Εγκρίθηκαν οι Γεωγραφικές Ενδείξεις για ούζο και τσίπουρο/τσικουδιά

Κρήτη
Εγκρίθηκαν οι Γεωγραφικές Ενδείξεις για ούζο και τσίπουρο/τσικουδιά

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Στην Ελλάδα η κατανάλωση βαίνει μειούμενη και υπολογίζεται ότι διαμορφώνεται στις 800 χιλιάδες κιβώτια

Εγκρίθηκαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή προς καταχώριση στο διεθνές μητρώο της Πράξης της Γενεύης του Παγκόσμιου Οργανισμού Διανοητικής Ιδιοκτησίας, (WIPO) οι Γεωγραφικές Ενδείξεις (Γ.Ε.) για το “Ούζο” και το “Τσίπουρο/Τσικουδιά”.

Σύμφωνα με ανακοίνωση του Συνδέσμου Ελλήνων Παραγωγών Αποσταμάτων & Αλκοολούχων Ποτών, η έγκριση επετεύχθη έπειτα από συντονισμένες προσπάθειες του ΣΕΑΟΠ, της ΕΝΑΠΑΠΕ και των Υπηρεσιών του Γενικού Χημείου του Κράτους.

«Τα προϊόντα μας “Ούζο” και “Τσίπουρο/Τσικουδιά” ισχυροποιούνται πλέον ακόμη περισσότερο στις διεθνείς αγορές κι αυτό διότι θα μπορούν να απολαμβάνουν προστασίας στα συμβαλλόμενα στη Διεθνή Συμφωνία της Λισαβόνας κράτη, όπως ακριβώς προστατεύονται στην Ε.Ε. Επίσης, αποκτούν σημαντικό διαπραγματευτικό πλεονέκτημα σε συνομιλίες της Ε.Ε. με τρίτα κράτη για διμερείς αναγνωρίσεις Γεωγραφικών Ενδείξεων. Πλέον δε θα μπορεί εύκολα να εξαιρεθούν από συνομιλίες και συμφωνίες», επισημαίνει σε δήλωσή του ο Νίκος Καλογιάννης, πρόεδρος του ΣΕΑΟΠ. Σημαντικό επίσης, σύμφωνα με τον ΣΕΑΟΠ, είναι ότι αναγνωρίζεται άμεσο έννομο συμφέρον στην προστασία του “Ούζου” και του “Τσίπουρου/Τσικουδιάς” των κλαδικών φορέων, γεγονός που διευκολύνει την παράστασή τους ενώπιον κάθε αρμόδιας Αρχής για ζητήματα που άπτονται των ενδείξεων αυτών. Στο μεταξύ, έχει ενδιαφέρον σχετικό δημοσίευμα της “Ναυτεμπορικής”, που αναφέρει ότι την πρώτη θέση στην κατανάλωση ούζου κατακτά η γερμανική αγορά, με επιδόσεις οι οποίες αγγίζουν σχεδόν τις διπλάσιες σε σχέση με την εγχώρια, ενώ την ίδια ώρα η Μέση Ανατολή αποτελεί νέο πόλο έλξης για τις επιχειρήσεις του κλάδου. Σύμφωνα με τα στοιχεία εκπροσώπων της αγοράς, η Γερμανία, η οποία τα τελευταία χρόνια έχει αναδειχθεί στον ισχυρότερο εισαγωγέα ούζου επί ευρωπαϊκού εδάφους, εμφανίζει κατανάλωση η οποία μεταφράζεται σε 1,3 εκατ. κιβώτια (που περιέχουν 12 φιάλες 0,700 λίτρου). Αντίστοιχα, η δυναμική του ούζου διευρύνεται στις περιοχές της Μέσης Ανατολής.

Όπως γράφει σε ρεπορτάζ της η “Ναυτεμπορική”, στην Ελλάδα η κατανάλωση βαίνει μειούμενη και υπολογίζεται ότι διαμορφώνεται στις 800 χιλιάδες κιβώτια. Να σημειωθεί ότι μέχρι πρότινος η Ελλάδα εμφάνιζε σημαντικά μεγαλύτερη κατανάλωση σε σχέση με τη Γερμανία, στην οποία η πωλήσεις διαμορφώνονταν κοντά στο 1 εκατ. κιβώτια. Οι αιτίες της υποχώρησης των πωλήσεων στην εγχώρια αγορά αποδίδονται τόσο στις αυξήσεις στη φορολογία, όσο και στην ένταση της παράνομης διακίνησης αποσταγμάτων, όπως το τσίπουρο. Σε αυτή την περίπτωση, αφενός μεταφέρονται παράτυπα μαζί με το χύμα τσίπουρο και χύμα ποσότητες ούζο, αφετέρου καταγράφεται στροφή των εγχώριων καταναλωτών στην “οικονομικότερη” επιλογή του χύμα τσίπουρου έναντι του ούζου. Σε αυτό το πλαίσιο, οι ξένες αγορές θεωρούνται σχεδόν μονόδρομος για αρκετές επιχειρήσεις του κλάδου, με γνώμονα ότι το ούζο αποτελεί το 70% σχεδόν των εξαγωγών αποσταγμάτων.

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News