Παύλος Βρέλλης: Ο Έλληνας που έφτιαξε με τα χέρια του την ιστορία της χώρας μας σε κέρινα ομοιώματα

Κρήτη
Παύλος Βρέλλης: Ο Έλληνας που έφτιαξε με τα χέρια του την ιστορία της χώρας μας σε κέρινα ομοιώματα

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο γλύπτης Βρέλλης αναπαρέστησε τις μεγάλες στιγμές του τόπου μας υπενθυμίζοντας τις μορφές που σημάδεψαν τους αγώνες μας, αφήνοντάς μας να μένουμε με το στόμα ανοιχτό μπροστά στα κέρινα ομοιώματά του

Σαν να το θέλησε λες η μοίρα, ο άνθρωπος που θα αναβίωνε με κερί και τέχνη ζηλευτή τον αγώνα του έθνους μας το 1821 γεννήθηκε ανήμερα της επετείου της εθνικής μας παλιγγενεσίας, 25η του Μαρτίου.

Κι έτσι σήμερα, λίγα χιλιόμετρα έξω από τα Γιάννενα, μας περιμένει μια αξέχαστη περιπλάνηση στη νεοελληνική ιστορία μέσα από τα κέρινα ομοιώματα του Παύλου Βρέλλη, ένα έργο ζωής για τον ίδιο και μια εμπειρία μνήμης για τον επισκέπτη.

Ο γλύπτης Βρέλλης αναπαρέστησε τις μεγάλες στιγμές του τόπου μας υπενθυμίζοντας τις μορφές που σημάδεψαν τους αγώνες μας, αφήνοντάς μας να μένουμε με το στόμα ανοιχτό μπροστά στα κέρινα ομοιώματά του.

Για τον ίδιο βέβαια μόνο ρόδινη δεν ήταν η όλη περιπέτειά του, καθώς εργάστηκε κάτω από αντίξοες συνθήκες για να στήσει αυτό το μουσείο-στολίδι λαογραφίας, χτίζοντάς το κυριολεκτικά με τα χέρια του. Δεν ήταν μόνο το πάθος και το μεράκι του, ήταν και η έμφαση που ήθελε να δώσει στην ακρίβεια των αναπαραστάσεών του, σεβόμενος την πραγματική ιστορία.

Ο Βρέλλης, απόφοιτος του τμήματος Γλυπτικής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, ήταν στα 60 του και συνταξιούχος γυμνασιάρχης το 1983 όταν αγόρασε μια άγονη έκταση 17 στρεμμάτων στο Μπιζάνι των Ιωαννίνων με το εφάπαξ επίδομα που πήρε από το ελληνικό Δημόσιο, κι αυτό για να δώσει υπόσταση στο όνειρο της ζωής του.

Τα επόμενα 13 χρόνια θα τα περνούσε δουλεύοντας ακατάπαυστα διαμορφώνοντας τόσο τον εξωτερικό όσο και τον εσωτερικό χώρο του μουσείου του, σχεδιάζοντας και χτίζοντάς το από την αρχή για να μοιάζει με αυθεντικό ηπειρώτικο οικοδόμημα του 18ου αιώνα. Δεν ήταν έτσι μόνο γλύπτης, καθώς λειτούργησε αναγκαστικά ως αρχιτέκτονας, ζωγράφος, ενδυματολόγος, λαογράφος, μιας και όλα μόνος του τα έκανε!

Η συγκέντρωση του ιστορικού και λαογραφικού υλικού για τα θέματα των κέρινων ομοιωμάτων του ήταν μια διαχρονική εξάλλου αναζήτηση για τον Παύλο Βρέλλη, μια κοπιώδης εργασία που κράτησε περισσότερο από τρεις δεκαετίες ενδελεχούς μελέτης. «Ευχαριστώ αυτούς που κράτησαν τη Θρησκεία μου, τη Γλώσσα μου και την Εθνικότητά μου, για να είμαι Χριστιανός και να λέγομαι Έλληνας.

Ο Βρέλλης αναβίωσε σπουδαία ιστορικά γεγονότα της Ελλάδας σε φυσικό μέγεθος μέσα στο μουσείο του, μπλέκοντας κέρινες μορφές και πραγματικούς χώρους σε ένα συνεκτικό όλον που μυρίζει ελληνική ιστορία από άκρη σε άκρη και μας κάνει να βιώσουμε τα περασμένα γεγονότα σαν να είμασταν πράγματι εκεί.

Και η αλήθεια είναι πως ενώ τη ματιά κλέβει η Επανάσταση του 1821 και οι πολεμικές περιπέτειες του τόπου μας κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα εκθέματα του Βρέλλη περιλαμβάνουν μορφές και αναφορές από την περίοδο των αρχαιοελληνικών χρόνων ως και την Κυρά της Ρω (1982)!

Ο μεγάλος αυτός «ξεναγός» της νεοελληνικής ιστορίας έφυγε από κοντά μας τον Ιούλιο του 2010, όταν και θυμήθηκαν ξαφνικά όλοι πως τόσο η πολιτεία όσο και η Ακαδημία Αθηνών είχαν παραλείψει να τον τιμήσουν…

Η δημιουργία του Μουσείου Βρέλλη

Το 1975, στο πλαίσιο των παιδαγωγικών του καθηκόντων στο σχολείο, παρουσιάζει αυτό που έμελλε να γίνει το πρώτο έκθεμα του μουσείου του, το περιβόητο «Κρυφό Σχολειό». Ο Βρέλλης πήρε έναν χώρο και τον μεταμόρφωσε στο κρυφό σχολειό της Τουρκοκρατίας, φιλοτεχνώντας τις πρώτες ανθρώπινες μορφές του από κερί. Και σαν γλύπτης που είναι, δημιουργεί πρώτα μοντέλα από πηλό, κατόπιν γύψινα εκμαγεία και στο τέλος τις κέρινες δημιουργίες του.

Οι πρώτες κριτικές για το έργο του είναι διθυραμβικές! Η συνέχεια θα φέρει στο μουσείο του κατά τα επόμενα χρόνια περισσότερους από 8 εκατ. επισκέπτες. Ο Βρέλλης ήταν ταυτοχρόνως και ποιητής, αν και αρχικά εμφανίζεται διστακτικός να δημοσιεύσει τις δημιουργίες του. Τελικά θα δουν το φως της έκδοσης οι συλλογές του «Θύμησες» (1969), «Φόρμες» (1972), «Σίδερα, Πέτρες και Λουλούδια» (1975), «Ήταν και Είναι» (1982) και «Λαμαρίνες και Παράνομοι» (1982).

Επιστρέφοντας στο έργο της ζωής του, μέχρι το 1981 έχει ήδη προσθέσει κι άλλα κέρινα ομοιώματα, διαμορφώνοντας ταυτοχρόνως και τις θεματικές αίθουσες που τα στεγάζουν.

Ο χώρος είναι όμως πολύ μικρός για να στεγάσει τα έργα που έχει στα σκαριά. Το 1983 συνταξιοδοτείται ως γυμνασιάρχης και αποφασίζει να συγκεντρώσει το σύνολο των δυνάμεών του όχι στην αποστρατεία του, αλλά σε κάτι που θα άφηνε βαριά κληρονομιά στον τόπο μας!

Ο  Βρέλλης αγοράζει με το εφάπαξ επίδομά του έναν χώρο 17 στρεμμάτων στο χωριό Μπιζάνι, λίγο έξω από τα Γιάννενα. Και βάζει μπροστά το μουσείο του. Χαράζει δρόμους και πλατείες στο στέρφο οικόπεδο, διαμορφώνοντας τον περιβάλλοντα χώρο με σεβασμό στο τοπικό στοιχείο των Ιωαννίνων, το οποίο ξέρει εξάλλου καλά από τις περιηγήσεις του σε κάθε γωνιά της Ηπείρου.

Όσο για το κτίριο που θα φιλοξενήσει τα κέρινα όνειρά του, του δίνει τη μορφή της «αστικής φρουριακής αρχιτεκτονικής της ενδοχώρας της Ηπείρου κατά τον 18ο αιώνα», όπως μας λέει, φιλοτεχνώντας το με απόλυτο σεβασμό στην παράδοση.

«Το Φλεβάρη του 1983, αγόρασα στο χωριό Μπιζάνι 17 στρέμματα γης, για να φτιάξω αυτό το Μουσείο. Ήμουνα τότε 60 χρονών. Μέτρησα την αντοχή μου και την ανοχή μου. Αυτά που βρήκα ήταν βράχια, ανώμαλο έδαφος με μεγάλες κλίσεις (πουθενά οριζόντια επιφάνεια), λίγες ασφάκες και πουρνάρια ‘δω και ‘κει και δυο μικρές γκορτσιές. Πουθενά δρόμος ή μονοπάτι δεν υπήρχε», εξομολογείται ο ίδιος για τις απαρχές του μουσείου του.

Το κυρίως κτίριο το διαιρεί σε ανάλογα επίπεδα («παράλληλα», «συνάλληλα» και «διάλληλα») φτιάχνοντας έναν χώρο το λιγότερο μοναδικό. Αποδεσμευμένος από τη συνήθη χωροταξία ενός μουσείου, συνθέτει ποικίλα σκηνικά που θα στεγάσουν σε πλήρη αρμονία τα ομοιώματά του. Τα οποία είναι όλα τους παρμένα από την ελληνική ιστορία.

Στο τιτάνιο αυτό έργο του αρχιτέκτονα και χτίστη τώρα στέκονται παραστάτες φίλοι και μαθητές του, που έχουν απαρτίσει τον σύλλογο «Φίλοι του Μουσείου Παύλου Βρέλλη». Η ελληνική πολιτεία ανακάλυψε το μουσείο του μόνο στα τελειώματά του, όταν η υπουργός Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη και ο υπουργός Οικονομικών Αλέξανδρος Παπαδόπουλος τον στηρίζουν οικονομικά, καθώς τα έξοδα είναι δυσανάλογα για την τσέπη του.

Το ξεχωριστό μουσείο του Παύλου Βρέλλη αρχίζει να δέχεται επισκέπτες στα τέλη Ιουλίου του 1995 και τα σχόλια που εισπράττει ο καλλιτέχνης είναι εγκωμιαστικά.

Ο ίδιος περιορίζεται απλώς να πει πως «πλούσιος δεν είναι αυτός που έχει χρήματα, αλλά αυτός που προσφέρει. Και εγώ είμαι πλούσιος, γιατί κατάφερα και πρόσφερα στον Έλληνα τούτο το έργο».

Τα κέρινα ομοιώματά του περιλαμβάνουν το «Κρυφό Σχολειό», το οποίο έφτιαξε «σα φόρο Τιμής σε όσους κράτησαν τη γλώσσα και την Εθνική μας ταυτότητα, στους σκοτεινούς πρώτους χρόνους της Τουρκοκρατίας», έχοντας δουλέψει τα πρόσωπά του «στο εργαστήρι μου στην Αθήνα και στα Γιάννενα» ήδη από το 1954-55.

Τα έργα της προεπαναστατικής περιόδου απαρτίζουν ακόμα η «Φιλική Εταιρία», οι «Ηπειρώτες Ευεργέτες», που «έχουν ανθρωπιστική και εθνική συνείδηση και δράση μεγάλη», οι «Δάσκαλοι του Γένους», ο «Σκλαβωμένος Ελληνισμός στις Φυλακές», η «Ανατίναξη στο Κούγκι», οι «Κλέφτες και Αρματολοί», η «Σφαγή του Αλή-πασά» κ.ά.

Κάτω από τη γενική κατηγορία «Εκθέματα Επανάστασης», συναντάμε κέρινες δημιουργίες όπως τους «Πολεμιστές του 1821», αλλά και τα ομοιώματα του Μακρυγιάννη, του Κολοκοτρώνη, του Κανάρη, του Νικηταρά κ.ά.

Ξεχωριστή θέση κατέχει τόσο στη ζωή του όσο και το έργο του η ταραγμένη εποχή της γερμανικής Κατοχής, την οποία αναπτύσσει σε έργα-σταθμούς της δουλειάς του, όπως οι «Πικρές θύμησες 1940-1941», το «Γράμμα από το Αλβανικό Μέτωπο», οι «Γυναίκες της Πίνδου», το «Στρατηγείο του 1940 στη Σπηλιά του Καλπακίου», το «Ρούπελ», η «Μάχη της Κρήτης» κ.ά.

Το μεγαλόπνοο όραμα του Παύλου Βρέλλη δεν εξαντλείται στην Επανάσταση του 1821 και το Έπος του 1940, καθώς η σμίλη του μας χάρισε κέρινα αριστουργήματα και για άλλες περιόδους του ελληνισμού, από την «Αναφορά στην Αρχαία Ελλάδα» και την «Αναφορά στο Βυζάντιο» μέχρι τη «Μικρά Ασία», την «Κύπρο» και την «Κυρά της Ρω».

Για το εξέχουσας καλλιτεχνικής, ιστορικής και λαογραφικής αξίας έργο του τιμήθηκε από πολιτιστικούς συλλόγους και πνευματικούς θεσμούς, όπως την Πανηπειρωτική Συνομοσπονδία Ελλάδας (1981), την Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία Ελλάδας (1982), την Τοπική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων (1991), τον Δήμο Ιωαννιτών (1992), το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων (1992), το ΤΕΙ Άρτας (2001) και την Εταιρεία Λογοτεχνών και Συγγραφέων Ηπείρου (2008)…

Πηγή: filoitexnisfilosofias.com

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News