Μια συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης παραχώρησε στο neakriti.gr ο πανεπιστημιακός, καταγόμενος από την Ιεράπετρα, Χριστόφορος Χαραλαμπάκης, ο οποίος εξελέγη πριν από μερικούς μήνες στην Ακαδημία Αθηνών και κατέλαβε την έδρα της Γλωσσολογίας, η οποία ήταν κενή από το 1941.
Ο κ. Χαραλαμπάκης μίλησε για την ερευνητική του πορεία από την Ιεράπετρα μέχρι και την Ακαδημία Αθηνών, που είναι η ύψιστη πανεπιστημιακή θέση που μπορεί να λάβει ένας καθηγητής πανεπιστημίου. Μεταξύ άλλων, έκανε μνεία στον Νίκο Καζαντζάκη, τον οποίο χαρακτήρισε ως «μια αξιοθαύμαστη ηγετική φυσιογνωμία, που μας αποκαλύπτεται, χωρίς υπερβολή, με χίλια πρόσωπα ή παραμένει αινιγματικός με άλλα τόσα προσωπεία».
Μιλώντας για το δημόσιο ελληνικό πανεπιστήμιο, έκανε σαφές πως πρέπει να υπάρξουν βαθύτατες τομές, ενώ αναφερόμενος στην εκλογή του στην Ακαδημία Αθηνών υποστήριξε πως δεν ένιωσε ούτε δέος ούτε ικανοποίηση, αλλά συγκίνηση γιατί «η πλειοψηφία των ακαδημαϊκών δικαίωσε τον επιστημονικό μου μόχθο με μυστική ψηφοφορία».
Ο κ. Χαραλαμπάκης τόνισε πως «μορφωμένος δεν είναι αυτός που αποκτά απλώς γνώσεις, αλλά όποιος διαθέτει παράλληλα πνευματική καλλιέργεια, η οποία οδηγεί στον εξευγενισμό της ψυχής, στο παραγνωρισμένο ανθρωπιστικό ήθος». Ο Ιεραπετρίτης πανεπιστημιακός επισήμανε πως τον ενοχλεί η επιστημονική υπεροψία, ενώ στο ερώτημα εάν του λείπει η Κρήτη, ο κ. Χαραλαμπάκης είπε: «Με διακατέχει μονίμως νοσταλγική λατρεία για το νησί μας, η οποία γίνεται παθιασμένη εμμονή όσο περνούν τα χρόνια».
* Κύριε Χαραλαμπάκη, η λαμπρή ερευνητική σας πορεία είχε ως αποτέλεσμα την εκλογή σας στην έδρα Γλωσσολογίας της Ακαδημίας Αθηνών, η οποία παρέμενε κενή από το 1941. Με αφορμή αυτό το γεγονός, θα ήθελα να μου μιλήσετε για τα παιδικά σας χρόνια στην Ιεράπετρα. Πώς ήταν ο Χριστόφορος Χαραλαμπάκης όταν ήταν παιδί ή έφηβος; Είχε την ίδια αγάπη για τα γράμματα;
«Γεννήθηκα στην Ανατολή Ιεράπετρας, ένα από τα πιο όμορφα παραδοσιακά χωριά της Κρήτης, το οποίο τη δεκαετία του 1950 έσφυζε από ζωή. Έζησα τον λαϊκό πολιτισμό στην πιο γνήσια μορφή του, γαλουχήθηκα στα νάματα της Χριστιανοσύνης και βίωσα τα ευεργετικά αποτελέσματα της συλλογικότητας των μικρών κλειστών κοινωνιών. Είχα την αίσθηση ότι ζούσα σε μια μεγάλη οικογένεια, που μοιράζεται τις χαρές και τις λύπες της. Στους γάμους ήταν καλεσμένο όλο το χωριό. Ακόμα ηχούν στα αφτιά μου τα τραγούδια της τάβλας και οι μοναδικές κοντυλιές του αξέχαστου Παντελή Μπαριταντωνάκη. Με τον πρώτο ήχο της νεκρικής καμπάνας απλωνόταν παντού η θλίψη. Οι λαϊκοί άνθρωποι ζούσαν το μυστήριο του θανάτου στην πρωτόγονη μορφή του με μοιρολόγια που σου σπάραζαν την καρδιά.
Ως ορεσίβιος, είχα μέσα μου και διατηρώ ακόμα με την ίδια ένταση το πνεύμα της ελευθερίας, όπως τη νιώθει το αγρίμι. Ανεβαίναμε στα ψηλά χαράκια, αγναντεύαμε το ατέλειωτο γαλάζιο του Λιβυκού πελάγους και απολαμβάναμε την άγρια ομορφιά της φύσης. Δεν μπαίναμε εύκολα στα καλούπια του καθωσπρεπισμού. Έζησα τα εφηβικά μου χρόνια στην Ιεράπετρα σε ένα μάλλον καταπιεστικό σχολικό περιβάλλον, με ασυνήθιστη αστυνόμευση: μετά τη δύση του ηλίου απαγορευόταν η κυκλοφορία των μαθητών. Οι παραβάτες την επόμενη μέρα, μετά την πρωινή προσευχή, έπαιρναν την καθιερωμένη αποβολή, προς μεγάλη τους χαρά. Η αγάπη για τα γράμματα έχει σχετική αξία. Συνυπήρχε με το μίσος, όπως στις έντονες ερωτικές σχέσεις. Λάτρευα τα γλωσσικά μαθήματα και έπληττα αφόρητα με την Άλγεβρα και την Τριγωνομετρία. Με τον καθηγητή της Χημείας, που είχε χιούμορ, ταίριαζε απόλυτα η “χημεία” μας».
* Γνωρίζω πως τρέφετε ιδιαίτερη αδυναμία για τον Νίκο Καζαντζάκη. Ο σπουδαίος αυτός άνθρωπος είναι πυξίδα για εσάς;
«Από τα γυμνασιακά μου χρόνια θαύμαζα τον μεγάλο συμπατριώτη μας για το ελεύθερο και επαναστατικό του πνεύμα. Είναι ο μόνος λογοτέχνης της γενιάς του που ξέφυγε από τον ελληνοκεντρισμό, διεύρυνε τον ορίζοντα της σκέψης του στον υπέρτατο βαθμό και ανέδειξε τα προβλήματα που ταλανίζουν την ανθρώπινη φύση, ανεξάρτητα από γλώσσες, θρησκείες και πολιτισμούς. Έτσι ερμηνεύεται ο οικουμενικός χαρακτήρας του έργου του. Ο Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος, στα πρακτικά της ημερίδας που διοργάνωσε η Ακαδημία Αθηνών στις 27 Νοεμβρίου 2007, με αφορμή τη συμπλήρωση 50 ετών από τον θάνατό του, χαρακτήρισε τον Νίκο Καζαντζάκη “βαρύμοχθο ήρωα του πνεύματος και κορυφαίο των ελληνικών γραμμάτων”. Στη δική μου εισήγηση στην ίδια ημερίδα παρουσίασα τους τρεις άξονες στους οποίους στήριξε τη γλώσσα και το ύφος του: 1. Αφοσίωση και πίστη στη γλώσσα του λαού. 2. Ειλικρίνεια αισθημάτων. 3. Ποιητικότητα και πηγαίος λυρισμός.
Όπως τονίζω σε σχετική μελέτη μου, ο Νίκος Καζαντζάκης ανήκει, σε παγκόσμιο επίπεδο, στις ακραίες περιπτώσεις πνευματικών δημιουργών που παρουσίασαν εντελώς ασυνήθιστη για τα κοινά μέτρα παραγωγικότητα, με αντίστοιχη βέβαια ποιότητα, ενώ οι πνευματικές του ανησυχίες κάλυψαν πολλές πτυχές των ανθρωπιστικών επιστημών. Υπήρξε διεθνώς καταξιωμένος πεζογράφος, καινοτόμος θεατρικός και ταξιδιωτικός συγγραφέας, πραγματικός, πλην όμως παρεξηγημένος, ποιητής, ακούραστος και πολύγλωσσος μεταφραστής, χαρισματικός δοκιμιογράφος, ανήσυχος πολιτικός, με την ευρύτερη έννοια του όρου, θρησκειολόγος και φιλόσοφος με αισθητικές, γλωσσικές, κοινωνικές, μεταφυσικές, παιδαγωγικές και ψυχολογικές αγωνίες, που τον κρατούσαν διαρκώς σε πυρετώδη εγρήγορση. Με λίγα λόγια, πρόκειται για μια αξιοθαύμαστη ηγετική φυσιογνωμία, που μας αποκαλύπτεται, χωρίς υπερβολή, με χίλια πρόσωπα ή παραμένει αινιγματικός με άλλα τόσα προσωπεία».
* Γιατί επιλέξατε ως θέμα της διδακτορικής σας διατριβής τη Λεξικογραφία; Το αναφέρω με την έννοια ότι οι τελειόφοιτοι Φιλολογίας προτιμούν τομείς όπως τον κλασικό ή τον νεοελληνικό τομέα.
«Στη Φιλοσοφική Σχολή ξεχώρισα τρεις μεγάλες “αγάπες”, την Κλασική Φιλολογία, τη Λαογραφία και τη Γλωσσολογία. Με κέρδισε η τελευταία γιατί μέσω αυτής κατάλαβα καλύτερα τις δύο άλλες, τις οποίες δεν απαρνήθηκα ποτέ. Η Λεξικογραφία με μάγεψε γιατί η παρεξηγημένη αυτή επιστήμη μελετά τη ζωή των λέξεων και προσπαθεί να αποκωδικοποιήσει τα μυστικά τους. Πρόκειται για διακλαδική επιστήμη, η οποία ανατροφοδοτείται από τη Λεξικολογία, την επιστημονική έρευνα, ανάλυση και περιγραφή του λεξιλογίου μιας γλώσσας στο φωνητικό, φωνολογικό, μορφολογικό, συντακτικό, σημασιολογικό και πραγματολογικό επίπεδο.
Στη διδακτορική μου διατριβή, την οποία εκπόνησα στα Πανεπιστήμια Κολωνίας και Χαϊδελβέργης, εξέτασα, με επίκεντρο το ρήμα “φθάνω”, ήδη ομηρικό, το σημασιολογικό πεδίο 95 λέξεων που δηλώνουν την έννοια της κίνησης από τα πανάρχαια χρόνια ως τις μέρες μας. Έδειξα τη στενή σχέση της σημασιολογίας με τη σύνταξη, θέμα το οποίο βρέθηκε αργότερα στο επίκεντρο της διεθνούς έρευνας. Από το 1976 μελετώ με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τη νεοελληνική γλώσσα, τον δυναμισμό και την εκφραστική πληρότητα της οποίας αποτυπώσαμε στο Χρηστικό Λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών. Κυκλοφόρησε το 2014 και από τις 9 Φεβρουαρίου 2023 προσφέρεται δωρεάν σε ηλεκτρονική μορφή στον ελληνικό λαό και σε όσους ενδιαφέρονται για τη γλώσσα μας σε οποιοδήποτε μέρος της γης».
* Έχετε διατελέσει καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Θέλω να σας ρωτήσω ευθέως εάν αξιολογείτε με θετικό ή αρνητικό πρόσημο τις εκπαιδευτικές πολιτικές, όπως έχουν συντελεστεί στον χώρο της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης από το σύνολο των κυβερνήσεων της Μεταπολίτευσης. Και εντέλει, τι χρειάζεται για να έχουμε ένα ποιοτικό και λειτουργικό πανεπιστήμιο;
«Η απουσία μακροπρόθεσμης εκπαιδευτικής πολιτικής αποτελεί νεοελληνική κακοδαιμονία, η οποία συνεχίζεται, χωρίς να μαθαίνουμε από τα λάθη του παρελθόντος. Λίγο πριν από την έναρξη του “Εθνικού διαλόγου για την Παιδεία”, δημοσιεύτηκε συνέντευξή μου στο εντυπωσιακά καλαίσθητο φοιτητικό περιοδικό “Καλειδοσκόπιο” (τεύχος 19, Ιανουάριος-Μάρτιος 2005) με τον αποκαλυπτικό τίτλο “Το ελληνικό Πανεπιστήμιο νοσεί βαρύτατα”. Είπα, ανάμεσα στα άλλα, ότι “συμμετέχω σε ένα σύστημα αρρωστημένο και φέρω ευθύνη”. Παρόλο που επανέλαβα τα αυτονόητα, πολλοί συνάδελφοί μου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών δυσαρεστήθηκαν, και μου το έδειξαν εμπράκτως. Για να περιορίσω τις ευθύνες μου και για να αφοσιωθώ αποκλειστικά στην έρευνα και τη διδασκαλία, απέφυγα συνειδητά όλα τα πανεπιστημιακά αξιώματα. Παρά τις συνεχείς παραινέσεις, δεν υπήρξα ποτέ υποψήφιος ούτε καν για διευθυντής τομέα, πολύ περισσότερο για πρόεδρος τμήματος, κοσμήτορας, αντιπρύτανης ή πρύτανης.
Για να ανταποκριθεί το ελληνικό Πανεπιστήμιο στις σύγχρονες προκλήσεις χρειάζεται να γίνουν βαθύτατες τομές, να κοπούν οι “παραφυάδες” που απομυζούν τη ζωτικότητά του. Η Πολιτεία επιμένει στην αξιολόγηση των δασκάλων και των καθηγητών και αφήνει στο απυρόβλητο τους πανεπιστημιακούς. Ποιος θα τολμήσει, επιτέλους, να καταργήσει τα δωρεάν πανεπιστημιακά συγγράμματα; Ποιος και πότε θα αξιολογήσει τα αποτελέσματα των ερευνητικών προγραμμάτων; Πότε θα γίνει εξορθολογισμός των πανεπιστημιακών σχολών και τμημάτων που ιδρύθηκαν με πελατειακές σκοπιμότητες ανά την ελληνική επικράτεια; Τα ερωτήματα δεν έχουν τέλος...».
* Πώς αισθανθήκατε όταν σας ενημέρωσαν πως λάβατε την ύψιστη ακαδημαϊκή διάκριση που μπορεί να λάβει πανεπιστημιακός δάσκαλος; Δέος, ικανοποίηση;
«Για να είμαι ειλικρινής, δεν ένιωσα ούτε δέος ούτε ικανοποίηση. Αισθάνθηκα μεγάλη συγκίνηση, γιατί η πλειοψηφία των ακαδημαϊκών δικαίωσε τον επιστημονικό μου μόχθο με μυστική ψηφοφορία. Η ύψιστη για μένα τιμή είναι ότι η τάξη των Γραμμάτων και των Καλών Τεχνών, στην οποία ανήκω, πρότεινε στην Ολομέλεια ομόφωνα την εκλογή μου, παρά το γεγονός ότι δεν ήμουν μοναδικός υποψήφιος».
«Μπήκα στον “ωκεανό” της γλώσσας με πάθος»
* Τι θα συμβουλεύατε τους νέους ανθρώπους ως προς την κατάκτηση της γνώσης; Θεωρώ ότι η κατάκτησή της από πολλούς είναι πλέον ένα όχι και τόσο απαιτητικό εγχείρημα. Ο μορφωμένος είναι ένας άνθρωπος που έχει παλέψει με τις “φουρτούνες” των γραμμάτων;
«Η κατάκτηση της γνώσης, αν περιοριστεί στην τυποποίηση και τη μηχανική απομνημόνευση, όπως συνήθως συμβαίνει, είναι ατελέσφορη, αφού με την πάροδο του χρόνου εξαλείφεται από τη μνήμη. Έμφαση πρέπει να δοθεί στην ισότιμη πρόσβαση στη γνώση, εφικτή τώρα μέσω του διαδικτύου, και ιδίως στο “φιλτράρισμα” της αγχωτικής υπερπληροφόρησης, διαδικασία η οποία προϋποθέτει συστηματική διά βίου καλλιέργεια της κριτικής και δημιουργικής σκέψης. Οι “φουρτούνες” των γραμμάτων παραπέμπουν μεταφορικά στις δυσκολίες που συνεπάγεται το ατέλειωτο, περιπετειώδες ταξίδι στον απέραντο κόσμο της γνώσης. Μορφωμένος δεν είναι αυτός που αποκτά απλώς γνώσεις, αλλά όποιος διαθέτει παράλληλα πνευματική καλλιέργεια, η οποία οδηγεί στον εξευγενισμό της ψυχής, στο παραγνωρισμένο ανθρωπιστικό ήθος».
* Είστε συντάκτης και επιμελητής του Χρηστικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Είμαι σίγουρος ότι το εγχείρημα αυτό εμπεριέχει πολλές δυσκολίες. Πώς τις αντιμετωπίσατε;
«Απορώ και ο ίδιος με την αποκοτιά μου. Μπήκα στον “ωκεανό” της γλώσσας με πάθος. Κόντεψα να πνιγώ πολλές φορές, αλλά με γερές αναπνοές ξανάβγαινα στην επιφάνεια. Συχνά είχα το αίσθημα του ναυαγού. Κάποιοι εγκατέλειψαν το... σκάφος. Από τους 36 συνεργάτες έμειναν πιστοί ως το τέλος μόλις 7. Οι δυσκολίες δεν ήταν μόνο επιστημονικές. Πιο πολύ με άγχωνε η υπονόμευση, κρυφή και φανερή. Το ρήμα “υπονομεύω” ήδη στα μεταγενέστερα χρόνια σήμαινε “σκάβω λάκκο”, αλλά και “υποκινώ κρυφά πόλεμο”. Οι 17 καινοτομίες του Χρηστικού Λεξικού εντυπωσίασαν ακόμα κι εμένα. Τις επιστημονικές δυσκολίες τις έλυσα αξιοποιώντας τη διεθνή λεξικογραφική πρακτική, ενώ τη μιζέρια των φθονερών την αντιμετώπισα και την αντιμετωπίζω με λυτρωτικό αυτοσαρκασμό».
«Ξεχνιέται εύκολα όποιος επαναπαύεται στις δάφνες του»
* Ποιο είναι το συστατικό στοιχείο του επιτυχημένου ακαδημαϊκού δασκάλου;
«Συχνά αποκαλούνται καταχρηστικά “ακαδημαϊκοί” οι πανεπιστημιακοί. Οι ακαδημαϊκοί είναι 45, ενώ οι πανεπιστημιακοί υπερβαίνουν τις 10 χιλιάδες. Γενικεύοντας το ερώτημά σας, θα έλεγα ότι επιτυχημένος δάσκαλος, με την ευρύτερη έννοια του όρου, είναι αυτός που, πέρα από την κατάρτιση, διακρίνεται για την αφειδώλευτη κοινωνική του προσφορά. Με ενοχλεί αφάνταστα η επιστημονική υπεροψία. Ξεχνιέται εύκολα όποιος μένει εγωπαθώς κλεισμένος στον εαυτό του και επαναπαύεται στις δάφνες του. Αντίθετα, ο ταπεινός, αυτός που δεν παρασύρεται από την εφήμερη δόξα, ο δοτικός και ο καλοσυνάτος, παραμένει στη μνήμη των μεταγενέστερων, για κάποια, έστω, χρόνια. Μετά σβήνουν όλα, και δόξες και τιμές».
* Θέλω να σας θέσω ένα ερώτημα όχι και τόσο πρωτότυπο. Πόσο αρχαία είναι η ελληνική γλώσσα; Και εάν σας προσβάλλει το φαινόμενο ότι πολλές ελληνικές λέξεις αντικαθίστανται από άλλες οι οποίες προέρχονται από το εξωτερικό. Ποιος ευθύνεται;
«Η γλώσσα λειτουργεί με απόλυτα δημοκρατικούς όρους και ας μην το παραδέχονται ορισμένοι. Αν μια λέξη ή έκφραση, ελληνική ή ξένη, αρέσει στην πλειοψηφία των φυσικών ομιλητών, τότε καθιερώνεται. Αν δεν αρέσει, περιέρχεται σε αχρησία, περιθωριοποιείται και ξεχνιέται. Τόσο απλά είναι τα πράγματα. Καλό είναι να μην το ξεχνούν αυτό όσοι θέλουν να επιβάλουν την άποψή τους, ακόμα και αν επικαλούνται λογική επιχειρηματολογία. Η ελληνική γλώσσα είναι η αρχαιότερη της Ευρώπης, με ζωή τουλάχιστο τεσσάρων χιλιάδων χρόνων. Πολλές λέξεις που “προέρχονται από το εξωτερικό”, όπως λέτε, δεν μπορούν εύκολα να μεταφραστούν στη γλώσσα μας και παραμένουν με την ξενική τους ονομασία. Αρκετές από αυτές, ύστερα από μερικές δεκαετίες, εγκλιματίζονται πλήρως στο νέο τους περιβάλλον. Σε πολλούς δεν αρέσει η λέξη “μέιλ”, το χρησιμοποιούν όμως ευχαρίστως».
* Σας λείπει η Κρήτη;
«Με διακατέχει μονίμως νοσταλγική λατρεία για το νησί μας, η οποία γίνεται παθιασμένη εμμονή όσο περνούν τα χρόνια. Όταν συνάντησα για πρώτη φορά το 1983 τον Οδυσσέα Ελύτη (το 2000 δημοσίευσα τη μελέτη μου “Ο Ελύτης της Κρήτης”), του είπα πόσο με μάγευε ο ποιητικός ερωτισμός του για τη Μεγαλόνησο, όπως αποτυπώνεται στις συλλογές “Τα Ρω του έρωτα” (“Θαλασσινό τριφύλλι”) και “Ετεροθαλή” (“Η Ελένη της Κρήτης”):
“Κάτασπρο γιασεμί
και μυ - και μυ -
και μυστικέ μου αποσπερίτη
πάρτε με πάρτε με στην Κρήτη
και μη και μη
και μη ρωτάτε το γιατί”».
Σχόλια