Δαμάστα: Δε στέρεψε ποτέ το δάκρυ για τους ήρωες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου

Κρήτη
Δαμάστα: Δε στέρεψε ποτέ το δάκρυ για τους ήρωες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Μνήμες αυγουστιάκες, γεμάτες δάκρυα, σαν την πρωινή δροσούλα της 21 Αυγούστου του 1944 στους πρόποδες του Ψηλορείτη, που δεν έπαψαν να κυλούν εδώ και 78 ολόκληρα χρόνια στη Δαμάστα

Μνήμες αυγουστιάκες, γεμάτες δάκρυα, σαν την πρωινή δροσούλα στους πρόποδες του Ψηλορείτη, που δεν έπαψαν να κυλούν εδώ και 78 ολόκληρα χρόνια στη Δαμάστα. Εκείνο το μικρό χωριό που πλήρωσε βαρύ τίμημα στην αυλαία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, με κάθε σχεδόν οικογένεια να έχει και από ένα θύμα ανάμεσα στα 30 παλικάρια του χωριού που στις 21 Αυγούστου του 1944, μαζί με τους νέους από το γειτονικό Μάραθος, έπεφταν νεκροί από τις σφαίρες των γερμανικών πολυβόλων.

Μπορεί να κύλισαν κοντά 8 δεκαετίες από εκείνα τα δραματικά γεγονότα, μπορεί οι περισσότεροι από τους πρωταγωνιστές να έχουν φύγει, όμως όσοι συνεχίζουν το ταξίδι της ζωής κουβαλούν μαζί τους εκείνες τις σκληρές μνήμες, τις οποίες κληροδότησαν ως βαρύτιμο χρέος στους απογόνους τους. Παιδιά, εγγόνια, ανίψια, δισέγγονα που κάθε χρόνο εκείνη την ημέρα ανηφορίζουν το μονοπάτι ως το Κερατίδι, τον τόπο που έμελλε να γίνει ο Γολγοθάς των Δαμαστιανών. Και λίγα χιλιόμετρα πιο μακριά, στο Μάραθος, όπου η ιστορία επαναλήφθηκε με τον ίδιο τραγικό τρόπο. Το ίδιο εκείνο μαρτυρικό πρωινό.

Παιδί ακόμα, θυμάμαι τη γιαγιά μου με το ξεθωριασμένο γαλάζιο αλλά πάντα διαυγές εκείνο βλέμμα, γεμάτο πόνο αλλά και σοφία, να ετοιμάζεται μέρες πριν για το μνημόσυνο. Βουβή, προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυά της, ετοίμαζε τα κόλλυβα, κοίταζε το πέλαγος χαμένη στις σκέψεις και τις μνήμες και θύμιαζε μνημονεύοντας τους νεκρούς της. Τον άντρα της που εκτελέστηκε από τους Γερμανούς, αφήνοντας πίσω ένα τσούρμο παιδιά, που εκδιώχθηκαν από το χωριό με ό,τι φορούσαν εκείνο το πρωί και κατέφυγαν στα γειτονικά της Δαμάστας χωριά. Παιδιά που μόλις είχαν κάνει τα πρώτα βήματα της ζωής τους, μη συνειδητοποιώντας το μέγεθος ενός δράματος που βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη. Μιας τραγωδίας σκληρής, όπως οι αρχαίες, χωρίς όμως μια ορατή κάθαρση.

Με παιδική αθωότητα, το σμήνος των εγγονιών, που μαγευόταν από εκείνες τις διηγήσεις, ρωτούσε τη γιαγιά για να μάθει λεπτομέρειες, να συγκρατήσει όσο περισσότερα μπορούσε στη μνήμη. Και εκείνη, παρά τον πόνο που της προκαλούσε αυτή η ανάκληση των γεγονότων, τους μιλούσε για τον παππού τους που έχασε τη ζωή του εκείνο το πρωινό. Για τον πεθερό της, που είδε την καρδιά του να ραγίζει από τον πόνο και να πεθαίνει. Για τον αδερφό της, που αγνοούταν από το μέτωπο, με τις ελπίδες κάποια στιγμή να βρεθεί να μη σβήνουν. Κυρίως όμως για τον Ματθαίο, ένα από τα παλικάρια του χωριού, τον τσαγκάρη της Δαμάστας, που εκείνο το χάραμα είδε τους Γερμανούς να εισβάλουν και στο δικό τους σπίτι, όπως στα περισσότερα του χωριού, ζητώντας τους να κατέβουν στον «αμαξωτό».

Ο Ματθαίος, όπως οι άλλοι άνδρες του χωριού μετά το σαμποτάζ εναντίον των Γερμανών στο Δαμαστό, λίγο έξω από το χωριό, μερικές μέρες πριν είχε καταφύγει στα βουνά, εκείνα τα σκληροτράχηλα μέρη όπου κρύβονταν οι αντάρτες, με όλο το χωριό να τους προσφέρει προμήθειες. Μια φυγή που στόχο είχε οι Δαμαστιανοί να αποφύγουν τα αναμενόμενα αντίποινα. Όμως οι Γερμανοί είχαν στήσει μια μεθοδική παγίδα. Εκμεταλλευόμενοι το πανηγύρι της Παναγίας στο χωριό τον Δεκαπενταύγουστο, έσπευσαν να καθησυχάσουν τους Δαμαστιανούς ότι δεν είχαν κακές προθέσεις εναντίον τους. Η επιστροφή στις οικογένειές τους έκλεινε τον σατανικό κύκλο που είχαν ανοίξει οι ναζί.

Το ξημέρωμα της 21ης Αυγούστου, οπλισμένοι, ξύπνησαν με φωνές τους κατοίκους βγάζοντάς τους στον δρόμο.

«Ο πατέρας μου, ο Ματθαίος, είχε κατέβει από τον οντά, να φροντίσει τα ζωντανά στο ισόγειο, όπως έκανε κάθε πρωί», ξεδιπλώνει τις αναμνήσεις της η Φωτεινή Τριγώνη. «Την ώρα που άρμεγε τις κατσίκες, ήρθανε οι Γερμανοί στην πόρτα και χτυπούσανε και του λένε “δύο μερών μαντζαρία και παρτί”. Και κλοτσήσανε τη λεκανίδα που άρμεγε τις κατσίκες, και χύσανε το γάλα και τον πήρανε και φύγανε. Μας πήρε κι εμάς η μάνα μου μετά και κατεβήκαμε κάτω. Δεν τον ξαναείδα...».

Ο αποχαιρετισμός

Και εκεί, στην έξοδο του χωριού, ξεδιπλώθηκε σε όλο της το μέγεθος η τραγωδία. Ο Νίκος, ο Γιώργος, η Φωτεινή, η Μαρία η Χρυσούλα είδαν για τελευταία φορά τον πατέρα τους να απομακρύνεται με τη βία μαζί με άλλους 29 Δαμαστιανούς, τους πιο εκλεκτούς του χωριού, και να οδηγείται άγνωστο πού ως τα τότε. Και μαζί η Σταυρωτή, με τα ξανθά μαλλιά της, ύστατη φορά χωρίς το μαύρο μαντίλι, που μαζί με τα μαύρα ρούχα θα τη συνόδευαν πια ως το τέλος της ζωής της, να αποχαιρετά με το βλέμμα τον άντρα της. Σαν χορός αρχαίου δράματος, οι συγγενείς δεν ήθελαν να πιστέψουν το χειρότερο. Έλπιζαν ότι απλά οι άνθρωποί τους θα οδηγούνταν σε κάποια από τις αγγαρείες και σύντομα θα επέστρεφαν στα σπίτια τους. Ελπίδα που δε σταμάτησε να φωτίζει τις σκοτεινές νύχτες τους στα χωριά όπου κατέφυγαν. Μη γνωρίζοντας ότι, μετά την έξοδο από τη Δαμάστα, οι Γερμανοί θα ολοκλήρωναν το φρικτό έργο τους, οδηγώντας κατά ομάδες των 15 τα παλικάρια στο Κερατίδι, εκτελώντας τους, και αμέσως μετά θα λεηλατούσαν τα σπίτια και θα τα ισοπέδωναν, πολλά εκ θεμελίων.

Το έμαθαν μέρες μετά, όταν κάποια παλικαράκια βρήκαν το θάρρος να επιστρέψουν για να δουν τι είχε συμβεί. Και ανάμεσά τους μια παρέα “ντελικανήδων”, που παρακινημένοι από την αγωνία τι είχε συμβεί στους δικούς τους ανθρώπους, με τον βάσιμο πια φόβο ότι είχαν εκτελεστεί, έφτασε τέσσερις μέρες μετά ως το Κερατίδι. Ανάμεσά τους ο 16χρονος τότε Γιώργος Τριγώνης ή Μπίλιαρης, που έψαχνε τον αδερφό του.

Η αποκάλυψη του φρικτού νέου -  «Πάω να βρω τους σκοτωμένους»

Λίγο πριν φύγει από τη ζωή, μας είχε διηγηθεί εκείνες τις τρομακτικές ώρες. «Όταν κατέβαινα απέναντι στους Σπήλιους, με έσμιξε ένα Ανωγειανάκι και μου λέει: “Πού πας;”. Του λέω “πάω να βρω τους σκοτωμένους”. Μου λέει: “Πόσες μέρες είναι σκοτωμένοι;”. Λέω “τέσσερις”. “Αν τους δεις, δε θα τους γνωρίσεις”, μου είπε, συμβουλεύοντάς με: “Και να μην είναι και Γερμανοί, γιατί θα σε σκοτώσουνε”».

Ο ίδιος άρχισε να ψάχνει την περιοχή, εντοπίζοντας τα ίχνη πάνω στο ξερό χώμα από τα βήματα πολλών ανθρώπων. Και η υποψία δεν άργησε να γίνει βεβαιότητα λίγο αργότερα, όταν αντίκρισε το αποτρόπαιο θέαμα, καθοδηγούμενος από τη φρικτή μυρωδιά της αποσύνθεσης των πτωμάτων κάτω από τον καυτό αυγουστιάτικο ήλιο: τις σορούς των εκτελεσμένων, αγνώριστες από τα σκυλιά και τα άγρια ζώα που τις είχαν κατασπαράξει, σκεπασμένες με κουβέρτες, που άγνωστο ποιος είχε χρησιμοποιήσει για να καλύψει τα πτώματα.

«Βρήκα τρεις κοπελιές και έναν ντελικανή 12 χρονών, και τους λέω: “Τους βρήκα”. Λέει “πού;”. Λέω “εκεί από πάνω στο μασκάλι πρέπει να τους έχουνε, γιατί άκουσα τη μυρωδιά”». Τα παιδιά ειδοποίησαν τους γέρους, που δεν άργησαν να φτάσουν στο Κερατίδι. Οι σκηνές που εκτυλίχθηκαν δεν μπορούν να λησμονηθούν, όσα χρόνια και αν περάσουν.

«Όταν ήρθανε εδώ, εγώ βέβαια γνώρισα τον αδερφό μου και ήτανε και ο μπάρμπας μου, ο κουβαρντο-Δημήτρης που λέγανε, και μου λέει: “Σήκω, μωρέ, φύγε, ήντα γυρεύεις επαέ; Σήκω φύγε μην έρθουνε οι Γερμανοί να μας σκοτώσουνε, να ξεκληριστεί το σπίτι σας”. Και έτσι με έβγαλε. Και του λέω: “Τον αδερφό μου;”. Και μου λέει: “Εμείς θα τoνε θάψουμε”. Αλλά δεν είχανε το κουράγιο και τη δύναμη, γιατί δε βαστούσανε εργαλεία, δε βαστούσανε τίποτα και βγάλανε τα κλαδιά με τα χέρια τους και τα βάζανε απάνω στους νεκρούς και πετρώνανε τα σώματα με πέτρες».

Στο άκουσμα της είδησης - Ράγισαν και οι πέτρες από τον θρήνο

«Έφυγα εγώ εντωμεταξύ, πήγα στον κάμπο στο Χάνι, όπου ήτανε οι πιο πολλές χωριανές εκεί συγκεντρωμένες και τους λέω: “Εμείς τους βρήκαμε”», ανέφερε η μαρτυρία του Γιώργου Τριγώνη. «“Πού;” ήταν η ερώτηση». Αυτό που ακολούθησε έκανε και τους πιο δυνατούς να λυγίσουν: «Ήτανε όλο πια το χωριό εκεί και μου λέγανε: “Είδες τον μπάρμπα μου; Είδες τον αδερφό μου; Είδες τον κουνιάδο μου; Είδες τον πατέρα μου;”. Τους είπα για όσους γνωρίσαμε βέβαια, γιατί δεν τους γνωρίσαμε όλους. Γιατί ήτανε λίγη η ώρα που κάτσαμε και δεν τους γνωρίσαμε όλους. Εκείνη τη στιγμή έρχεται ένας μπάρμπας μου από ’κει, από το Χάνι, και λέει: “Οι Γερμανοί έρχονται”, μόνο γίνονται θρήνος, κλάματα, κακό. “Οι Γερμανοί έρχονται και θα μας σκοτώσουνε όλους και διαλύσαμε”. Και έφυγα και πήγα στο Χώνος. Πέρασε βέβαια ο αδερφός μου επτά μέρες να θαφτεί και δεν ήτανε μόνο αυτός. Ήτανε 5-6 άθαφτοι. Ερχόντανε ένας-ένας, έθαβε τον δικό του και σηκωνότανε και έφευγε».

Όσοι δεν είχαν κάποιον να πάει να τους θάψει, περίμεναν υπομονετικά. «Και ύστερα ένας μπάρμπας μου έθαψε τον γαμπρό του και έθαψε τον πεθερό μου και έθαψε και τον αδερφό μου, και ήτανε κι άλλοι και θάψανε δυο-τρεις ακόμη», είχε καταθέσει τις αναμνήσεις του ο Γιώργος Τριγώνης, με τα δάκρυα να μουσκεύουν τα βλέφαρά του καθώς ξαναζούσε εκείνες τις στιγμές.

«Δε μου έχει φύγει ούτε ένα λεπτό αυτή η εικόνα. Πώς είχε πέσει ο καθένας, πού είχε πέσει, ακόμα τα θυμάμαι. Η εικόνα αυτή δε φεύγει από το μυαλό μου ποτέ, και τη νύχτα που κοιμάμαι όλο βλέπω αυτά τα πράγματα».

Ο “Γολγοθάς”

Ο χρόνος κυλούσε και το καλοκαίρι τελείωνε, με τις μαυροφορεμένες γυναίκες και τους συγγενείς των νεκρών να πηγαίνουν στο Κερατίδι προσπαθώντας να απαλύνουν με τη μνήμη τον ανείπωτο πόνο. Κουβαλώντας, υπό τον φόβο των Γερμανών, στις πλάτες τους τα πήλινα σταμνιά και τις κανίστρες, ανηφόριζαν στο Κερατίδι για να φροντίσουν τους νεκρούς, να φυτέψουν δέντρα και λουλούδια, να φτιάξουν τα μνήματα. Δυόμισι μήνες μετά την τραγωδία, ήρθε η ώρα της επιστροφής στο χωριό. Ο πόλεμος είχε τελειώσει, οι Γερμανοί είχαν φύγει, όμως ο όλεθρος ήταν εκεί.

«Το μισό χωριό ήτανε χαλασμένο»

Η περιγραφή της κ. Φωτεινής συγκλονίζει: «Το μισό χωριό ήτανε χαλασμένο, και ήτανε λίγα σπίτια που είχανε αφήσει όρθια, εκείνα που καθόντουσαν αυτοί. Το σπίτι μας δεν είχε πέσει, δεν το χαλάσανε. Στο πατρικό μου σπίτι γυρίσαμε και κάτσαμε. Ήμασταν πέντε κοπέλια, η γιαγιά μου, ο παππούς μου, η μάνα μου, και βρήκαμε ένα γερμανικό πιάτο στην αυλή του σχολείου, και ένα κουτάλι, και φάγαμε 11 άτομα με ένα κουτάλι. Από εκεί άρχισε η ζωή μας μετά σιγά-σιγά».

Οι Γερμανοί δεν είχαν αφήσει τίποτα. Είχαν λεηλατήσει τα πάντα. «Όλα τα είχανε διαλύσει, καρπούς, ζώα, κρασιά, λάδια...».

«Δεν είχαμε τίποτα»

Το σκηνικό τραγικό... Χωρίς σπίτια, χωρίς καν ρούχα, χωρίς τρόφιμα, αναζήτησαν καταφύγιο ακόμα και στο σχολείο. «Δεν είχαμε τίποτα, παρά μόνο το ξερό μας κορμί: ούτε καρέκλα, ούτε πιάτο, ούτε πιρούνι, ούτε τίποτα. Μόνο αν μας δίνανε συγγενείς μας κανένα πιρούνι και κανένα πιάτο. Άλλο τίποτα, ούτε φαΐ, ούτε ψωμί, ούτε τίποτα, και περνούσανε και 5 και 6 μέρες να φάμε πράμα. Αν βρίσκαμε κανένα χαρούπι, μα δε βρίσκαμε ούτε χαρούπια. Ένα δράμα ζήσαμε».

Και ο χειμώνας προμηνυόταν βαρύς και ακόμα πιο δύσκολος χωρίς βοήθεια. «Από πουθενά...». Και «ύστερα ήρθε ο Ερυθρός Σταυρός και μας έφερε κάτι ρεβίθια μαροκινά, και το καθένα ροβίθι είχε 6-7 μαμούνια μέσα. Από εκεί και ύστερα δεν ξανάφαγα ροβίθια...».

Το δάκρυ δε στέρεψε ποτέ

«Κάθε Αύγουστο από την πρώτη μέρα, μέχρι που θα έρθει το ξημέρωμα του μνημοσύνου, δε στερεύει το δάκρυ». Τα λόγια της Φωτεινής Τριγώνη, που έχασε τον πατέρα της πριν ακόμα κλείσει τα 10 της χρόνια, είναι συγκλονιστικά, όπως και της αδερφής της, της Χρυσούλας, και του αγέννητου ακόμα τότε Μανόλη, που μαζί στέκονται δίπλα στον τάφο του πατέρα τους, του Ματθαίου, αφήνοντας το αυλάκι των δακρύων να χαράσσει με την υγρή πορεία τις ρυτίδες στο πρόσωπο, στο αποκορύφωνα ενός σπαράγματος, ενός ακόμα ηχηρού ή σιωπηλού λυγμού. Γιατί, ακόμη και αν πέρασαν τόσα χρόνια, είναι για όλους εκείνους σαν χθες.

«Δεν μπορώ, παιδί μου, να ξεχάσω. Όσο κι αν με ρωτούν πώς τα θυμάμαι ακόμα μετά από τόσα χρόνια», λέει κλαίγοντας η κυρα-Φωτεινή, την ώρα που βάζει ένα “κλαδί” λιβάνι για να θυμιάσει τον τάφο του πατέρα της. «Σήμερα δεν μπορώ να σύρω τα πόδια μου, όμως τότε κουβαλούσα τη γερμανική κανίστρα με το νερό από το χωριό με τα πόδια για να ποτίσω τα τριαντάφυλλα και τα μοσχοβολιστά λουλούδια που είχαμε φυτέψει πάνω από τα μνήματα. Πια δε σώζονται, παρά μονάχα τα γέρικα κυπαρίσσια και τα πεύκα, ένα για κάθε θύμα, που ποτίστηκε με το ίδιο τους το αίμα», αναπολεί, δείχνοντάς μας τριγύρω τον χώρο, που παραπέμπει ως τόπος μαρτυρίου στην υπέρτατη θυσία και στον απόλυτο πόνο, που ο χρόνος δεν έχει καταφέρει να απαλύνει.

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News