Κορωνοϊός: η νόσος των φτωχών

Κρήτη
Κορωνοϊός: η νόσος των φτωχών

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Εν μέσω πανδημίας, οι κοινωνικές ανισότητες, που έτσι κι αλλιώς υπάρχουν, αντικατοπτρίζονται ακόμα πιο έντονα στο σύστημα υγείας ανά τον κόσμο, χωρίς η Ελλάδα να αποτελεί εξαίρεση

Του Πέτρου Σταθάκη

«Η θεραπεία είναι θέμα χρόνου αλλά μερικές φορές είναι και θέμα ευκαιρίας» έλεγε ο Ιπποκράτης δυόμισι χιλιάδες χρόνια πριν και δε θα ήταν δύσκολο να το αναγάγουμε στο σήμερα, όπου οι ίσες ευκαιρίες παραγκωνίζονται, ενώ ταυτόχρονα αμβλύνονται οι κοινωνικές ανισότητες. Σε τι είδους ευκαιρία αναφερόταν ο κορυφαίος αρχαίος Έλληνας γιατρός; Είναι σαφές ότι, αν έχουμε δύο ασθενείς στους οποίους χορηγηθεί η ίδια θεραπεία, δεν είναι απαραίτητο ότι και οι δύο θα έχουν την ίδια ανταπόκριση. Η επιστήμη το έχει αποδείξει αυτό. Αυτό που επίσης όμως έχει φανεί είναι ότι δεν έχουν όλοι οι ασθενείς την ίδια πρόσβαση στις εκάστοτε θεραπείες ή και στην κατάλληλη ιατρική περίθαλψη.

Εν μέσω πανδημίας, οι κοινωνικές ανισότητες, που έτσι κι αλλιώς υπάρχουν, αντικατοπτρίζονται ακόμα πιο έντονα στο Σύστημα Υγείας ανά τον κόσμο, χωρίς η Ελλάδα να αποτελεί εξαίρεση σε αυτό. Στη χώρα μας παρατηρούμε την απώλεια ενίσχυσης του συστήματος υγείας, με αποτέλεσμα την πληρότητα των Μονάδων Εντατικής και άρα την αδυναμία περίθαλψης του συνόλου των ασθενών. Στο σημείο αυτό είναι που έρχεται ο διαχωρισμός, διότι οι προνομιούχοι ως διά μαγείας έχουν πρόσβαση στις κλίνες των ΜΕΘ ή γενικότερα στην περίθαλψη, είτε σε ιδιωτικά κέντρα είτε σε δημόσια. Είναι γνωστό φυσικά ότι η νοσηλεία σε ιδιωτικές κλινικές είναι άκρως δαπανηρή, οπότε προφανώς λίγοι έχουν πρόσβαση σε αυτήν, καθότι η μέση αμοιβή ενός εργαζομένου στη χώρα μας είναι τουλάχιστον πενιχρή. Το ίδιο ισχύει για τις συντάξεις. Εδώ η ειρωνεία είναι ότι κυρίως ηλικιωμένοι άνθρωποι έχουν ανάγκη ιατρικής φροντίδας, αλλά ταυτόχρονα οι απολαβές τους είναι αδύνατον να καλύψουν τα έξοδα νοσηλείας στον ιδιωτικό τομέα.

Γι’ αυτόν τον λόγο υποτίθεται λοιπόν ότι έχει θεσπιστεί το ΕΣΥ, προκειμένου όλοι/ες να έχουν πρόσβαση στην περίθαλψη. Όταν, ωστόσο, τα δημόσια νοσοκομεία έχουν ελλείψεις σε προσωπικό και εξοπλισμό, ταλανίζονται από τη γραφειοκρατία και τα εξουθενωτικά ωράρια εργασίας, είναι απολύτως λογικό να μην είναι σε θέση να εξυπηρετήσουν τον πολίτη. Αυτή η απαξίωση της δημόσιας υγείας συμβάλλει στην πίεση ψυχοσωματικά τόσο του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού, όσο και φυσικά των ασθενών. Ένας μέσος ειδικευόμενος γιατρός εργάζεται με ελάχιστες ώρες ύπνου, σε εφημερίες ειδικά, έχει την ευθύνη μεγάλου αριθμού ασθενών, ενώ ταυτόχρονα δέχεται πολλές φορές τα υποτιμητικά σχόλια των ανωτέρων του στην ιεραρχία. Ακριβώς τα ίδια ισχύουν και για το νοσηλευτικό προσωπικό, που αισθάνεται την πίεση τόσο από ασθενείς όσο και από γιατρούς και το υπόλοιπο νοσηλευτικό προσωπικό. Δυστυχώς, έχουμε να κάνουμε δηλαδή με, πολλές φορές, απάνθρωπες συνθήκες εργασίας. Αυτό φυσικά καθιστά δυσχερή τη σωστή μεταχείριση των ασθενών, οι οποίοι κάποιες φορές αντιμετωπίζονται με αδιαφορία.

Επιπρόσθετα, το γεγονός ότι η πλειονότητα των νοσοκομείων έχει μετατραπεί σε νοσοκομεία μίας και μόνο νόσου δείχνει την παντελή αδυναμία εξυπηρέτησης των πολιτών. Αντιθέτως στα ιδιωτικά κέντρα η κατάσταση είναι σαφώς καλύτερη, καθώς υπάρχει ο απαραίτητος εξοπλισμός, όπως επίσης ο χρόνος για καλύτερη διακομιδή των ασθενών. Από αυτό μόνο κάνει ολοφάνερη τη διάκριση των πολιτών σε έχοντες-μη έχοντες, που σε καιρούς κρίσης αμβλύνεται περισσότερο. Άλλωστε, σε ένα κοινωνικοοικονομικό σύστημα, όπου οι ταξικές διαφορές είναι μεγάλες, σε περίοδο κρίσης το ίδιο το σύστημα θα “περισώσει” τους προνομιούχους. Αυτό συμβαίνει σε όλες τις ιστορικές περιόδους, όπου με άλλα καθεστώτα, όπως η μοναρχία, συνέβαινε το ίδιο ακριβώς.

Είναι λοιπόν σαφής η αναγκαιότητα για ριζικές μεταρρυθμίσεις τόσο στο σύστημα υγείας, όσο και στη γενικότερη βελτίωση της κρατικής πρόνοιας, υπό το πρίσμα της εξάλειψης των ταξικών διαφορών. Πρώτον, είναι επιτακτική η οικοδόμηση νέων δομών Υγείας για την περίθαλψη όλων των πολιτών ισότιμα, που θα αποσυμφορήσουν τα τριτοβάθμια νοσοκομεία με όλο τους το προσωπικό. Ως αποτέλεσμα αυτού, η εξυπηρέτηση θα είναι καλύτερη, με πιο ανθρώπινο πρόσωπο. Πρακτικά η ενίσχυση της πρωτοβάθμιας, που σε άλλες χώρες αποτελεί αυτονόητη υπηρεσία, στην Ελλάδα είναι περιορισμένη στη συνταγογράφηση φαρμάκων. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη λογική ότι ο ασθενής θα καταφύγει στο δευτεροβάθμιο ή τριτοβάθμιο νοσοκομείο, όταν θα χρειαστεί ιατρική περίθαλψη σε επείγουσα βάση, φορτώνει υπερβολικά το σύστημα υγείας, που αδυνατεί να ανταπεξέλθει.

Η συγκρότηση λοιπόν πρωτοβάθμιων δομών υγείας για την εξέταση και νοσηλεία ασθενών που δεν απαιτούν παραπομπή σε τριτοβάθμιο νοσοκομείο θα αποσυμφορήσει τα μεγάλα νοσοκομεία. Φυσικά εννοώ την ύπαρξη κλινών, κλινικών και εφημεριών σε πρωτοβάθμιες δομές (ΤΟΜΥ), που μέχρι τώρα περιορίζονταν απλά σε συνταγογράφηση, προγραμματισμένα ραντεβού και παρακολούθηση.

Δεύτερον, η πρόσληψη ιατρονοσηλευτικού προσωπικού σε δημόσιες δομές. Σε αυτό χρειάζεται να τονιστεί η αναγκαιότητα εκπαίδευσης του νέου προσωπικού. Αυτό διότι παρατηρείται ότι, μετά το πέρας της φοίτησης σε ιατρική ή νοσηλευτική σχολή και την έναρξη εργασίας, οι ανώτεροι σε ιεραρχία αλλά και το ίδιο το Σύστημα Υγείας θεωρεί αυτονόητες γνώσεις και ικανότητες που ένας νέος εργαζόμενος στον χώρο δεν έχει. Οι εκάστοτε σχολές πολλές φορές ενισχύουν τη στείρα αποστήθιση γνώσεων, με αποτέλεσμα να παραμελούν το πρακτικό κομμάτι που απέχει παρασάγκας από αυτό. Έτσι λοιπόν έχουμε ως απόρροια αυτού τη δυσκολία προσαρμογής του νέου εργαζόμενου στις πρωτόγνωρες γι’ αυτόν συνθήκες πίεσης. Αν ωστόσο δινόταν τόσο από τις σχολές-δομές υγείας όσο και από το κράτος έμφαση στη φάση προσαρμογής και εκπαίδευσης του νέου εργαζόμενου, αυτό το πρόβλημα θα είχε αποτραπεί ως ένα μεγάλο βαθμό.

Αναφορικά τώρα με την πρόσληψη προσωπικού, η αναγκαιότητά της δε χρειάζεται να τονιστεί, αρκεί κάποιος να ρίξει μια ματιά στις λίστες αναμονής των ειδικευόμενων γιατρών, καθώς και στις ελλείψεις των νοσοκομείων σε όλη την επικράτεια.

Τρίτον, σχετικά με την παρούσα κατάσταση πρέπει να τονιστεί η αναγκαιότητα του να έχουν τον πρώτο λόγο οι ειδικοί. Δυστυχώς, παρατηρούμε στη χώρα μας την υπεροχή των μικροπολιτικών συμφερόντων έναντι της ορθολογικής διαχείρισης των κρίσεων. Έτσι, λοιπόν, παρατηρούμε την απουσία λήψης μέτρων, την επιλεκτική άγνοια στοιχείων που καταδεικνύουν τη λανθασμένη διαχείριση της κρίσης και φυσικά την τοποθέτηση προσώπων σε υψηλές θέσεις, που σχετίζονται άμεσα με το εκάστοτε κυβερνών κόμμα. Πολλές φορές η άμεση ιδεολογική σχέση των προσώπων αυτών με την εξουσία δε συνάδει με τις γνώσεις γύρω από το φλέγον ζήτημα, γεγονός που δημιουργεί εντέλει σύγχυση και απλά επιδεινώνει το πρόβλημα.

Όλο αυτό συνοψίζεται σε ένα γενικότερο ζήτημα του ότι η πολιτική βρίσκεται στην Ελλάδα (και όχι μόνο) υψηλότερα στην ιεραρχία απ’ ό,τι ο ορθολογισμός. Αυτό διαφαίνεται τόσο τώρα με την κρίση της πανδημίας, όσο και με την οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας.

Τέταρτον, πάλι αναφερόμενος στην παρούσα κατάσταση, πρέπει να θιχτεί και το ζήτημα του εμβολιασμού. Σε χώρες με σωστή ενημέρωση και ουσιαστική εμβολιαστική καμπάνια, η εμβολιαστική κάλυψη φτάνει σε υψηλά επίπεδα (π.χ. Κούβα, Δανία κ.λπ.), με αποτέλεσμα οι πολίτες όλων των ηλικιών να είναι θωρακισμένοι έναντι στον νέο κορωνοϊό. Δυστυχώς, στην Ελλάδα η ενημέρωση ήταν πολύ αδρή έως ανύπαρκτη, με αποτέλεσμα η συνωμοσιολογία να δίνει, να παίρνει και ειδικά η παραπληροφόρηση γύρω από το ζήτημα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μένει μεγάλο ποσοστό πολιτών ανεμβολίαστο και άρα εντελώς απροστάτευτο, ενώ η απαξίωση προς τα δεδομένα από πλευράς των αρνητών φανερώνει την αποτυχία της σωστής ενημέρωσής τους.

Χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη, ωστόσο, δεν υπάρχει μόνο σε χώρες με αρνητές, συνωμοσιολόγους ή απλά ελλιπώς ενημερωμένους πολίτες, αλλά και σε χώρες που δεν έχουν πρόσβαση στα εμβόλια. Αυτό ακριβώς φαίνεται από το γεγονός ότι οι νέες μεταλλάξεις ξεπηδάνε από χώρες με ανύπαρκτη εμβολιαστική κάλυψη, όπως οι αφρικανικές. Σε αυτές τις περιοχές οι μεγάλες εταιρείες αρνούνται να παρέχουν τα σκευάσματά τους, καθώς θα έχει αρνητικό οικονομικό αντίκτυπο σε αυτές. Έτσι λοιπόν αντικατοπτρίζεται το πρόβλημα των κεφαλαιοκρατικών συμφερόντων, με τις οικονομικά “εύρωστες” χώρες να θωρακίζουν τους πολίτες τους με ενισχυτικές δόσεις, κάτι το οποίο όμως δε συμβαίνει σε οικονομικά φτωχότερες. Από αυτές τις “φτωχότερες” όμως είναι λογικό να δημιουργούνται μεταλλάξεις, οι οποίες εν αντιθέσει με το οικονομικό σύστημα δεν κάνουν διακρίσεις. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) θα πρέπει να συμβάλλει με μια εκστρατεία ενημέρωσης και εμβολιασμού των πολιτών στις χώρες αυτές, κάτι το οποίο δεν έχει γίνει μέχρι τώρα. Τέλος, προφανώς στις χώρες αυτές οι περισσότεροι πολίτες μένουν χωρίς περίθαλψη, καθώς δεν υπάρχει πρόνοια και άρα τα ποσοστά θανάτων είναι μεγαλύτερα.

Συμπερασματικά, η Ελλάδα χρειάζεται να ενισχύσει την κρατική πρόνοια και όχι να ακολουθεί το παράδειγμα π.χ. των ΗΠΑ, όπου ο ιδιωτικός τομέας ανθεί χρόνια τώρα, ενώ η κρατική πρόνοια υπάρχει μόνο ως μύθος. Η πρόσληψη προσωπικού, σε συνδυασμό με την αγορά εξοπλισμού, κλινών, θα διευκολύνουν το σύστημα υγείας, τους εργαζόμενους σε αυτό και τους ασθενείς. Τέλος, η ουσιαστική καμπάνια ενημέρωσης για τον εμβολιασμό για όλους τους πολίτες.

Εφόσον η πανδημία τελειώσει, είναι ευχής έργον να φροντίσουμε να ενισχυθεί το κράτος πρόνοιας, διότι οι κοινωνικές ανισότητες φανερώνουν το άγριο πρόσωπο του κοινωνικοοικονομικού συστήματος. Είναι κρίμα ο νέος κορωνοϊός να δείχνει πως σε όλες τις κρίσεις την πληρώνουν κυρίως οι κατώτερες οικονομικές τάξεις, οι οποίες παρ’ όλα αυτά είναι εκείνες που παράγουν και το περισσότερο έργο.

* Ο Πέτρος Ι. Σταθάκης είναι τελειόφοιτος Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Κρήτης.

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News