default-image

Γεωργία Περάκη: Από το παιχνίδι με τα σπίρτα στην τεχνητή νοημοσύνη

Κρήτη
Γεωργία Περάκη: Από το παιχνίδι με τα σπίρτα στην τεχνητή νοημοσύνη

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η μαθηματικός μιλάει για το ταξίδι της από την Κρήτη σε ένα από τα κορυφαία κέντρα πληροφορικής στον κόσμο, που αναπτύσει «ευφυείς» εφαρμογές

Ηράκλειο Κρήτης, 1976. Μια δεκάχρονη γοητεύεται από τον κόσμο των αριθμών και ονειρεύεται όταν μεγαλώσει να γίνει μαθηματικός. Δέκα χρόνια αργότερα έχει μετοικήσει στην Αθήνα και σπουδάζει στη Μαθηματική Σχολή του ΕΚΠΑ. Το βλέμμα της όμως κοιτάει μακριά, ως την αντίπερα ακτή του Ατλαντικού. Τελειώνοντας τις σπουδές της φεύγει για την Αμερική. Φτάνει στην πολιτεία του Ρόουντ Αϊλαντ, ξεκινάει μεταπτυχιακές σπουδές στο «εκλεκτικό» Πανεπιστήμιο Μπράουν και το 1993 αποφοιτά κρατώντας στα χέρια της έναν βαρύτιμο διδακτορικό τίτλο πάνω στα Εφαρμοσμένα Μαθηματικά και την Επιχειρησιακή Ερευνα. Και ενώ ο αρχικός της στόχος ήταν να γυρίσει στην Ελλάδα, η «χώρα των μεγάλων ευκαιριών» την κερδίζει και το 1998 ξεκινάει να διδάσκει στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης, το περιώνυμο ΜΙΤ.

Η Γεωργία Περάκη, έχοντας διαγράψει μια πορεία που εκπροσωπεί επάξια τις κορυφές τις οποίες συχνά κατακτά η Ελλάδα της διασποράς (πολλές φορές μάλιστα χωρίς εμείς, στη «μητέρα πατρίδα», να το γνωρίζουμε), μας μιλάει όχι μόνο για το δικό της ακαδημαϊκό και ερευνητικό ταξίδι, αλλά και για αυτό το ταξίδι στο οποίο έχουμε όλοι πρόσφατα μπαρκάρει: αυτό που γίνεται στα ακόμα αχαρτογράφητα νερά της τεχνητής νοημοσύνης. Αλλωστε, η ίδια είναι μία από τις αυθεντίες του χώρου, έχοντας σήμερα δύο νευραλγικές θέσεις στο ΜΙΤ: αυτήν της διευθύντριας του Κέντρου Επιχειρησιακής Ερευνας (Operations Research Center), αλλά και της αναπληρώτριας πρυτάνεως του νεότευκτου Κολεγίου Πληροφορικής (Schwarzman College of Computing).

«Σας ευχαριστώ για το ενδιαφέρον – τόσα χρόνια στην Αμερική και είναι η πρώτη φορά που ο ελληνικός Τύπος ενδιαφέρεται για τη δουλειά και τον ρόλο μου εδώ», λέει στην αρχή της κουβέντας μας, με την αμεσότητα, την ευγένεια και την ταπεινοφροσύνη που διέκριναν τα λόγια δύο ακόμα κορυφαίων εκπαιδευτικών του ΜΙΤ, στους οποίους είχαμε πρόσφατα την τύχη να μιλήσουμε τον τελευταίο καιρό για λογαριασμό της «Κ», τους Ντέιβιντ Κάιζερ και Μάρσα Μπαρτούσιακ. Είναι άραγε αυτή η ταπεινότητα χαρακτηριστικό όσων προτιμούν να δουλεύουν σιωπηλά, όσων μιλούν μόνο με τα έργα τους; «Στο ΜΙΤ όλοι μας πρέπει να είμαστε ταπεινοί, γιατί ξέρουμε πως για τον καθένα μας πάντα υπάρχει κάποιος πολύ καλύτερος. Οποιοι το έχουν καταλάβει αυτό, είναι επιτυχείς και ευτυχείς».

Πώς, όμως, ένα κορίτσι από την ελληνική επαρχία καταλήγει στην επιστημονική κορυφή του κόσμου; Ποιες αφετηρίες και ποιους σταθμούς έχει μια τέτοια περιπέτεια; Οπως συχνά συμβαίνει, απλές χειρονομίες ενός γονιού ή ενός δασκάλου μπορούν να γίνουν σπίθα για ολόκληρες καριέρες. «Υπήρχαν δύο άνθρωποι που με ενέπνευσαν να αγαπήσω τα μαθηματικά», θυμάται, γυρνώντας πίσω στα παιδικά της χρόνια στην Κρήτη του ’70 και του ’80. «Ο ένας ήταν ο πατέρας μου, που χρησιμοποιώντας σπίρτα με έμαθε από παιδί να βλέπω τα μαθηματικά σαν κάτι ενδιαφέρον και ευχάριστο. Ο δεύτερος ήταν ο καθηγητής των μαθηματικών μου στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο. Περνούσα ώρες στο γραφείο του ως έφηβη, όπου μου έβαζε δύσκολα προβλήματα μαθηματικών που για μένα ήταν μια πρόκληση, ένα παιχνίδι. Αυτό ήταν για μένα τα μαθηματικά: ένα παιχνίδι που θα ήθελα πολύ να παίζω μια ζωή».

Μια γυναίκα πρότυπο

Από τα πρώτα της χρόνια στην Αμερική, θυμάται ολοζώντανα την καθηγήτριά της: «Η Στέλλα Δαφέρμου ήταν η πρώτη γυναίκα που δίδαξε Εφαρμοσμένα Μαθηματικά στο Μπράουν. Στάθηκε πρότυπο για εμένα, αλλά δυστυχώς, στο τέλος του τρίτου μου χρόνου εκεί πέθανε από καρκίνο. Ετσι, βρέθηκα να διδάσκω στο τμήμα της, που χρειαζόταν βοηθό, ενώ ταυτόχρονα ξεκίνησα νέα διδακτορική έρευνα με επιβλέποντα καθηγητή από το ΜΙΤ. Αυτή ήταν και η εισαγωγή μου στο Ινστιτούτο: μια πόρτα έκλεισε, αλλά μια άλλη άνοιξε. Η αγαπημένη μου καθηγήτρια έφυγε, αλλά ο χαμός της με έφερε εδώ, όπου βρίσκομαι πλέον 25 χρόνια».

Αραγε, το «παιχνίδι» των μαθηματικών που μικρή ονειρεύτηκε να απολαμβάνει για μια ζωή, συνεχίζεται και σήμερα στο ΜΙΤ; H ίδια απαντά θετικά, αλλά εξηγεί ότι αυτό κρύβεται πια μέσα σε περίπλοκους αλγορίθμους.

Τι συμβαίνει, λοιπόν, σε εκείνο το νέο Κολέγιο Πληροφορικής; Ποιες ανάγκες το δημιούργησαν, τι έρευνες πραγματοποιεί; «Το ΜΙΤ έχει αναγνωρίσει πως η τεχνητή νοημοσύνη πρέπει πια να βρίσκεται στο επίκεντρο των ερευνών του. Γι’ αυτό και έστησε πριν από τρία χρόνια το Κολέγιο Πληροφορικής, μια “οριζόντια” ακαδημαϊκή δομή που δίνει μεγάλο βάρος στην έρευνα πάνω στην τεχνητή νοημοσύνη και στις διεπιστημονικές της εφαρμογές, και μέσω της τεχνολογίας φέρνει κοντά και τις πέντε σχολές του, τη Σχολή Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας, τη Σχολή Μηχανικών, τη Σχολή Επιστήμης, τη Σχολή Ανθρωπιστικών Επιστημών, Τεχνών και Κοινωνικών Επιστημών και τη Σχολή Διοίκησης».

Ακαδημαϊκοί τομείς, λοιπόν, που παραδοσιακά θεωρούνταν διακριτοί, σήμερα στο ΜΙΤ παντρεύονται γόνιμα μέσω της πληροφορικής και της τεχνητής νοημοσύνης. «Πράγματι, αυτή είναι η τάση στο σημερινό μας πρόγραμμα. Για παράδειγμα, οι προπτυχιακοί μας φοιτητές μπορούν να διαλέξουν “διπλές” ειδικεύσεις (double majors) όπως π.χ. “Λήψη αποφάσεων και τεχνητή νοημοσύνη” αλλά και “ανάμεικτες” ειδικεύσεις (blended majors) όπως π.χ. “Πληροφορική και μοριακή βιολογία”. Επιπλέον, υπάρχει και η έννοια του “common ground” (“κοινό έδαφος”) όπου οι σπουδαστές παίρνουν μαθήματα (όπως π.χ. αυτό της Κλιματικής Αλλαγής), που αντιστοιχούν ταυτόχρονα σε πολλές διαφορετικές σχολές του ΜΙΤ».

Η ζωή με τους αλγορίθμους

Οταν τη ρωτάμε για τους φοιτητές της, μιλάει με θερμά λόγια. «Είμαστε σαν μια οικογένεια», τονίζει, και όταν τη ρωτάμε αν ανάμεσά τους βρίσκονται Ελληνες, λέει πως από τους εννέα διδακτορικούς της φοιτητές οι τέσσερις είναι Ευρωπαίοι (δύο Ελληνες, ένας Ισπανός, ένας Ρουμάνος) και πέντε είναι από τη Βόρεια Αμερική (τέσσερις Αμερικανίδες και ένας Καναδός). «Ολοι τους, και φυσικά οι Ελληνες, με κάνουν πολύ περήφανη». Μήπως όμως αυτοί οι σπουδαστές εκπαιδεύονται για να ασκήσουν επαγγέλματα που αύριο η τεχνητή νοημοσύνη θα καταστήσει περιττά; «Αυτό είναι κάτι που έχει ξανασυμβεί στο παρελθόν. Είναι ένα αναπόφευκτο κομμάτι της τεχνολογικής εξέλιξης. Δεν πιστεύω όμως πως (η τεχνητή νοημοσύνη) θα μπορέσει –τουλάχιστον σύντομα– να λειτουργήσει επιτυχώς αυτόνομα, χωρίς τη δική μας συνδρομή.

Σκεφτείτε πως στα πρώτα του βήματα το ChatGPT λειτουργούσε με τεχνολογία αυτόματης συμπλήρωσης, όπως αυτή με την οποία δουλεύει το Google όταν πληκτρολογούμε λέξεις-κλειδιά και αυτό μαντεύει τη συνέχεια της αναζήτησής μας. Στην πορεία, όμως, η ανθρώπινη συμμετοχή κρίθηκε απαραίτητη για την εξέλιξή του. Σε διάφορα μεγάλα πρότζεκτ στα οποία δουλεύουμε, βλέπω πως τελικά ο άνθρωπος είναι αυτός που βοηθάει την τεχνητή νοημοσύνη και όχι το αντίστροφο».

Ζητώντας της να μοιραστεί μαζί μας κάποια σχετικά παραδείγματα, μας δίνει μια γεύση από το μέλλον: «Ενα παράδειγμα έρχεται από τον χώρο του λιανεμπορίου και τη συνεργασία μας με τη διάσημη ισπανική εταιρεία ένδυσης Zara, που έχει κατηγορηθεί έντονα ότι παράγει μεγάλες ποσότητες αποβλήτων υφασμάτων. Χρησιμοποιούμε λοιπόν τεχνητή νοημοσύνη για να βρούμε πόσα ακριβώς κομμάτια χρειάζεται να παραχθούν ώστε να μην υπάρχει πλεόνασμα. Δεν αρκούν όμως οι αναλύσεις των δεδομένων της αγοράς – είναι απαραίτητο να συμβουλευόμαστε και τους τοπικούς διευθυντές. Ενα άλλο παράδειγμα έρχεται από τη συνεργασία μας με μια τοπική δομή δημοσίας υγείας, το UMass Memorial Hospital, που δουλεύει στενά με την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Μασαχουσέτης.

Εχουμε λοιπόν φτιάξει ένα σύστημα που μπορεί, με τη βοήθεια τεχνητής νοημοσύνης, να υπολογίσει πόση ώρα θα περιμένει ένας ασθενής στα επείγοντα περιστατικά του νοσοκομείου, μέχρι να τον δεχθούν για εξέταση και θεραπεία οι αρμόδιοι γιατροί. Αυτό, όπως καταλαβαίνετε, είναι πολύ σημαντικό, καθότι κάποια περιστατικά είναι πιο επείγοντα από άλλα». Η τεχνολογία, λοιπόν, στην υπηρεσία του περιβάλλοντος και της υγείας – αλλά πάντοτε με τις δικές μας οδηγίες.

Σε αυτό το σημείο, η καθηγήτρια του ΜΙΤ μοιράζεται μαζί μας κάτι πολύ ενδιαφέρον: «Κάποτε μου πέρασε από το μυαλό πως, ως γυναίκα η ίδια, πηγαίνοντας στα επείγοντα περιστατικά, περίμενα περισσότερη ώρα από έναν άνδρα. Ηταν, άραγε, δική μου παράνοια αυτό, ή όχι; H απάντηση ήταν κάπου ανάμεσα: όταν το περιστατικό ήταν αληθινά επείγον, δεν υπήρχε διάκριση. Αν όμως ήταν μέσης βαρύτητας, υπήρχε». Αρα οι αλγόριθμοι, αντίθετα από εμάς, δεν έχουν προκαταλήψεις; «Εχουν όσες τους δώσουμε το δικαίωμα να έχουν», μας απαντά. «Αν τους δώσουμε προκατειλημμένη πληροφορία, θα μας δώσουν προκατειλημμένο αποτέλεσμα». Συνεχίζει θυμίζοντάς μας την περίπτωση του αλγορίθμου προσλήψεων που έφτιαξε η Amazon το 2018: «Τα αποτελέσματά του δεν ήταν ιδιαίτερα “δίκαια” για τις γυναίκες. Ο λόγος ήταν πως απλούστατα επρόκειτο για ένα σύστημα τεχνητής νοημοσύνης που ήταν εκπαιδευμένο πάνω σε βάση δεδομένων που περιείχε μόνο άνδρες».

Ηθική ευθύνη

Για να μας βοηθήσει με τον σωστό τρόπο η τεχνητή νοημοσύνη, πρέπει πρώτα να τη βοηθήσουμε σωστά εμείς. «Είναι ένας δρόμος διπλής κατεύθυνσης, όπως συμβαίνει σε μια οποιαδήποτε ανταποδοτική σχέση. Γι’ αυτό και ο εκπαιδευτικός μας στόχος στο ΜΙΤ έχει και έναν ακόμα σημαντικό πυλώνα που ονομάζουμε “SERC” (Social and Ethical Responsibility of Computing), την κοινωνική και ηθική ευθύνη δηλαδή της πληροφορικής. Είναι αναγκαίο να εκπαιδεύσουμε τη νέα γενιά να χρησιμοποιεί αυτά τα εργαλεία σωστά, διαφορετικά τα αποτελέσματα μπορεί να είναι τρομακτικά. Αναφέρω ενδεικτικά το παράδειγμα της πυρηνικής ενέργειας: μπορεί να προσφέρει ενεργειακή επάρκεια (όπως συμβαίνει στη Γαλλία) αλλά και να οδηγήσει στη Χιροσίμα».

Την ίδια στιγμή που λέμε αυτά τα λόγια, εμφανίζεται κάτι στην τρέχουσα ειδησεογραφία που τα αντηχεί με ανησυχητικό τρόπο: ένας από τους πρώτους “σκαπανείς” της τεχνητής νοημοσύνης, ο Δρ. Τζέφρι Χίντον, παραιτείται από το πόστο που κρατούσε για πάνω από μια δεκαετία στην Google, ώστε να μπορέσει να εκφράσει ελεύθερα τους φόβους του για τη δυνητικά “σκοτεινή” πλευρά της νέας τεχνολογίας. «Είναι δύσκολο να πεις με ποιο τρόπο μπορείς να αποτρέψεις κάποιους κακόβουλους να κάνουν κακά πράγματα χρησιμοποιώντας τη», δηλώνει στο παγκόσμιο κοινό.

Η Γεωργία Περάκη, όμως, ψύχραιμη και πραγματίστρια, σαν μια καλή μαθηματικός, θα πει τα εξής: «Αντί να φοβόμαστε την τεχνητή νοημοσύνη, ας τη δούμε ως μια συναρπαστική ευκαιρία. Άλλωστε, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για να φρενάρουμε την επέλαση της. Όπως συνηθίζω να λέω, το τρένο έχει φύγει από τον σταθμό. Και τώρα μας μένουν δύο επιλογές: η πρώτη είναι να τρέχουμε πίσω του και να μην το φτάνουμε. Η άλλη είναι να κάτσουμε στη θέση του οδηγού. Και, αν το κάνουμε αυτό, είμαι βέβαιη πως μπορούμε να πετύχουμε μερικά καταπληκτικά πράγματα».

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News