Αλέξανδρος Κατράνης: «Η στρατηγική της Ελλάδας στηρίζεται στην αποτροπή»

Κρήτη
Αλέξανδρος Κατράνης: «Η στρατηγική της Ελλάδας στηρίζεται στην αποτροπή»

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο «πληρεξούσιος υπουργός Α επί τιμή» και τέως καθηγητής Διεθνούς Δικαίου μιλάει στη «Νέα Κρήτη» για τα επίκαιρα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής

Σε μια αποκαλυπτική συνέντευξη στη “Νέα Κρήτη” προχώρησε ο Αλέξανδρος Κατράνης, ο οποίος είναι τέως διπλωμάτης, η 35ετής διαδρομή του οποίου έληξε πριν από δύο χρόνια με τον βαθμό “πληρεξούσιος υπουργός Α επί τιμή”, και τέως καθηγητής Διεθνούς Δικαίου.

Ο κ. Κατράνης μίλησε για το νέο διεθνές σύστημα το οποίο, όπως είπε, είναι διπολικό με την έννοια πως «ανατράπηκε η παντοδυναμία των ΗΠΑ», ενώ όσον αφορά στην ελληνική εξωτερική πολιτική τόνισε πως τη χαρακτηρίζει το δόγμα «της αποτροπής». Μεταξύ άλλων, ανέφερε πως «η Ε.Ε. επιβιώνει επειδή όλες της οι πολιτικές και όλα της τα “εργαλεία” είναι προσανατολισμένα προς την επίτευξη αποτελεσμάτων στο μέλλον κι όχι στην υπέρβαση των εκκρεμοτήτων του παρελθόντος», ενώ μιλώντας για την ένταξή μας στην ευρωπαϊκή οικογένεια υποστήριξε πως «ήταν μια “ιστορία επιτυχίας” που συνοψίζεται στο τρίπτυχο “δημοκρατία-ανάπτυξη-ασφάλεια”». Σχετικά με το ποια κυβέρνηση ήταν πιο αποτελεσματική στην αντιμετώπιση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων, ο κ. Κατράνης απάντησε πως «η κυβέρνηση Σημίτη είχε μια σημαντική επιτυχία με τη Συμφωνία του Ελσίνκι», ενώ τάχθηκε υπέρ μιας θετικής προσέγγισης στα ελληνοτουρκικά.

* Καταρχήν ας ξεκινήσουμε με μια γενική ερώτηση: Πολλοί διεθνολόγοι υποστηρίζουν στα μέσα ενημέρωσης πως το διεθνές σύστημα έχει αλλάξει και έχει μετατραπεί σε διπολικό μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας. Ουσιαστικά, όπως λένε, η παντοδυναμία και η μονοκρατορία των ΗΠΑ όπως έλαβε χώρα μετά την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ έχει καταρρεύσει. Εσείς τι λέτε;

«Η “διεθνής τάξη” που προέκυψε από τις Συμφωνίες της Βεστφαλίας του 1648, του Συνεδρίου της Βιέννης (1815) και των διασκέψεων της Γιάλτας και του Πότσνταμ (1945) πρόβλεπε ως εγγύηση της λειτουργίας του, αρχικά, την ύπαρξη ενός “Διευθυντηρίου” μεγάλων δυνάμεων ή, αργότερα, τον διαχωρισμό σε δύο συνασπισμούς με επικεφαλής δύο “ηγεμονικές” δυνάμεις (ΗΠΑ, ΕΔΔΔ). Θεμελιώδεις αρχές του συστήματος ήταν η κυριαρχία των κρατών, η ισχύς ενός ευρωκεντρικού διεθνούς δικαίου, ο περιορισμός των εξοπλισμών, η ένταξη σε ανταγωνιστικούς πολιτικούς/αμυντικούς οργανισμούς, ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής και η ιμπεριαλιστική εξάπλωση. Το διπολικό σύστημα δεν κλονίστηκε με την προβολή του δικαιώματος των λαών στην αυτοδιάθεση, την αποαποικιοποίηση και την ανάδυση του Τρίτου Κόσμου (μετά το 1955). Ανατράπηκε τη δεκαετία του 1990 με τη διάλυση της ΕΣΣΔ και την (πρόσκαιρη) παντοδυναμία των ΗΠΑ (μοναδική υπερδύναμη).

Η επίθεση στους “δίδυμους” πύργους, η οικονομική κρίση, η “διαρκής κατάσταση ανάγκης” ή “εποχή διαρκούς πολέμου”, η μετατόπιση του κέντρου βάρους του διεθνούς εμπορίου και της καπιταλιστικής ανάπτυξης προς Ανατολάς, η αμφισβήτηση του πυρηνικού μονοπωλίου των “ολίγων” και η εμφάνιση της “φτηνής βίας” και του “ασύμμετρου πολέμου” δημιούργησαν μια “κατάσταση” στον κόσμο που δεν μπορεί να διευθετηθεί από μία δύναμη ή από έναν ομοιογενή συνασπισμό. Όλοι αναζητούν μια “νέα παγκόσμια τάξη”, χωρίς την οποία είναι αδύνατη η ειρηνική και ασφαλής συμβίωση, αλλά υπάρχει βαθιά διαφωνία ως προς τις επιμέρους αρχές και κανόνες.

Το διεθνές “σύστημα” έχει, λοιπόν, σήμερα τα εξής χαρακτηριστικά: Είναι παγκόσμιο (εμπόριο, επενδύσεις), πολυμερές (πληθώρα θεσμοποιημένων ή άτυπων οργανισμών για όλα τα θέματα των διεθνών σχέσεων), ολιγοπολικό (ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία, Ινδία, Βραζιλία, Αυστραλία), χαώδες (αρχές-κανόνες), μετα-βεστφαλιανό (το κράτος αμφισβητείται από πληθώρα κυβερνητικών και μη κυβερνητικών οργανισμών), μετα-ηγεμονικό (ουδείς εγγυάται μόνος τη συνοχή του), με ροπή προς τη βία (από κρατικούς και μη κρατικούς φορείς), πολυπολιτισμικό (εκπροσωπεί όλα τα ιδεολογικά, θρησκευτικά και πολιτιστικά ρεύματα), μετα-εθνικό (το παραδοσιακό έθνος δε διαδραματίζει τον αποφασιστικό ρόλο για την πολιτική συγκρότηση, το έχουν διαδεχθεί η θρησκεία, η ιδεολογία κ.τ.λ.) με έμφαση στις επιμέρους ταυτότητες (που επιδιώκουν να απελευθερωθούν και να επικρατήσουν), οικονομικά άνισο και κοινωνικά άδικο, με επιμέρους περιφερειακές συσπειρώσεις για την οικονομία και την ασφάλεια (Ε.Ε., Οικονομική Συμφωνία Νοτιοανατολικής Ασίας, Mercosur, Eurasian Economic Community κ.ά.)».

ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑ

«Πρώτιστα η αντιμετώπιση της “τουρκικής απειλής”»

* Θα ήθελα να μου προβείτε σε μια αποτίμηση των χειρισμών της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Η εξωτερική πολιτική είναι στις διεθνείς σχέσεις ζήτημα υψηλής πολιτικής. Πώς την κρίνετε;

«Πιστεύω πως η κυβέρνηση έχει μεγεθύνει επικοινωνιακά την άσκηση εξωτερικής πολιτικής όπως τη διαχειρίζεται. Η στρατηγική της σημερινής κυβέρνησης δε διαφέρει από αυτή άλλων ελληνικών κυβερνήσεων και συνίσταται, πρωτίστως, στην αντιμετώπιση της “τουρκικής απειλής”. Κεντρική σημασία αποκτά το δόγμα της “αποτροπής”: Θεωρούμε ως δεδομένο ότι η Τουρκία έχει τη βούληση και τα μέσα για να μας “απειλήσει” και να αποσπάσει “εθνικό έδαφος” και, συνεπώς, προσπαθούμε να καταστήσουμε τόσο “ακριβή” την επέμβαση, ώστε η Τουρκία να μην “τολμήσει” να την επιχειρήσει.

Πέραν αυτού, δε βλέπω, επί πολλά χρόνια, άλλη στρατηγική διάσταση στην εξωτερική μας πολιτική. Η “θετική πρόταση” που θα προωθήσει το υπουργείο Εξωτερικών, ουσιαστικά δηλαδή οικονομική, τεχνολογική, επιστημονική και πολιτιστική συνεργασία, δε φαίνεται να έχει λάβει συγκεκριμένη μορφή, ίσως, γιατί ουδείς είναι πεπεισμένος ότι είναι πραγματοποιήσιμη. Το συμβατικό πλαίσιο υπάρχει από το τέλος της δεκαετίας του 1990, αλλά ουδεμία πρόοδος έχει σημειωθεί. Στο επίπεδο τακτικής τα πράγματα είναι καλύτερα. Η βελτίωση και η εμβάθυνση των διμερών σχέσεων με το Ισραήλ, την Αίγυπτο, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, τη Σαουδική Αραβία και το ενδιαφέρον για τη Λιβύη ανοίγουν ορισμένους ορίζοντες συνεργασίας σε θέματα ασφαλείας στη Μέση Ανατολή, που ελπίζω να επεκταθούν στον οικονομικό τομέα. Τα τριμερή συμβατικά σχήματα με την Κύπρο, το Ισραήλ και την Αίγυπτο καθώς και η πρωτοβουλία του “Mediterranean Gaz Forum” αποτελούν βάση συνεργασίας με έμφαση τον ενεργειακό τομέα. Δεν είμαι, πάντως, βέβαιος αν υφίστανται οι θεωρητικές προϋποθέσεις για την καλή λειτουργία των “τριγώνων” (η σχετική θεωρία διατυπώθηκε τη δεκαετία του 1950). Η παροχή διευκολύνσεων στις ΗΠΑ για μεταφορά υλικού προς ενίσχυση του μετώπου κατά της Ρωσίας (ουσιαστικά ένταξή μας στον αντιρωσικό άξονα μαζί με τις ανατολικοευρωπαϊκές και βαλτικές χώρες και την Ουκρανία) φαίνεται ότι μας εξασφαλίζει την αμερικανική υποστήριξη (αν η Τουρκία δεν καταφέρει να βρει “κοινή γλώσσα” με τον πρόεδρο Μπάιντεν). Τον ίδιο στόχο εξυπηρετεί, κατά τη γνώμη μου, η απόφαση της κυβέρνησης να εμπλακεί εμμέσως στο μέτωπο κατά του Ιράν και στην κρίση της Υεμένης (μέσω της “παραχώρησης” πυραύλων Patriot στη Σαουδική Αραβία μαζί με τους Έλληνες χειριστές τους) και στην κρίση του Sahel (αλληλεγγύη με τη Γαλλία στην απειλή κατά της τρομοκρατίας στην περιοχή)».

ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ

Ο ασθενικός ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης

* Δεν είναι άποψη δική μου, αλλά άποψη δημοσιογράφων, πολιτών και ακαδημαϊκών, πως η Ε.Ε. αδυνατεί να επιβάλει ουσιαστικές κυρώσεις στην Τουρκία. Η Τουρκία, παρά τις όποιες διακηρύξεις, φέρεται με αγενή τρόπο στην Ελλάδα, ένα κράτος-μέλους της Ε.Ε. Οι όποιες κυρώσεις γίνονται σε επικοινωνιακό επίπεδο. Γιατί η Ε.Ε. αδυνατεί να επιβάλει φραγμούς στην τούρκικη προκλητικότητα;

«Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένας οικονομικός/εμπορικός/επενδυτικός γίγας νομισματικά κατακερματισμένος, πολιτικά νάνος, στρατιωτικά αμελητέος (παρά τη “δομημένη” στρατιωτική συνεργασία που προωθείται). Στην “εποχή των αβεβαιοτήτων” που ζούμε, η Ε.Ε. συμβάλλει, αναμφισβήτητα, στην ευημερία έχοντας επιτύχει την εσωτερική αγορά, την εισαγωγή ενιαίου νομίσματος για μερικά κράτη-μέλη, την ελευθερία κινήσεων για τους πολίτες, την εξασφάλιση αγροτικών εισοδημάτων και μια μορφή εξισορρόπησης Βορρά-Νότου, όπου χρηματικές μεταβιβάσεις καλύπτουν το αναπτυξιακό και κοινωνικό χάσμα. Η Ε.Ε., όμως, ούτε πολιτική, ούτε ασφάλεια παράγει. Επειδή η Ε.Ε. συσπειρώνει το δυναμικό περισσότερων κυρίαρχων κρατών, βασικό της μέλημα είναι η εξισορρόπηση και η συμφιλίωση περισσοτέρων αντίρροπων τάσεων: ατλαντισμός και στρατηγική αυτονομία, νεοφιλελευθερισμός και κοινωνικό κράτος, ουδετερότητα και επέμβαση στο διεθνές “γίγνεσθαι”, δικαιοσύνη και επιδίωξη του συμφέροντος, ανθρώπινα δικαιώματα και “κυρίαρχη ισότητα”. Η Ε.Ε. κινείται μεταξύ πολιτικής, οικονομίας και ιδεολογίας: Δεν έχει ακόμη κατασταλάξει αν είναι πολιτική οντότητα με ανεξάρτητη βούληση, αναπτυξιακός-χρηματοδοτικός οργανισμός, “ηθική συνείδηση” της οικουμένης, “κανονιστική” δύναμη ή μια τεράστια μη κυβερνητική οργάνωση.

Η Ε.Ε. επιβιώνει επειδή όλες της οι πολιτικές και όλα της τα “εργαλεία” είναι προσανατολισμένα προς την επίτευξη αποτελεσμάτων στο μέλλον, όχι στην υπέρβαση των εκκρεμοτήτων του παρελθόντος. Αντιμετωπίζει τα προβλήματα με πραγματισμό, κατά κανόνα δεν προσφεύγει στη βία ή στον καταναγκασμό, καλλιεργεί τον διάλογο και επιδιώκει να επιτύχει βιώσιμο αποτέλεσμα που ικανοποιεί τους πάντες. Για να αποφύγει τη σύγκρουση και να εξυπηρετήσει το κοινό συμφέρον έχει αναπτύξει μια “κουλτούρα συμβιβασμού”.

Οι ευρωτουρκικές σχέσεις θα πρέπει να γίνουν κατανοητές σ’ αυτό το πλαίσιο. Η προσέγγιση της Τουρκίας είναι στρατηγική-πραγματιστική, όχι ιστορική-ηθικολογική. Η Τουρκία είναι μια μεγάλη αγορά με αναπτυξιακό δυναμικό. Μεταπολεμικά ήταν σταθερός πυλώνας του ατλαντισμού και είχε καλές σχέσεις με τους γείτονες (μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960 και με την Ελλάδα). Σήμερα εκμεταλλεύεται τις ευκαιρίες που της παρέχει η κινητικότητα και αστάθεια του διεθνούς στρατηγικού πλαισίου και προσπαθεί να καλύψει το “κενό ηγεμονίας” που αφήνουν πίσω τους οι ΗΠΑ και να αμφισβητήσει ή να μοιραστεί την ηγεμονική θέση άλλων δυνάμεων (Ρωσία, Κίνα).

Η Τουρκία επεκτείνεται σε γεωγραφικές περιοχές που θεωρεί ότι εντάσσονται στον “οθωμανικό χώρο”: Μέση Ανατολή, Βόρεια Αφρική, Καύκασος, Αφγανιστάν, αλλά και πέρα από αυτόν (Αφρική). Ως “εργαλεία” χρησιμοποιεί, αφενός, τη στρατιωτική-επιχειρησιακή ικανότητα και την πολεμική βιομηχανία και, αφετέρου, την ισλαμική ιδεολογία. Για την Τουρκία το Ισλάμ δεν αποτελεί μόνο θρησκευτικό, αλλά, κυρίως, πολιτικό, ηθικό, οικονομικό και κοινωνικό θεσμό, παράγοντα συσπείρωσης κρατών και συνοχής κοινωνιών. Απορρίπτοντας το “πολιτικό Ισλάμ” της τρομοκρατίας και της πολιτιστικής καταστροφής, ενστερνίζεται την ειρηνική του εκδοχή.

Η Τουρκία αντιμετωπίζει εσωτερικά προβλήματα: Κουρδικό, διαφθορά, νεποτισμό, κράτος δικαίου, ανθρώπινα δικαιώματα... Η εξωτερική της πολιτική δεν είναι πάντοτε συνεπής με τις ευρωπαϊκές αξίες, ούτε γίνεται κατανοητή με τον ίδιο τρόπο από όλους. Η Τουρκία, όμως, έχει ισχύ, στρατηγικό όραμα και δυναμισμό: Θέλει να έχει λόγο στη διαμόρφωση της “νέας τάξης”, τουλάχιστον σε μια δεδομένη γεωστρατηγική περιοχή. Άλλοτε είναι εταίρος και σύμμαχος, άλλοτε “στρατηγικός αντίπαλος”. Ακολουθώντας αυστηρά το “εθνικό της συμφέρον”, γίνεται απρόβλεπτη και, ίσως, επίφοβη. Ούτε η “Δύση”, ούτε η Ε.Ε. μπορούν να την αγνοήσουν. Αντίθετα, επιβάλλεται να συνομιλήσουν μαζί της για να καταστεί δυνατή η συνεργασία και ο συντονισμός της Τουρκίας με τις ευρωπαϊκές Αρχές.

Οι σχέσεις Ε.Ε.-Τουρκίας είναι υπαρξιακές. Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό αποτελούν μια μόνο διάσταση, περιοριστική, όχι δυναμική. Για μας οι ευρωτουρκικές σχέσεις είναι θέμα επιβολής και κυρώσεων - τίποτε άλλο δε βλέπουμε. Για τα άλλα κράτη-μέλη, όμως, οι σχέσεις αυτές αφορούν στο μέλλον της ασφάλειας και της οικονομίας στην ευρύτερη περιοχή της ευρωπαϊκής γειτονιάς».

40 χρόνια στην Ε.Ε.

* Πριν από ένα μήνα, γιορτάσαμε τα 40 χρόνια πρόσδεσης στο ευρωπαϊκό άρμα. Ποια είναι η αποτίμηση των 40 αυτών χρόνων; Έχει θετικό ή αρνητικό πρόσημο;

«Η ένταξή μας στην Ε.Ε. ήταν μια “ιστορία επιτυχίας” που συνοψίζεται στο τρίπτυχο “δημοκρατία-ανάπτυξη-ασφάλεια”. Η γενικά καλή λειτουργία των θεσμών οφείλεται φυσικά στη δική μας εμμονή και εγρήγορση, συνέβαλαν, όμως, σ’ αυτό και τα όργανα της Ε.Ε. και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Στην οικονομία είχαμε την πρωτοβουλία ίδρυσης και επωφεληθήκαμε από τους μηχανισμούς σύγκλισης και συνοχής της ευρωπαϊκής οικονομίας, ενώ μεγάλα έργα έγιναν με ευρωπαϊκή συμμετοχή και χρηματοδότηση. Η ένταξή μας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση, πρόωρη κατά την άποψή μου, μας επέτρεψε να δράσουμε σε ένα σταθερό μακροοικονομικό περιβάλλον και να έχουμε πρόσβαση σε χρηματοδότηση με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους. Η δανειακή κρίση που ακολούθησε οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στην υπερβολική ρευστότητα στην παγκόσμια οικονομία και στις ιδιαιτερότητες της γερμανικής ως ατμομηχανής της ευρωπαϊκής οικονομίας, αλλά, και πρωτίστως, στην έλλειψη προσαρμογής μας στις νέες συνθήκες του κοινού νομίσματος και στην αναβολή των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων. Τέλος, στο θέμα της ασφάλειας, εφόσον αυτό προσδιορίζεται για μας αποκλειστικά στο πλαίσιο των σχέσεων με την Τουρκία, τα αποτελέσματα μάλλον δεν ήταν θετικά».

Η πολιτική των κυβερνήσεων

* Πώς έχουν δράσει οι ελληνικές κυβερνήσεις απέναντι στην τουρκική απειλή; Και ποια ελληνική κυβέρνηση θεωρείτε ως την πλέον πετυχημένη σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής απέναντι στην Τουρκία;

«Η ελληνική εξωτερική πολιτική περιστρέφεται γύρω από το θέμα “Τουρκία” με αρνητική προδιάθεση: Σημασία δεν έχει η συνεργασία, αλλά η “αποτροπή” ή η “τιμωρία” της Τουρκίας. Και μια κι αυτό δεν μπορούμε να το κάνουμε μόνοι μας, καλύτερα να το κάνουν οι ξένοι, ΗΠΑ και Ε.Ε. (“σύνδρομο του Ναβαρίνου” το έχω αποκαλέσει). Με κριτήριο τους δικούς μας στόχους, λοιπόν, η εξωτερική μας πολιτική ήταν αναποτελεσματική: Εκτός από το εμπάργκο όπλων και την αναλογία 7/10 τη δεκαετία του 1970 που γρήγορα ανατράπηκαν, δεν κατορθώσαμε να πετύχουμε πολλά. Στο Κυπριακό “κάθε πέρυσι και καλύτερα”. Σβήνουμε φωτιές με επιτυχία, τη ρίζα της πυρκαγιάς δεν μπορέσαμε να αντιμετωπίσουμε. Μου είναι πολύ δύσκολο να κρίνω ποια ήταν η πιο αποτελεσματική κυβέρνηση. Θα έλεγα όλες, μια και αποφύγαμε την πολεμική σύγκρουση, ή καμιά, μια και ουδέν πρόβλημα λύθηκε. Τολμώ, με πολλές επιφυλάξεις, να πω ότι η κυβέρνηση Σημίτη είχε μια σημαντική επιτυχία με τη Συμφωνία του Ελσίνκι - ξέρω ότι πολλοί το αμφισβητούν. Εντούτοις, δε δόθηκε συνέχεια και μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε σχετικά με τις προοπτικές επιτυχίας ή αποτυχίας. Ήταν, πάντως, κάτι διαφορετικό».

Εξασφάλιση κυριαρχικών δικαιωμάτων

* Τι να κάνει η Ελλάδα για να εξασφαλίσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα;

«Δύσκολη ερώτηση. Ουσιαστικά μιλάμε για την Τουρκία. Προεξοφλούμε ότι υπάρχει “απειλή”, δηλαδή κίνδυνος απώλειας εθνικού εδάφους, όχι απλώς “διαφορά” - που είναι τεχνικός/νομικός όρος και σημαίνει διάσταση απόψεων/αντιλήψεων ως προς τη νομική ή πραγματική κατάσταση ενός ζητήματος. Η “διαφορά” επιλύεται με διαπραγματεύσεις ή με διπλωματική (π.χ. διαμεσολάβηση, “καλές υπηρεσίες”) ή δικαστική παρέμβαση τρίτων (διαιτησία, δικαστήριο). H “απειλή” αίρεται κυρίως με στρατιωτικά μέσα. Οι Ένοπλες Δυνάμεις παρεμβαίνουν όταν ο αντίπαλος πραγματοποιεί την “απειλή”. Χρέος της διπλωματίας είναι να μετατρέπει τις “απειλές” σε “διαφορές” και να επιλέγει τα μέσα προς επίλυσή τους. Δύσκολο!

Ικανή, αλλά όχι επαρκής προϋπόθεση προστασίας των κυριαρχικών δικαιωμάτων είναι οι πειθαρχικές, πολιτικά ελεγχόμενες, καλά εξοπλισμένες και καλά εκπαιδευμένες Ένοπλες Δυνάμεις. Επ’ αυτού δε χρειάζεται να επεκταθώ.

Τι ακριβώς συνιστά “απειλή”; Το “casus belli” της Μεγάλης Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης (οι σχετικές απειλές είχαν αρχίσει πολύ νωρίτερα), αν η Ελλάδα επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της ως έχει δικαίωμα να πράξει μονομερώς. Άλλο παράδειγμα απειλής αποτελεί η αποστολή στρατιωτικών δυνάμεων σε ελληνικό έδαφος (όπως στην κρίση με τα Ίμια το 1996).

Τα λοιπά θέματα είναι “διαφορές” που μπορούν να επιλυθούν με τα μέσα που προβλέπει το Διεθνές Δίκαιο (τη συμμόρφωση με το οποίο προεξοφλούμε για μας, ενώ την αρνούμαστε συλλήβδην για την Τουρκία). Αυτό ισχύει για τον εθνικό εναέριο χώρο (10 ν.μ.), την περιοχή έρευνας και διάσωσης (SAR), τη ζώνη ελέγχου πτήσεων (FIR), την υφαλοκρηπίδα και την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη στο Αιγαίο (τη μόνη που αναγνωρίζουμε ως πραγματική “διαφορά”) και την παρουσία ενόπλων δυνάμεων στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και των Δωδεκανήσων. Όλα αυτά μπορούν να συζητηθούν ή να παραπεμφθούν σε αρμόδια όργανα. Τυχόν “συμβιβασμός” δε συνεπάγεται απώλεια εδάφους ή μείωση κυριαρχίας. Ούτε αποτελεί “μηδενισμό”. Η διατήρηση της ειρήνης αποτελεί, νομίζω, τον μέγιστο πατριωτισμό.

Υποστηρίζουμε ότι η τουρκική “απειλή” μάς επιβάλλει στρατιωτική εγρήγορση. Αυτό ακριβώς οφείλουμε να θέσουμε στις διμερείς διερευνητικές επαφές με την Τουρκία και έναντι τρίτων, να διευκρινίσουμε τη δική μας στάση, να (επαν)εισάγουμε Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, να συμφωνήσουμε ότι υπάρχουν μεν σημαντικές διαφωνίες, πόλεμος μεταξύ μας, όμως, αποκλείεται. Οι επισημάνσεις αυτές έχουν βεβαίως γίνει κατά καιρούς. Πολύ καλά έκανε ο υπουργός Εξωτερικών κ. Δένδιας να μιλήσει “έξω από τα δόντια” στην Άγκυρα. Αν τέτοια ζητήματα μπορούν να γίνουν αντικείμενο “δημόσιας διπλωματίας”, αποτελεί μια ξεχωριστή συζήτηση.

Προσωπικά τάσσομαι υπέρ της θετικής προσέγγισης στα ελληνοτουρκικά. Μπορούμε να αρχίσουμε από θέματα “χαμηλής πολιτικής”. Εννοώ την οικονομική, τεχνολογική, τουριστική, ενεργειακή και πολιτιστική συνεργασία, την παροχή βοήθειας σε περίπτωση φυσικών καταστροφών και τη διαχείριση κρίσεων, καθώς και την υιοθέτηση κοινών πρωτοβουλιών σε διεθνείς οργανισμούς, αν αυτό είναι εφικτό. Η διπλωματία είναι θέμα κανόνων, αρχών και διαδικασιών. Είναι, όμως, και θέμα φαντασίας, αναζήτησης λύσεως εκτός του καθιερωμένου και γνωστού πλαισίου. Δεν υπάρχουν ταμπού. Στη διπλωματία δεν πρέπει να φοβόμαστε να σπάσουμε αβγά. Αρκεί να μπορούμε να φτιάξουμε ομελέτα».

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News