“Ο Ανήφορος” του Καζαντζάκη - Ένας θησαυρός που έμεινε 76 χρόνια στα "συρτάρια”

Κρήτη
“Ο Ανήφορος” του Καζαντζάκη - Ένας θησαυρός που έμεινε 76 χρόνια στα "συρτάρια”

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Σε αποκλειστική προδημοσίευση στο neakriti.gr αποσπάσματα από το ακυκλοφόρητο αριστούργημα του Κρητικού συγγραφέα, που είναι βέβαιο πως θα έχει τη δική του θέση στην παγκόσμια λογοτεχνία

Στις 26 Οκτωβρίου συμπληρώνονται 65 χρόνια από τον θάνατο του Νίκου Καζαντζάκη. Ο παγκόσμιος Κρητικός λογοτέχνης, που αναμετρήθηκε στα έργα του με όλα τα μεγάλα και σημαντικά προβλήματα της εποχής του και με την πένα του ύμνησε κάθε πανανθρώπινη αξία, έρχεται στο σήμερα, στον 21ο αιώνα, μ’ ένα νέο βιβλίο ανέκδοτο ως τώρα, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις “Διόπτρα”. “Ο Ανήφορος”, όπως είναι ο τίτλος του βιβλίου, γράφτηκε το 1946, πριν ακόμα από τον “Καπετάν Μιχάλη”, στα κεφάλαια του οποίου έχουν περάσει κάποιες σελίδες από τον “Ανήφορο”, όταν ο Καζαντζάκης είχε φύγει για την Αγγλία, απ’ όπου δεν επέστρεψε ποτέ στα πάτρια, παρά μόνο για να ταφεί εδώ. Η “Νέα Κρήτη” σήμερα παρουσιάζει σε μια αποκλειστική προδημοσίευση αποσπάσματα από τον “Ανήφορο”, που είναι βέβαιο πως θα έχει τη δική του θέση στην παγκόσμια λογοτεχνία.

Ήταν πρωί της 26ης Οκτωβρίου του 1957 όταν ο Νίκος Καζαντζάκης άφησε την τελευταία του πνοή στο νοσοκομείο της πόλης Φράιμπουργκ στη Γερμανία. Εξήντα πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του, αποδεικνύεται πως ο παγκόσμιος λογοτέχνης ήρθε στη Γη μια φορά, αλλά μένει για πάντα...

«Σκλάβοι γεννηθήκαμε και πολεμούμε όλη μας τη ζωή να γίνουμε ελεύτεροι», γράφει ο ίδιος στο βιβλίο “Ανήφορος”, που έμεινε για περισσότερα από 76 χρόνια στα “συρτάρια” και σήμερα έρχεται στο φως από τις εκδόσεις “Δίοπτρα”.

«Το χειρόγραφο του Καζαντζάκη φυλασσόταν στο Μουσείο Καζαντζάκη, στην ιδιαίτερη πατρίδα του συγγραφέα, τους Βαρβάρους, τη σημερινή Μυρτιά, στη με αριθμό καταγραφής ΑΥΤ.086, όπου φυλάσσεται ακόμα και τώρα σε μια πάρα πολύ όμορφη προθήκη», λέει ο κ. Φιλήμων Πατσάκης, συγγραφέας επίσης, και υπεύθυνος εκδοτικού σχεδιασμού των εκδόσεων “Διόπτρα”.

ο κ. Φιλήμων Πατσάκης, συγγραφέας επίσης, και υπεύθυνος εκδοτικού σχεδιασμού των εκδόσεων “Διόπτρα”

Τη μεταγραφή του ανέλαβε και έφερε εις πέρας η Βίκυ Κατσαρού, ενώ οι φιλόλογοι Νίκος Μαθιουδάκης και Παρασκευή Βασιλειάδη, οι οποίοι την είχαν επιχειρήσει πρώτοι, υπογράφουν τον πρόλογο του βιβλίου, σημειώνοντας πως «το νεοεκδοθέν έργο είναι ένα μυθοπλαστικό πεζογράφημα, με πολλά πραγματικά γεγονότα και (αυτo-)βιογραφικές εμπειρίες, που αποτελεί ένα πρωτοποριακό για την εποχή του μυθιστόρημα, εκθέτοντας με αμεσότητα - ανεπιτήδευτη γλώσσα και δυναμικό ρυθμό - τα δεινά και τις συνέπειες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και τις κοινωνικοπολιτικές ιδέες του Καζαντζάκη για το μέλλον της ανθρωπότητας».

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά. Ο “Ανήφορος” γράφτηκε πριν από 76 χρόνια, το 1946, στην Αγγλία. Ο ίδιος ο Καζαντζάκης δημοσίευσε, όπως επιβεβαιώνει κι ο Παντελής Πρεβελάκης, ένα κεφάλαιο στη “Νέα Εστία” στις 15 Μαρτίου 1947, ωστόσο το σύνολο του μυθιστορήματος έμεινε στα συρτάρια, ως σήμερα.

Γιατί δεν εκδόθηκε ποτέ;

«Έχουμε το τεύχος της “Εστίας” 247, σελίδα 327, όπου ο Καζαντζάκης δημοσιεύει ένα απόσπασμα, το οποίο ονομάζει “Ο θάνατος του παππού” και σε αυτό στις σημειώσεις λέει ότι αυτό είναι το έργο που έχει ξεκινήσει στην Αγγλία με τον τίτλο “Ο Ανήφορος”», σημειώνει ο κ. Πατσάκης, ωστόσο το μυθιστόρημα παρέμεινε αδημοσίευτο, πιθανότατα γιατί αρκετές σελίδες του πέρασαν στον κατοπινό “Καπετάν Μιχάλη”.

Γιατί όμως δεν εκδόθηκε ποτέ; «Μόνο εικασίες μπορούν να γίνουν. Ίσως ήθελε να το εκδώσει στο εξωτερικό και να απευθυνθεί σ’ αυτό το ακροατήριο. Η μετάφραση του έργου αυτού δεν προχώρησε. Ήθελε και να ιδρύσει μια “Διεθνή του Πνεύματος”... Τελικά βρήκε περισσότερη δυνατότητα στον απλό άνθρωπο», σημειώνει ο κ. Πατσάκης.

Σε ό,τι αφορά τον τίτλο, η λέξη “ανήφορος” είναι ίσως από τις πιο αγαπημένες του Νίκου Καζαντζάκη: «Στην “Αναφορά στον Γκρέκο” λέει “μία λέξη πάντα σε όλη μου τη ζωή με τυραννούσε και με μαστίγωνε: η λέξη Ανήφορος”. Κι αργότερα: “Ο σωστός δρόμος είναι ο ανήφορος”», λέει χαρακτηριστικά ο κ. Πατσάκης.

Η Κρήτη, η Αγγλία, η μοναξιά!

Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε 3 κεφάλαια. “Κρήτη” - “Αγγλία” - “Μοναξιά”... Άραγε αυτά - ο τόπος του, τα ταξίδια και τα μύχια της ψυχής του - ήταν και της ύπαρξης του Καζαντζάκη τα μεγάλα κεφάλαια;

«Μέσα στο βιβλίο γράφει: “Υπάρχει εδώ στην Κρήτη μία αδάμαστη φλόγα, ας την πούμε ψυχή, μία φλόγα πιο πάνω από τη ζωή και από τον θάνατο. Υπερηφάνεια, πείσμα, παλικαριά, δύσκολο να την ορίσεις, δηλαδή να την περιορίσεις. Όλα αυτά μαζί και κάτι άλλο ανείπωτο και αστάθμητο που σε κάνει να περηφανεύεσαι που είσαι άνθρωπος”. Η Κρήτη για τον Καζαντζάκη λοιπόν δεν είναι ένα απλό κεφάλαιο. Είναι κάτι πολύ περισσότερο από αυτό, είναι ο τρόπος που έβλεπε τον κόσμο πραγματικά.

“Η Κρήτη στάθηκε ο πρώτος Βράχος που φωτίστηκε σε όλη ακόμα την κατασκότεινη Ευρώπη και εδώ η ψυχή της ράτσας μου”, λέει ο Κοσμάς (σ.σ. ήρωας του βιβλίου), “εξετελέσε τη μοιραία της αποστολή, έφερε το Θεό στην κλίμακα του ανθρώπου”. Όπως καταλαβαίνετε όλο το σύμπαν του Καζαντζάκη περιστρέφεται γύρω από την Κρήτη. Σε ό,τι αφορά τα ταξίδια είναι κάτι περισσότερο. Ο “Ανήφορος” γράφεται στην ουσία τις πρώτες μέρες που βρίσκεται στην Αγγλία και η λέξη παίρνει μία ιδιαίτερη μορφή, καθώς δε θα ξαναγυρίσει στον τόπο του παρά μόνο για να ταφεί. Τώρα για το αν ήταν μόνος του, η σκέψη του έφτασε σε πολύ μεγάλα επίπεδα. Τα λογοτεχνικά του έργα, η ικανότητά του στην αφήγηση, η απαράμιλλή του γλώσσα... σκεφτόταν διλήμματα και αντινομίες ανθρώπινες. Έφτασε σε πολύ υψηλό επίπεδο που μπορούμε να σκεφτούμε ότι υπήρχε εκεί μια μοναξιά. Όμως αυτοί οι παγκόσμιοι συγγραφείς έχουν μια μοναδική ικανότητα. Επειδή όλα αυτά που σκέφτονται ξεφεύγουν από την εποχή τους, μας δίνουν τη δυνατότητα με την ανάγνωσή τους να τα ξαναγράφουμε. Στην ουσία, στη βάση των δικών τους ανησυχιών να τα βλέπουμε στο σήμερα. Θεωρώ πως σε αυτό το επίπεδο ο Καζαντζάκης δεν είναι μόνος του...», δηλώνει ο υπεύθυνος εκδοτικού σχεδιασμού των εκδόσεων “Διόπτρα”.

Η υπόθεση του μυθιστορήματος

Πρωταγωνιστές του βιβλίου είναι ο Κοσμάς και η Εβραία - τι συμβολισμός αλήθεια λίγο μετά τη λήξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου! - Νοεμή.

«Κεντρικός ήρωας είναι ο Κοσμάς από το Μεγάλο Κάστρο της Κρήτης (σημερινό Ηράκλειο). Ένας συγγραφέας τριάντα με σαράντα χρόνων περίπου, που επιστρέφει ύστερα από αρκετά χρόνια απουσίας στην Κρήτη, το νησί από το οποίο έφυγε πολύ νέος. Ανήσυχο πνεύμα, έλαβε μέρος στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ως αεροπόρος σε βομβαρδιστικό αεροσκάφος, υπηρετώντας στην Αφρική. Με την επιστροφή του στο νησί και έπειτα από τον θάνατο του παππού του και την περιήγησή του στα κατεστραμμένα από τη Μάχη της Κρήτης χωριά, αποφασίζει να ταξιδέψει ως το Λονδίνο και να αποπειραθεί να ιδρύσει μια “Πνευματική Διεθνή”, σε μια προσπάθεια να αποκατασταθεί η παγκόσμια ειρήνη. Άνδρας ιδιαίτερα τρυφερός, τόσο απέναντι στη μητέρα του όσο και στη γυναίκα του, κυρίως παραμένει ταγμένος απέναντι στο χρέος προς την ανθρωπότητα και τις μελλούμενες γενιές σε κάθε δυσκολία που αντιμετωπίζει.

Κεντρική ηρωίδα είναι η Νοεμή, η Πολωνο-εβραία σύζυγος του Κοσμά. Μια θλιμμένη φασματική μορφή η οποία έζησε όλη τη φρίκη του πολέμου και του Ολοκαυτώματος, βιώνοντας μια οικογενειακή τραγωδία, καθώς όλα τα μέλη της οικογένειάς της χάθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, από τα οποία σώθηκε η ίδια, καθώς φυγαδεύτηκε στην Ιερουσαλήμ. Ο Κοσμάς τη γνώρισε εκεί, ακριβώς τη στιγμή που ήταν έτοιμη να αυτοκτονήσει. Αφού τη μετέπεισε και την έσωσε από την αυτοκτονία, την παρότρυνε να βαφτιστεί χριστιανή με το όνομα “Χρυσούλα” και στη συνέχεια παντρεύτηκαν. Πιστή σύντροφος, ακολουθεί τον Κοσμά ως την πατρίδα του, την Κρήτη, και μένει μόνη με τη μητέρα και την αδερφή του, αλλά και με τους δαίμονές της, αφού πρώτα τον ενθαρρύνει στην απόφασή του να φύγει για το Λονδίνο και να ακολουθήσει το χρέος του προς την ανθρωπότητα. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού στην Αγγλία, ένα τραγικό συμβάν συγκλονίζει τη ζωή του Κοσμά και τον βυθίζει στη μοναξιά. Μια μοναξιά που τον οδηγεί στη μελαγχολία, ενώ ταυτόχρονα σωματοποιεί την ψυχική του κατάσταση, καθώς βγάζει ένα έκζεμα στο πρόσωπο. Ο Κοσμάς προσπαθεί αγωνιωδώς να βγει από τη δυσάρεστη αυτή θέση και το επιτυγχάνει τελικά μέσα από τη συγγραφή. Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να πούμε πως μέσα στη φρίκη που άφησε ο πόλεμος γεννήθηκε μια δυνατή αγάπη, από την αγάπη αυτή γεννάται η τραγωδία και μέσα από το δράμα αναγεννάται μια ελπίδα», σημειώνουν στον πρόλογό τους οι Ν. Μαθιουδάκης και Π. Βασιλειάδη.

Κυκλοφορεί στις 26 Οκτωβρίου - Ανήμερα της επετείου του θανάτου του Νίκου Καζαντζάκη

“Ο Ανήφορος” κυκλοφορεί σε μια καθαρά συμβολική κίνηση στις 26 Οκτωβρίου - ανήμερα του θανάτου του Νίκου Καζαντζάκη - απ’ τις εκδόσεις “Διόπτρα”, που ανέλαβε τη μεγάλη ευθύνη να φέρει τον Νίκο Καζαντζάκη στον 21ο αιώνα. «Η ευθύνη είναι πραγματικά τεράστια. Ο Καζαντζάκης ταξίδεψε πάρα πολύ, αναμετρήθηκε με όλα τα μεγάλα προβλήματα της εποχής του, είχε επίγνωση των σημαντικών στιγμών που ζούσε και όλα αυτά μετατράπηκαν σε μυθιστορηματική γραφή, θεωρώ παγκόσμιας αξίας. Αυτή η προσπάθεια λοιπόν να ανανεώσουμε τον Καζαντζάκη φέρνοντάς τον στον 21ο αιώνα είναι μια τεράστια ευθύνη, που θεωρώ όμως ότι τη φέραμε σε πέρας», δηλώνει ο κ. Πατσάκης.

«Κατά τη γνώμη μας ο Νίκος Καζαντζάκης πραγματικά με τον “Ανήφορο” επιχειρεί να δηλώσει έντονα την πολιτική του θέση και μάλιστα απευθυνόμενος σε διεθνές και όχι σε ελληνικό κοινό. Σήμερα ειδικά αποδεικνύεται η αναγκαιότητα της έκδοσης του γνωστού-άγνωστου έργου, καθώς αποτελεί μια κοινωνικοπολιτική αποτύπωση της μεταπολεμικής εποχής τόσο της Ελλάδας όσο και της Ευρώπης, αναδεικνύοντας το ζήτημα της ενσυναίσθησης του ανθρώπου προς τον άλλο άνθρωπο και την ανάγκη του αναστοχασμού των εμπειριών του παρελθόντος», σημειώνουν στο επίμετρό τους οι φιλόλογοι Νίκος Μαθιουδάκης και Παρασκευή Βασιλειάδη. Να σημειωθεί πως το βιβλίο θα παρουσιαστεί κι επίσημα στην Κρήτη σε μια εκδήλωση που θα γίνει στο Μουσείο Καζαντζάκη στις 7 Νοεμβρίου.

Ο Νίκος Καζαντζάκης κατέβαλε έντονες προσπάθειες προκειμένου να προσελκύσει την προσοχή της Σουηδικής Ακαδημίας στην υποψηφιότητα του για το Νόμπελ Λογοτεχνίας, υποστηρίζοντας όμως επιτακτικά τη συνυποψηφιότητα του με τον στενό του φίλο Άγγελο Σικελιανό

Ένα ακυκλοφόρητο αριστούργημα!

Ξημέρωνε. Απόγειο αγεράκι φύσηξε κι η θάλασσα ανατρίχιασε· ανάλαφρη μυρωδιά από θυμάρι κατέβαινε από τη στεριά κι ο Κοσμάς, όρθιος στην πλώρα, ανάσαινε βαθιά τον κόρφο της Πατρίδας. Βράχοι άγριοι σηκώνουνταν μπροστά του, κάπου κάπου δέντρα μαυρολογούσαν, μακριά οι βουνοκορφές ρόδιζαν. Πώς έφυγε, είκοσι τώρα χρόνια, νέος με χνουδάτα μάγουλα, με χνουδάτη ψυχή και πώς τώρα γύριζε! Στράφηκε· μια κοπέλα δίπλα του, μικρή, χλομή, κοίταζε κι αυτή, με μεγάλα μάτια γιομάτα τρομάρα.

- Η Κρήτη! της είπε, χαμογέλασε και της άγγιξε με τρυφερότητα τον ώμο.

Η κοπέλα τινάχτηκε.

- «Ναι» είπε· και σώπασε.

- Εδώ θα ξεχάσεις, της είπε με σιγανή φωνή. Τούτη πια είναι η πατρίδα σου. Ξέχασε την άλλη... Κι επειδή η κοπέλα σώπαινε.

- Ξέχασε την άλλη... της ξανάπε με γλύκα.

- Ναι, Κοσμά... έκαμε η κοπέλα· και σώπασε πάλι. Κι άξαφνα τον άρπαξε από το μπράτσο, τον έσφιξε ανήσυχη, σα νά ’θελε να βεβαιωθεί πως υπάρχει. Γαλήνεψε λίγο.

Η Κρήτη όλο και ζύγωνε με τα βουνά της, με τους ελαιώνες, με τ’ αμπέλια. Το Μεγάλο Κάστρο, πέρα, ασπρολογούσε μέσα στο πρωινό φως. Η μυρωδιά του θυμαριού πλήθαινε. Το φως είχε κατηφορίσει πια από τις κορυφές στις ποδιές του βουνού, έπιανε τώρα τις ρίζες του, χύνουνταν ήσυχα και πλημμύριζε τον κάμπο. Τα δέντρα άρχιζαν και ξεχώριζαν, κοκόρια ακούστηκαν, ο κόσμος ξυπνούσε.

Ο άντρας έσκυψε στην κοπέλα:

- Σε παρακαλώ, της είπε σιγά, τώρα που θα μπεις στο πατρικό μου σπίτι, βάστα την καρδιά σου, μην τρομάξεις. Σκέψου πως είμαι μαζί σου, πάντα. Η μητέρα μου είναι μια άγια γυναίκα, θα σε αγαπήσει· η αδερφή μου, πρέπει να ξέρεις... Σώπασε· μάζεψε τα φρύδια με αγανάχτηση.

- Τι; είπε η κοπέλα και κοίταξε τον άντρα ανήσυχη.

- Όταν έγινε δώδεκα χρονών, ο γέρος τη φώναξε: - «Δε θα δρασκελίσεις πια· το κατώφλι της εξώπορτας, της είπε· δε θα παρουσιαστείς πια μπροστά μου. Φεύγα!» Κι από τότε πια κλειδομανταλώθηκε σπίτι· κάθουνταν ολημέρα, ύφαινε, κεντούσε, έκανε τα προυκιά της· όταν γύριζε ο γέρος το βράδυ, άκουγε πρώτη από μακριά το βήμα του κι έτρεχε στη μέσα κάμαρα να κρυφτεί. Όταν έγινε είκοσι χρονών είδε αψηλά από το παράθυρο ένα νέο που την κοίταζε. Την άλλη μέρα, το ίδιο. Την άλλη το ίδιο. Τον αγάπησε... Ένα βράδυ, στα σκοτεινά, του έριξε ένα χαρτάκι: «Έλα, τα μεσάνυχτα· θά ’μαι στην πόρτα».

Ο Κοσμάς σώπασε· η φλέβα ανάμεσα στα φρύδια του είχε φουσκώσει και χτυπούσε. Τινάχτηκε πάλι μέσα του, όλο αγριότητα, το μίσος, ο φόβος, η αγάπη για το γέρο. Χάθηκε η Κρήτη και διάνεψε μέσα στον αγέρα ο φοβερός ο ίσκιος.

- Σώπα, ψιθύρισε η κοπέλα· σώπα, δε θέλω να μου πεις.

- Όχι, πρέπει. Τα μεσάνυχτα η αδερφή μου κατέβηκε, ξυπόλυτη, σιγά σιγά για να μην τρίξουν οι σκάλες... Μα ο γέρος αγρυπνούσε, την άκουσε, γλίστρησε ξοπίσω της, την ακολούθησε. Η κακόμοιρη η κοπέλα βγήκε στην αυλή και τη στιγμή που άπλωνε το χέρι ν’ ανοίξει την πόρτα, ο γέρος την άρπαξε από τα μαλλιά, κάρφωσε απάνω της τα νύχια του, την ανέβασε λιπόθυμη στην κάμαρά της, την πέταξε μέσα, την κλείδωσε κι έβαλε το κλειδί στη μέση του. Λέξη ο γέρος δεν ξεστόμισε· μα από τότε πια η αδερφή μου, δεκαπέντε χρόνια, δεν πρόβαλε το πρόσωπό της μήτε στην πόρτα μήτε στο παράθυρο· δεν μπορεί, μου λεν, να κοιμηθεί· κι όταν μονάχα ζυγώνουν τα μεσάνυχτα, ανοίγει τα παραθύρι της, σκύβει, κι αν τύχει και περνάει κανένας στο δρόμο, του φωνάζει: «Κοντεύουν μεσάνυχτα;» Και κλείνει ευτύς, πάλι, το παράθυρο, με τρόμο.

Ο Κοσμάς σώπασε. Τα ξανθά μαλλιά, τα γαλάζια μάτια, η γλύκα της αδερφής, το γέλιο της, όταν ήταν μικρή... Σα νά ’ταν ένα βαθύ μαύρο νερό κι έβλεπε μέσα.

- Και τώρα; ρώτησε η κοπέλα. «Τώρα που πέθανε ο γέρος...» Κάτι ήθελε να πει, μα η φωνή της κόπηκε.

- Τώρα που πέθανε ο γέρος; Δεν ξέρω· μα ’ναι πολύ αργά.

Έκαμε μερικά βήματα στο κατάστρωμα, επεστράτεψε πάλι, όπως το συνήθιζε, όλες του τις δυνάμες, ησύχασε λίγο. Ξαναγύρισε στην κοπέλα.

- Σε παρακαλώ, της ξανάπε, μην τρομάξεις.

- Μα... έκαμε η κοπέλα. Ο Κοσμάς άπλωσε το χέρι, σα νά ’θελε να της φράξει το στόμα.

- Όχι, όχι... είπε· δεν πέθανε. Θα δεις.

Κοίταζε ο Κοσμάς πίσω από το Μεγάλο Κάστρο, κατά νότου, το ξακουστό βουνό, το Γιούχτα - τεράστιο θεϊκό κεφάλι, ξαπλωμένο ψηλά απάνω από τις ελιές και τ’ αμπέλια, με το τραχύ όλο ανήφορο μέτωπο, με την όρθια μύτη, με το φαρδύ κλεισμένο στόμα και τα γένια από βράχους και γκρεμούς που χιμούσαν και κατέβαιναν στον κάμπο. Κείτονταν ανάσκελα, σαν πεθαμένος, μαρμαρωμένος θεός, γαλαζόμαυρος, κακοτράχαλος, αλαφριά ανασηκωμένος, σα να κοίταζε ακόμα και ν’ αφέντευε την Κρήτη.

- Δεν πέθανε ο γέρος, συλλογίστηκε ξαφνικά ο Κοσμάς, με τα μάτια καρφωμένα στο ανησυχαστικό μπροστά του βουνό. Όσο ζει και σαλεύει μέσα μου, δεν πέθανε, όσο ζω και τον συλλογιέμαι δε θα πεθάνει. Οι άλλοι θα τον ξεχάσουν, από μένα κρέμεται η ζωή του. Με κρατάει μα κι εγώ τον κρατώ...

Δεύτερο απόσπασμα 

- Εμένα που θωράτε μ’ έκαψε ο Χάρος· τι να του κάμω του άτιμου, που είμαι εβδομήντα χρονών και δεν μπορώ πια να κάμω παιδιά· αλλιώς θα τού ’δειχνα εγώ!

- Πες τον πόνο σου, θεια, ν’ αλαφρώσεις, είπε ο Μανολιός.

- Τι να πω, μωρέ Μανολιό; Είχα οχτώ μήνες κι έκρυβα εδώ στο παντέρμο μου δυο Εγγλέζους. Το παιδί μου δεν είχε να φάει, αυτοί είχαν· το παιδί μου δεν είχε να σκεπαστεί, αυτοί είχαν. Τό ’μαθαν οι Γερμανοί. Με φώναξε ο κομαντάντες. - «Θα σκοτώσω το μοναχογιό σου» είπε «παράδωσέ μου τους Εγγλέζους». - «Δεν τους παραδίνω» του αποκρίθηκα. «Σκότωσε το γιο μου· ένα τον έχω, σκότωσέ τον. Μα να ξέρεις, κομαντάντε, πως όλες οι μανάδες στον κόσμο πονούνε κι αυτός ο πόνος των μανάδων θα φάει τη Γερμανία. Η Γερμανία θα χαθεί, βάνω την κεφαλή μου! Βάνεις στοίχημα, κομαντάντε; Εγώ βάνω την κεφαλή μου!» Λύσσαξε ο σκύλος. Την άλλη μέρα μού στέλνει τους Γερμανούς σπίτι· μα εγώ το μυρίστηκα κι έχωσα τους Εγγλέζους στο βουνό. - «Πού ’ναι οι Εγγλέζοι;». - «Έφυγαν». - «Πού πάνε;». - «Δεν ξέρω». Την ώρα εκείνη έμπαινε ο γιος μου· τον άρπαξαν οι Γερμανοί, τον κόλλησαν στον τοίχο. Σήκωσαν τα τουφέκια, με κοίταξαν». - «Μην τους προδώσεις, μάνα!» φώναξε ο γιος μου». - «Δεν τους προδίνω και μη φοβάσαι, παιδί μου. Έχε γεια!». Τον σκότωσαν, έβαλαν φωτιά στο σπίτι κι έφυγαν.

Την ίδια νύχτα πέρασαν δυο άλλοι Εγγλέζοι στρατιώτες, που τους κυνηγούσαν οι Γερμανοί. Κάπνιζε ακόμα το σπίτι μου μα εγώ είχα τρυπώσει σε μια γωνιά κι έκλαιγα. Με άκουσαν οι Εγγλέζοι, ζυγώσαν: ψωμί! μου φώναξαν, ψωμί! Οι χωριανοί μού είχαν δώσει μια κουλούρα κριθαρόψωμο, μα εγώ δεν είχα όρεξη να φάω· δεν κατέβαινε η μπουκιά από το λαιμό μου. Τους έδωκα το ψωμί. Κρύωναν, τους έδωκα και μιαν κουβέρτα που μου είχαν δώσει, βγήκα από τη γωνιά, τους έβαλα να κοιμηθούνε.

- Γιατί τά ’καμες όλα αυτά; φώναξε ο Κοσμάς, κατατρομαγμένος από τέτοια μεγάλη ψυχή. Οι Εγγλέζοι δεν έφταιγαν που σκότωσαν το γιο σου;

- Τό ’καμα, αποκρίθηκε ήσυχα η γριά, γιατί ήξερα πως πέρα, μακριά, σ’ ένα τόπο που τον λένε Αγγλία, έχουν κι αυτοί μανάδες. Και κατέχω τι θα πει πόνος της μάνας.

Οληνύχτα ο Κοσμάς δεν μπόρεσε να σφραγίσει μάτι. Συλλογίζουνταν τη γριά και τα μάτια του βούρκωναν. Ανθρωπιά μεγάλη είναι τούτη, συλλογίζουνταν, η μεγάλη ψυχή νικάει τον ατομικό πόνο και τον πιο φοβερό, σμίγει, γίνεται ένα με τον κόσμο. Υπάρχει εδώ στην Κρήτη μια αδάμαστη φλόγα, ας την πούμε ψυχή, μια φλόγα πιο πάνω από τη ζωή κι από το θάνατο. Υπερηφάνεια, πείσμα, παλικαριά; Δύσκολο να την ορίσεις, δηλαδή να την περιορίσεις. Όλα αυτά μαζί και κάτι άλλο, ανείπωτο κι αστάθμητο, που σε κάνει να υπερηφανεύεσαι που είσαι άνθρωπος...

Το πρωί που σηκώθηκαν κι αποχαιρετούσαν, η γριά έσκυψε, ξεσφήνωσε από την αυλή μιαν πέτρα γεμάτη κόκκινα πιτσιλίσματα, την έδωκε του Κοσμά:

- Νά, πάρε αυτή την πέτρα, είπε, να με θυμάσαι. Να θυμάσαι την Κρήτη. Και δείχνοντας τις μαυροκόκκινες βούλες: Είναι τα αίματα... είπε.

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News