτές τις πηγές είναι ο κόσμος των λουλουδιών.

Μου έχει κάνει μεγάλη εντύπωση τώρα την άνοιξη η ζήτηση που υπάρχει για είδη που στολίζουν κήπους, βεράντες, ταράτσες, μπαλκόνια, ακάλυπτους χώρους κ.λπ. Βλέπω δηλαδή τον κόσμο να επιλέγει το λουλούδι, η καλλιέργεια και η φροντίδα του οποίου λειτουργούν ως ψυχοφάρμακο, που του εξασφαλίζει την ψυχική του ηρεμία», μας λέει ο κ. Γιώργος Χαλκιαδάκης.

Από την Ολλανδία

Οι φυτωριακές μονάδες προσαρμόστηκαν στη γενικότερη εσωτερική υποτίμηση των πάντων στην ελληνική αγορά και φρόντισαν να ρίξουν το κόστος παραγωγής και τις τιμές στα προσφερόμενα γλαστρικά ανθοκομικά είδη.

«Υποχρεωθήκαμε να προσφέρουμε τα λουλούδια μας σε χαμηλότερες τιμές, για να μπορούν όλα τα βαλάντια να τα αγοράζουν, και παράλληλα βλέπουμε ότι στην υποτιμημένη ελληνική αγορά, η εισαγωγή πλέον των ακριβών λουλουδιών από την Ολλανδία γίνεται για τους εμπόρους μια πολύ δύσκολη υπόθεση. Τη στροφή αυτή της αγοράς στα φθηνότερα και ποιοτικά άριστα ελληνικά λουλούδια, που ανταγωνίζονται τα ακριβά εισαγόμενα, προσπαθούμε να την εκμεταλλευτούμε. Κάποτε μετρούσαμε 25-30 κοντέινερ εισαγόμενων λουλουδιών στην ελληνική ανθαγορά και τώρα δεν υπάρχει πλέον κανένα. Έχουν εξαφανιστεί, γιατί οι έμποροι έχουν στραφεί στο καλό ελληνικό λουλούδι. Βεβαίως και έχει πέσει η δουλειά γύρω στο 40-50% για τους ανθοπαραγωγούς, έχει όμως τονωθεί η ζήτηση στα γλαστρικά ανθοκομικά είδη, και σε αυτό μεγάλο ρόλο έχουν παίξει οι τηλεοπτικές εκπομπές κηπουρικής και η ανάγκη του κόσμου να φτιάξει το δικό του λουλούδι, που θα γίνει τελικά το υποκατάστατο του αγχολυτικού του», προσθέτει ο κ. Γιώργος Χαλκιαδάκης.

Ας είναι καλά οι εκπομπές μαγειρικής...

Η επιλογή των ειδών που θα πλασαριστούν στην αγορά έχει να κάνει με τη ζήτηση που υπάρχει από το καταναλωτικό κοινό, αλλά και από τις δυνατότητες που έχει η κάθε φυτωριακή μονάδα.

«Στις σημερινές συνθήκες της οικονομικής κρίσης είναι τρομερά δύσκολο να ξεκινήσει κανείς τη δημιουργία μιας νέας φυτωριακής μονάδας. Έχουμε όμως αρκετά πλεονεκτήματα σε σχέση με τους Ολλανδούς ανταγωνιστές μας, αλλά και πάρα πολλά μειονεκτήματα. Οι Ολλανδοί γυρίζουν όλο τον κόσμο για να βρουν καινούργιες ποικιλίες λουλουδιών, προκειμένου να κάνουν την αναπαραγωγή τους. Υπάρχουν αυτοφυή του ελληνικού βοτανικού μας πλούτου, όπως π.χ. η ρίγανη, που μας έρχεται εισαγόμενη από την Ολλανδία. Εμείς εδώ κάνουμε αναπαραγωγή και ντόπιων αρωματικών-φαρμακευτικών ειδών, τα οποία έχουν μεγάλη ζήτηση από τον κόσμο.

Σημαντική είναι η βοήθεια των εκπομπών μαγειρικής και κηπουρικής, που έχουν εκτινάξει τη ζήτηση των κρητικών αρωματικών φυτών, τα οποία πλέον μπαίνουν σε γλάστρες και μέσα στις κουζίνες», μας λέει ο νεαρός γεωπόνος κ. Μάνος Χαλκιαδάκης, υπεύθυνος του φυτωρίου της "Άνοδος Α.Ε.".

Κάνει θραύση η στέβια

Η γλυκιά στέβια είναι ένα γλαστρικό είδος το οποίο ζητείται φανατικά τα τελευταία δύο χρόνια από τους καταναλωτές.

«Εμείς ασχοληθήκαμε σοβαρά από την πρώτη στιγμή με την αναπαραγωγή αυτού του γλαστρικού φυτού, γιατί είδαμε ότι οι διαβητικοί ήθελαν να τη χρησιμοποιούν ως υποκατάστατο άλλων γλυκαντικών ουσιών, επειδή είναι 300 φορές πιο γλυκιά από τη ζάχαρη και έχει μηδέν θερμίδες. Παρακολουθούμε το ενδιαφέρον που υπάρχει σε όλη την Ευρώπη και την Ελλάδα για την εντατική καλλιέργειά της, η οποία χρειάζεται και άλλες υποδομές για να γίνει η επεξεργασία της, και αν μας ζητηθεί μπορούμε να καλύψουμε ένα μέρος της ζήτησης σε φυτωριακό υλικό», μας εξηγεί ο κ. Γιώργος Χαλκιαδάκης.

Την ιδέα για την καλλιέργεια της στέβιας στην Ελλάδα προωθεί τα τελευταία χρόνια ο γεωπόνος κ. Παύλος Καπόγλου, ο οποίος οργανώνει ενημερωτικά σεμινάρια σε όλη την Ελλάδα.

Ο Παύλος Μ. Καπόγλου είναι πτυχιούχος Γεωπονίας του ΑΠΘ. Εργάσθηκε ως γεωπόνος-ερευνητής στο Κέντρο Πυρηνικών Ερευνών "Δημόκριτος". Συνεργάστηκε με γνωστό όμιλο εταιρειών ζυθοποιίας και βιομηχανιών κονσερβοποιίας και τοματοπολτού, και συνέβαλε με επιτυχία στην επέκταση των καλλιεργειών του βιομηχανικού ροδάκινου και της βιομηχανικής ντομάτας στην περιοχή της κεντρικής Μακεδονίας. Επίσης συνέβαλε στην έρευνα και διάδοση της καλλιέργειας του λυκίσκου στην ίδια περιοχή, αλλά το πρόγραμμα και οι αγρότες εγκαταλείφθηκαν από το υπουργείο Γεωργίας.

Υπήρξε πρωτοπόρος στην Ελλάδα, από το 1984, της διάδοσης της χρήσης στη γεωργία των ιδιωτικών εδαφολογικών και χημικών εργαστηρίων για αναλύσεις εδάφους και φύλλων, με στόχο την ορθολογική λίπανση και τη μείωση της νιτρορύπανσης.

 Βλέποντας το μεγάλο κλυδωνισμό που προκάλεσε η παγκοσμιοποίηση και η νέα ΚΑΠ στην ελληνική γεωργία και θέλοντας να συμβάλει στην αναδιάρθρωση των καλλιεργειών, που προβάλλει σήμερα σαν ένα κυρίαρχο πρόβλημα, αποφάσισε τη συγγραφή του βιβλίου για τη γλυκιά αλλά αθώα στέβια, μια νέα, πολλά υποσχόμενη καλλιέργεια, που θα δώσει διέξοδο απασχόλησης και απόκτησης νέων εισοδημάτων στους Έλληνες αγρότες.

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News