To «ψάρι - τρομπέτα» εμφανίστηκε στη θάλασσα Νότιας Κρήτης

Κρήτη
To «ψάρι - τρομπέτα» εμφανίστηκε στη θάλασσα Νότιας Κρήτης

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ένας ακόμη Λεσσεψιανός μετανάστης, το ψάρι τρομπέτα, φλογέρα η φλάουτο έκανε την εμφάνιση του στη θάλασσα της Νότιας Κρήτης.

Πρόκειται για το ψάρι που απεικονίζεται στη φωτογραφία, την οποία απέστειλε στο neakriti.gr ο κ. Μηνάς Ρασούλης.

Αν και τα συγκεκριμένα ψάρια υπολείπονται σε αριθμό σε σχέση με τα ασπόνδυλα, τα ξενικά ψάρια κάνουν ολοένα και πιο αισθητή την παρουσία τους στη χώρα μας.

«Σε μια καλάδα με δίχτυα, από τα 20 ως 25 συνολικά είδη ψαριών που συναντάμε τουλάχιστον πέντε είναι ξενικά. Όσον αφορά τη βιομάζα, αυτή ποικίλλει με τις εποχές. Μερικές φορές είναι πολύ λίγη σε σχέση με τα αυτόχθονα, άλλες φορές όμως φθάνει στο 40%, ακόμη και στο 70% του συνολικού βάρους - δηλαδή, για παράδειγμα, στα δέκα κιλά ψάρια τα επτά κιλά μπορεί να είναι ξενικά είδη», λένε οι ψαράδες.

Τα πιο συνηθισμένα ξενικά ψάρια που αλιεύονται στη Νότια Ελλάδα και καταναλώνονται είναι οι γερμανοί, άσπροι και μαύροι (Siganus rivulatus και Siganus luridus αντίστοιχα). Λέγονται και αγριόσαλπες, και είναι από τους πιο «παλιούς» λεσεψιανούς μετανάστες. Ο άσπρος γερμανός ονομάστηκε έτσι τοπικά γιατί εισέβαλε  αρχικά στα Δωδεκάνησα τη δεκαετία του 1930 και την περίοδο της Κατοχής. Ο δεύτερος εμφανίστηκε αργότερα, τη δεκαετία του 1960, και επειδή μοιάζει με τον πρώτο ονομάστηκε μαύρος γερμανός. Σημαντικά στην αλιεία και εμπορεύσιμα είναι ο κουτσομουρόλουτσος (Sphyraena chrysotaenia), ο οποίος διαφέρει από τους αυτόχθονους λούτσους στο ότι έχει μια χρυσή γραμμή στο πλάι, καθώς και το πελαγικό είδος γαυρόψαρο ή σαρδελόγαυρος (Etrumeus golanii) που μοιάζει με γαύρο ή σαρδέλα. Αφθονεί επίσης το ψάρι κορνέτα, τρομπέτα ή φλογέρα (Fistularia commersonii), το οποίο έχει αρχίσει να πωλείται και εμπορικά στη Ρόδο. Αντίθετα, η άφθονη ακανθόπερκα, που λέγεται και κρεμμύδι ή ρώσος  (Sargocentron rubrum), ένα κοκκινωπό ψάρι με δηλητηριώδη αγκάθια όπως η σκορπίνα, δεν έχει εμπορική αξία. Δυστυχώς οι καλάδες εμφανίζονται πολλές φορές γεμάτες από πολλά άτομα του τοξικού λαγοκέφαλου (Lagocephalus sceleratus), η κατανάλωση του οποίου απαγορεύεται αυστηρά. Στη Ρόδο επίσης σήμερα αλιεύονται και πωλούνται στο εμπόριο το μεγάλο και πολύ νόστιμο ξενικό καβούρι Portunus segnisκαθώς και η γαρίδα Penaeus japonicus.

Ευνοϊκές συνθήκες για την επιβίωση των ξενικών ειδών έχει και η Κρήτη, όπου η θερμοκρασία και η αλατότητα των νερών είναι υψηλότερες από ό,τι στο Βόρειο Αιγαίο. Όπως λέει στο «Βήμα» η Νότα Περιστεράκη, συνεργαζόμενη ερευνήτρια στο ΕΛΚΕΘΕ στην Κρήτη, οι επιστήμονες έχουν καταγράψει στο νησί γύρω στα 13 είδη ψαριών, υπολογίζοντας επίσης πόσο συχνά εμφανίζονται ορισμένα από αυτά στα παράκτια αλιευτικά εργαλεία, δηλαδή στα δίχτυα και στα παραγάδια. Τα πιο άφθονα φαίνεται να είναι και εδώ οι γερμανοί, οι οποίοι παρατηρούνται στο 25%-30% των καλάδων της παράκτιας αλιείας στην Κρήτη, ενώ αμέσως επόμενο σε συχνότητα εμφάνισης είναι το γουρουνόψαρο (Stephanolepis diaspros), το οποίο έχει αισθητή παρουσία και βορειότερα, στο Κεντρικό και στο Νότιο Αιγαίο και στον Σαρωνικό. «Είναι ένα μικρό ψάρι το οποίο έχει επίσης εμφανιστεί από πολύ παλιά αλλά, αντίθετα με τους γερμανούς, δεν έχει αναπτυχθεί σε πολύ μεγάλους πληθυσμούς» λέει η κυρία Περιστεράκη. «Εχει όμως εγκατασταθεί κανονικά - εγώ θυμάμαι ότι πρώτη φορά το είδα στις Κυκλάδες το 1987». Ακολουθεί ο λαγοκέφαλος, ο οποίος μέσα σε λίγο παραπάνω από δέκα χρόνια έχει φθάσει να πιάνεται στο 10% των καλάδων της κρητικής παράκτιας αλιείας - οι ειδικοί μάλιστα πιστεύουν ότι η αφθονία του είναι στην πραγματικότητα μεγαλύτερη επειδή το ψάρι αυτό συχνά κόβει τα παραγάδια και διαφεύγει. Στο 7% των καλάδων πιάνεται το ψάρι κορνέτα ή φλογέρα, ενώ σχετικά άφθονο είναι και εδώ το γαυρόψαρο (Etrumeus golani), το οποίο οι Κρητικοί λένε γαυρόφρισσα.

Νέοι επικίνδυνοι επισκέπτες

Οι γνώσεις μας για την παρουσία των ξενικών ειδών στη λεκάνη της Μεσογείου βελτιώνονται τα τελευταία χρόνια χάρη στη συνεργασία των ερευνητών σε μεσογειακό αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, μέσω και δικτύων όπως το ELNAIS που «τρέχει» το ΕΛΚΕΘΕ. Έτσι οι επιστήμονες είναι σε θέση συχνά να προβλέπουν τις νέες αφίξεις, με κύριο στόχο να ενημερώνουν το κοινό στην περίπτωση που αυτές ενέχουν κινδύνους.  Ο ένας είναι το λεοντόψαρο (Pterois miles, lion fish), ένα εντυπωσιακό ψάρι του Ινδοειρηνικού που ίσως να έχετε δει σε ενυδρεία. «Ανήκει στις σκορπίνες και τα αγκάθια του είναι τοξικά» λέει η κυρία Ζενέτου. «Έχει φθάσει ήδη στην Κύπρο  στην Κρήτη και στην Τουρκία». Το άλλο αναμενόμενο επικίνδυνο είδος είναι το Plotosus lineatus, το οποίο επίσης έχει ισχυρό δηλητήριο στα αγκάθια του.

Επειδή ωστόσο οι επιστήμονες δεν μπορούν να βρίσκονται παντού, η Αργυρώ Ζενέτου και η Παρασκευή Καραχλέ σχεδιάζουν ένα πρόγραμμα που θα βασίζεται στη φιλοσοφία της «επιστήμης των πολιτών» μετατρέποντας τους επαγγελματίες και ερασιτέχνες ψαράδες και δύτες, τους μαθητές, τους ιστιοπλόους και γενικώς οποιονδήποτε πολίτη έρχεται σε επαφή με τη θάλασσα σε ερευνητή-επιστήμονα ο οποίος θα καταγράφει κάθε παράξενο είδος που συναντά και θα ενημερώνει σχετικά τους επιστήμονες. Ώσπου να τεθεί σε εφαρμογή πάντως, μπορείτε να εκτελείτε τα πολιτικά επιστημονικά σας καθήκοντα στέλνοντας τις σχετικές πληροφορίες στο ELNAIS ή ερχόμενοι σε επαφή με τις δύο ερευνήτριες στο ΕΛΚΕΘΕ.

Το κόλπο της γλυκιάς δεξαμενής

Τα επόμενα χρόνια οι ερευνητές περιμένουν ακόμη μεγαλύτερη αύξηση του ρυθμού εισόδου των λεσεψιανών μεταναστών όχι μόνο λόγω της αναμενόμενης περαιτέρω ανόδου της θερμοκρασίας των υδάτων αλλά και εξαιτίας της «διαπλάτυνσης» στη Διώρυγα του Σουέζ με τη διάνοιξη ενός παράπλευρου καναλιού. «Επειδή η διώρυγα είναι στενή και τα πλοία περιμένουν στα ανοιχτά για να περάσουν ένα ένα, ανοίγουν ένα δεύτερο κανάλι για να διευκολυνθεί η διέλευση, μια άλλη δίοδο. Με την αύξηση της ροής των πλοίων όμως θα αυξηθεί και η ροή των ειδών» λέει η κυρία Ζενέτου.

Για τον λόγο αυτόν έχει αρχίσει να δημιουργείται σε μεσογειακό επίπεδο μια κίνηση από επιστήμονες οι οποίοι αντιδρούν στις αλλαγές που έχουν αποφασιστεί και ζητούν να ληφθούν μέτρα για τον περιορισμό της μετανάστευσης των ειδών.

«Το μεγαλύτερο πρόβλημα στο Σουέζ είναι ότι δεν υπάρχει κάποιος φραγμός, όπως υπάρχει ας πούμε στον Παναμά» επισημαίνει η κυρία Περιστεράκη. «Στη Διώρυγα του Παναμά δεν περνάνε είδη από τη μία προς την άλλη πλευρά γιατί υπάρχουν δεξαμενές γλυκού νερού. Θα μπορούσε και στο Σουέζ να γίνει κάτι ανάλογο».

Λαγοκέφαλος, ένας θανάσιμος κίνδυνος

Ο τοξικός λαγοκέφαλος (Lagocephalus sceleratus) έχει δυνατά δόντια και φουσκώνει σαν μπαλόνι όταν απειλείται. Φωτογραφία: Fish Base

Ένα ψάρι που δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να τρώμε είναι ο λαγοκέφαλος (Lagocephalus sceleratus) που μας έχει έρθει μέσω της Ερυθράς Θάλασσας από τον Ινδικό και τον Ειρηνικό Ωκεανό. Είναι ένα είδος τοξικό που ανήκει στην ίδια οικογένεια με τα ψάρια που χρησιμοποιούνται στην Ιαπωνία για την παρασκευή του φούγκου. Οι σεφ του φούγκου περνούν από τουλάχιστον τριετή εκπαίδευση για να μάθουν πώς να καθαρίζουν τον λαγοκέφαλο και τους συγγενείς του από τα δηλητηριώδη μέρη τους (κυρίως το δέρμα, τα σπλάχνα, οι γονάδες και τα μάτια), αλλά παρ' όλα αυτά το έδεσμα θεωρείται επικίνδυνο - στην Ιαπωνία και στα κράτη όπου επιτρέπεται η κατανάλωσή του τα εστιατόρια που το σερβίρουν ελέγχονται αυστηρά από τον νόμο.

«Ο λαγοκέφαλος παράγει μια νευροτοξίνη, την τετροδοτοξίνη, η οποία είναι θανατηφόρος» λέει η Παρασκευή Καραχλέ από το ΕΛΚΕΘΕ. «Αν κάποιος πάρει την τοξίνη τρώγοντας λαγοκέφαλο, δεν υπάρχει θεραπεία, υπάρχει μόνο αντιμετώπιση με ενεργό άνθρακα. Αν η ποσότητα της τοξίνης δεν είναι μεγάλη, μπορεί να προληφθεί το μοιραίο, αλλιώς ο ασθενής καταλήγει». Η κατανάλωση του λαγοκέφαλου απαγορεύεται με νομοθεσία από την Ευρωπαϊκή Ένωση, όμως σύμφωνα με πληροφορίες κάποιοι αφελείς τρώνε το τοξικό ψάρι, το οποίο στη χώρα μας έχει εξαπλωθεί παντού - στο Αιγαίο ως τις ακτές της Μακεδονίας (δεν φαίνεται να έχει φθάσει ακόμη στη Θράκη και στα νησιά βόρεια της Μυτιλήνης) αλλά και στο Ιόνιο ως την Κέρκυρα.

Το θερμόμετρο της ψαριάς ανεβαίνει

Η Μέση Θερμοκρασία του Αλιεύματος (Mean Temperature of the Catch - MTC) είναι ένας δείκτης που έχει εισαχθεί τα τελευταία χρόνια για την εκτίμηση των επιπτώσεων της ανόδου της θερμοκρασίας των υδάτων στα θαλάσσια οικοσυστήματα. Ο δείκτης αυτός εξάγεται υπολογίζοντας τον μέσο όρο του θερμοκρασιακού εύρους στο οποίο προτιμούν να ζουν τα ψάρια που συνιστούν το ετήσιο αλίευμα μιας θάλασσας αφού πρώτα η «ψαριά» ζυγιστεί ως προς το αλίευμα κάθε είδους. Οι επιστήμονες δηλαδή καταμετρούν τα είδη ψαριών που αλιεύονται κάθε χρόνο, βλέπουν σε ποιες θερμοκρασίες ευδοκιμεί το καθένα από αυτά και, υπολογίζοντας τον μέσο όρο αυτών των θερμοκρασιών, εξάγουν ένα συμπέρασμα σχετικά με το αν η σύνθεση των αλιευμάτων στο συγκεκριμένο οικοσύστημα έχει μεταβληθεί εξαιτίας της ανόδου της θερμοκρασίας του νερού.

Σε μια μελέτη που δημοσιεύθηκε την περασμένη άνοιξη στην επιθεώρηση «Frontiers in Marine Science» ο Κώστας Στεργίου, καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) και διευθυντής του Ινστιτούτου Θαλάσσιων Πόρων και Εσωτερικών Υδάτων του ΕΛΚΕΘΕ, ο Θανάσης Τσίκληρας, επίκουρος καθηγητής στο ΑΠΘ, ο Γιώργος Τσερπές, διευθυντής Ερευνών στο ΕΛΚΕΘΕ, και η Νότα Περιστεράκη, επίσης από το ΕΛΚΕΘΕ, υπολόγισαν τη μέση θερμοκρασία του αλιεύματος στα ελληνικά νερά. Σύμφωνα με τα αποτελέσματά τους από το 1970 ως το 2010 (δηλαδή με βάση όλα τα στοιχεία που διαθέτουμε ως σήμερα) η μέση θερμοκρασία του αλιεύματος (MTC) έχει σημειώσει πολύ μεγαλύτερη αύξηση από αυτήν που βλέπουμε στην πραγματική τιμή της μέσης επιφανειακής θερμοκρασίας των υδάτων. Το «θερμόμετρο της ψαριάς» έχει ανέβει από τους 11,8 στους 16,2 βαθμούς Κελσίου στο Αιγαίο και από τους 10 στους 14,7 βαθμούς Κελσίου στο Ιόνιο (αυτό μεταφράζεται σε άνοδο του MTC κατά 1,01 βαθμούς ανά δεκαετία στο Αιγαίο και κατά 1,14 βαθμούς ανά δεκαετία στο Ιόνιο), τη στιγμή που στο διάστημα αυτών των 40 ετών η μέση επιφανειακή θερμοκρασία των ελληνικών νερών έχει ανέβει κατά 1 βαθμό Κελσίου (παρόμοια τάση προκύπτει για τον MTC και με βάση τα στοιχεία από έρευνες πεδίου με μηχανότρατες).

Όπως μας λένε μάλιστα οι ερευνητές, στην πραγματικότητα η άνοδος του MTC θα πρέπει να είναι μεγαλύτερη, αφού στον υπολογισμό δεν έχουν συμπεριληφθεί τα ξενικά είδη, καθώς η αλιευτική παραγωγή τους δεν καταγράφεται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή και άρα τυπικά δεν συμμετέχουν στα επίσημα αλιεύματα. Για τον λόγο αυτόν οι ίδιοι επιστήμονες εξέτασαν, ειδικά για το ΒΗΜΑ Science, ένα «σενάριο» για τα έτη μετά το 2000, όπου θεωρήθηκε ότι μερικά ξενικά είδη έχουν αλιευτική παραγωγή ίση με το 10% της παραγωγής των οικολογικά αντίστοιχων ντόπιων ειδών - θεωρήθηκε δηλαδή ότι τα δύο είδη Upeneus έχουν αλιευτική παραγωγή ίση με το 10% αυτής του μπαρμπουνιού και της κουτσομούρας, τα δύο είδη γερμανών ίση με το 10% της παραγωγής της σάλπας και το γαυρόψαρο (Εtrumeus golani) ίση με το 10% της παραγωγής του γαύρου. Με βάση το σενάριο αυτό, το οποίο δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα, διαπίστωσαν ότι συνυπολογίζοντας τους λεσεψιανούς μετανάστες η μέση θερμοκρασία του αλιεύματος για την περίοδο 2006-2010 ανεβαίνει επιπλέον κατά 0,25 βαθμούς. Αυτό σημαίνει ότι ίσως στο εξής να ήταν καλό να αρχίσει η καταγραφή των ξενικών ειδών που αλιεύονται μαζί με τα δικά μας, ώστε οι επιστήμονες να έχουν καλύτερη εικόνα της πραγματικής κατάστασης στα νερά μας.

Τι ακριβώς μπορεί να μας προσφέρει αυτή η καλύτερη γνώση; «Σίγουρες» απαντήσεις δεν υπάρχουν για το μέλλον. «Για μένα είναι κάτι παρόμοιο με το ότι έρχονται σε μια χώρα μετανάστες. Δεν μπορείς να κάνεις σίγουρες και ακριβείς προβλέψεις. Μπορεί κάποια στιγμή, ύστερα από πάρα πολλά χρόνια, με συνεχιζόμενη αύξηση της θερμοκρασίας και τις αλλαγές στην αλατότητα - γιατί δεν αυξάνεται μόνο η θερμοκρασία αλλά και η αλατότητα των νερών, και αυτά είναι είδη τα οποία έρχονται από υψηλή αλατότητα -, να φθάσουν να κυριαρχούν στη Μεσόγειο άλλα είδη» λέει στο «Βήμα» ο κ. Στεργίου. Ένας σημαντικός παράγοντας που δυσκολεύει τις προβλέψεις είναι το ότι το «ανακάτεμα» των ειδών που συντελείται αυτή τη στιγμή στη θάλασσά μας είναι πρωτόγνωρο, επειδή οφείλεται σε ανθρώπινη παρέμβαση. «Το σημαντικό στις ανθρωπογενείς μεταβολές είναι ότι συντελούνται πάρα πολύ γρήγορα, σε πολύ μικρότερο χρονικό διάστημα από τις φυσικές αλλαγές, οπότε οι οργανισμοί δεν έχουν τον χρόνο να προσαρμοστούν σε αυτές» λέει ο καθηγητής.

Σε μια άλλη έρευνά του ο κ. Στεργίου έχει επίσης δείξει ότι τα ξενικά είδη που μπαίνουν στην Ανατολική Μεσόγειο από την Ερυθρά Θάλασσα μέσω του Σουέζ έχουν μια σημαντική διαφορά σε σχέση με εκείνα που μπαίνουν στα δυτικά από τις υποτροπικές περιοχές του Ατλαντικού μέσω του Γιβραλτάρ: έχουν χαμηλότερο μέσο τροφικό επίπεδο. «Τα πρώτα είναι κυρίως παμφάγα με προτίμηση στα φυτά ή κυρίως παμφάγα με προτίμηση στα ζώα. Ενώ του Ατλαντικού είναι κυρίως σαρκοφάγα» εξηγεί. «Αυτό σημαίνει ότι τα είδη που έρχονται από την Ερυθρά έχουν μεγαλύτερη ελαστικότητα - πρακτικά δηλαδή ότι έχουν ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, γιατί όταν είσαι παμφάγο θα βρεις κάτι να φας. Έχοντας αυτό το πλεονέκτημα όταν θα βρουν έναν ανταγωνιστή μπορεί να τον εκτοπίσουν, και συνήθως τον εκτοπίζουν κατά βάθος - αν ένα ντόπιο ψάρι ήταν ας πούμε στα 20 μέτρα, εκτοπίζεται και πηγαίνει στα 50. Ή, αν είναι υπεραλιευμένο και έχει μειωθεί ο πληθυσμός του, μπορεί και να εξαφανιστεί. Μέχρι στιγμής πάντως, τουλάχιστον εξ όσων γνωρίζω, δεν έχει υπάρξει εξαφάνιση είδους εξαιτίας των ξενικών στη Μεσόγειο». Το βέβαιο είναι - και σε αυτό συμφωνούν όλοι οι επιστήμονες - ότι όσες «αναταράξεις» και αν υφίσταται η φύση κάποια στιγμή θα βρει την ισορροπία της. Απλώς δεν μπορούμε να είμαστε καθόλου βέβαιοι για το ποια θα είναι η νέα τάξη πραγμάτων που θα προκύψει.

Ποια μπορούμε να τρώμε

Τρώμε ήδη το φωσφοριζέ Upeneus moluccensis μαζί με τα ντόπια μπαρμπούνια και τις κουτσομούρες

Αρκετά από τα ξενικά είδη - λεσεψιανά και άλλα - που έχουν έρθει στα νερά μας πιάνονται στα δίχτυα, στα παραγάδια και στα αγκίστρια των επαγγελματιών αλλά και των ερασιτεχνών ψαράδων. Εκ πρώτης όψεως ορισμένα από αυτά μπορεί να μας φαίνονται πολύ εξωτικά για να τολμήσουμε έστω και να τα δοκιμάσουμε, άλλα όμως διαφέρουν ελάχιστα από τα «δικά μας» με αποτέλεσμα να καταλήγουν στο πιάτο - και στο στομάχι μας - χωρίς καν να το καταλαβαίνουμε. Αν το δούμε πάντως πρακτικά, εφόσον ζουν κοντά μας ίσως είναι καλό σιγά σιγά να τα συνηθίσουμε και να βάλουμε στη διατροφή μας αυτά που είναι κατάλληλα - όπως άλλωστε λένε και οι ειδικοί, κάτι τέτοιο αποτελεί και έναν τρόπο για να ελέγξουμε την παρουσία τους.

«Κάποια ξενικά είδη έχουν ήδη περάσει στη διατροφή μας χωρίς να το καταλαβαίνουμε» λέει στο «Βήμα» η Παρασκευή Καραχλέ, εντεταλμένη ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Θαλάσσιων Βιολογικών Πόρων και Εσωτερικών Υδάτων του ΕΛΚΕΘΕ. «Ο λόγος είναι ότι μοιάζουν πάρα πολύ με τα είδη που ήδη τρώμε». Ως παράδειγμα αναφέρει τα είδη Upeneus moluccensis και Upeneus pori που μοιάζουν πάρα πολύ με τα μπαρμπούνια και τις κουτσομούρες. Αν και το εκπαιδευμένο μάτι του ψαρά ή του επιστήμονα ξεχωρίζει αμέσως τη διαφορά (το Upeneus pori έχει έντονες διαγώνιες εναλλασσόμενες πορτοκαλί και υπόλευκες ρίγες στην ουρά, ενώ το Upeneus moluccensis έχει μια έντονη κίτρινη γραμμή στα πλαϊνά του), ο καταναλωτής συνήθως δεν την παρατηρεί, με αποτέλεσμα τα λεσεψιανά «μπαρμπούνια» που πιάνονται μαζί με τα ελληνικά να πωλούνται ανακατεμένα στις ψαραγορές. Το ίδιο γίνεται και με κάποια είδη γάμπαρης. «Πωλούνται κανονικά μαζί με τις ντόπιες» λέει.

Εκτός από τα είδη που μοιάζουν πολύ με αυτά που ήδη ζουν στα ελληνικά νερά, αρκετά από τα ξενικά είδη που μας «ξενίζουν» με την εμφάνισή τους τρώγονται στις περιοχές εξάπλωσής τους - δηλαδή στην «πατρίδα» τους. «Κάποια μάλιστα είναι ιδιαίτερα γευστικά, όπως η Fistularia commersoni, το ψάρι κορνέτα, που είναι λεσεψιανός μετανάστης» επισημαίνει η ερευνήτρια, τονίζοντας ότι τα συγκεκριμένα είδη θα μπορούσαμε κάλλιστα να τα εντάξουμε στη διατροφή μας. Στην κατηγορία αυτή συγκαταλέγονται και οι γερμανοί ή αγριόσαλπες, οι οποίοι καταναλώνονται ήδη στα Δωδεκάνησα αλλά η κατανάλωση αυτή είναι περιορισμένη, «Τα ψάρια αυτά είναι φυτοφάγα και υπάρχουν σε μεγάλη αφθονία στα ελληνικά νερά» εξηγεί η ερευνήτρια. «Δημιουργούν μάλιστα πρόβλημα στις φυτοκοινωνίες και στη σάλπα, η οποία είναι ο μοναδικός τους ανταγωνιστής ως προς την τροφή». Το πρόβλημα αυτό μπορεί να μετριαστεί, όπως προσθέτει, αν οι γερμανοί μπουν στο καθιερωμένο μενού μας δίπλα στα ψάρια τα οποία έχουμε ήδη συνηθίσει να τρώμε: η αύξηση της ζήτησης θα οδηγήσει σε ένταση της αλιείας, η οποία με τη σειρά της θα λειτουργήσει ως έμμεσο μέτρο διαχείρισης των πληθυσμών τους. Το ίδιο ισχύει για ένα καβούρι, το Callinectes sapidus. Γνωστό με την κοινή ονομασία μπλε καβούρι (blue crab) το είδος αυτό, το οποίο αποτελεί εκλεκτό μεζέ στην Αμερική, εισήχθη στην Ιταλία για καλλιέργεια και από εκεί ξέφυγε ή απελευθερώθηκε με αποτέλεσμα να φθάσει και στις ελληνικές θάλασσες. «Γι' αυτό και το λέμε ιταλό» λέει η κυρία Καραχλέ. «Αυτή τη στιγμή υπάρχουν φυσικοί πληθυσμοί παντού στην Ελλάδα. Είναι μεγάλο σε μέγεθος, ένα ενήλικο άτομο φθάνει να είναι περίπου σαν την παλάμη του χεριού σας. Είναι νόστιμο αλλά είναι και επιθετικό, δημιουργώντας προβλήματα στους ψαράδες και στο οικοσύστημα. Αυτή τη στιγμή υπάρχει στην αγορά, αλλά σε πολύ χαμηλή τιμή, επειδή η κατανάλωσή του δεν είναι ακόμη μεγάλη».

(Με πληροφορίες από tovima.gr)

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News