Αυτή είναι η «ασπίδα» για την Κρήτη σε περίπτωση τσουνάμι

Κρήτη
Αυτή είναι η «ασπίδα» για την Κρήτη σε περίπτωση τσουνάμι

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Παλιρροιογράφοι σε Παλαιόχωρα, Ηράκλειο και Ιεράπετρα «φρουρούν» το νησί σε περίπτωση απειλής παλιρροϊκών κυμάτων.

Για την Κρήτη, το τσουνάμι δεν είναι μια άγνωστη λέξη.

Το μαρτυρούν ακόμα οι ελαφρόπετρες στις παραλίες της βόρειας ακτής, που μας υπενθυμίζουν την έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης την Εποχή του Χαλκού, καθώς αποτελούν ηφαιστειακό υλικό της Θήρας, που μεταφέρθηκε είτε με τον άνεμο, είτε με το παλιρροϊκό κύμα που προκλήθηκε και έσπειρε τον θάνατο και την καταστροφή. Το ανακαλούν στην ιστορική μνήμη αρχαίες μαρτυρίες και αρχαιολογικά ευρήματα και μας το υπενθυμίζει το γεγονός ότι βρισκόμαστε στο κέντρο μιας από τις πιο επικίνδυνες περιοχές της ανατολικής Μεσογείου.

Ο κίνδυνος είναι πάντα παρών, όμως εμείς δεν είμαστε ανοχύρωτοι. Μια ασπίδα που έχει στηθεί από τους επιστήμονες δημιουργεί τις βάσεις για να νιώθουμε όλο και περισσότερο ασφαλείς χάρη στο Εθνικό Κέντρο Προειδοποίησης για Τσουνάμι, το οποίο έχει συμπεριλάβει, όπως είναι φυσικό, και την Κρήτη στον ευρύτερο σχεδιασμό.

Παλιρροιογράφοι στην Παλαιόχωρα και πλέον στο Ηράκλειο και την Ιεράπετρα, μαζί με ένα εκτεταμένο δίκτυο σεισμογράφων σε όλο το νησί μας, καταγράφουν σε συνεχή βάση τον «σφυγμό» της γης και της θάλασσας, με τους ειδικούς από το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο του Αστεροσκοπείου Αθηνών να παρακολουθούν συνεχώς τα... «καρδιοχτύπια» στα «σωθικά» του πλανήτη μας.

O άνθρωπος- «κλειδί» πίσω από αυτό το εγχείρημα, με διαστάσεις που ξεπερνούν τα εθνικά σύνορα, ο γνωστός σεισμολόγος κ. Γεράσιμος Παπαδόπουλος, υπεύθυνος του Εθνικού Κέντρου Έγκαιρης Προειδοποίησης για Τσουνάμι και πρόεδρος του Συστήματος της UNESCO, που αποτελεί την «ομπρέλα» κάτω από την οποία βρίσκονται τα τέσσερα αντίστοιχα κέντρα της Ελλάδας, της Ιταλίας, της Τουρκίας και της Γαλλίας, τόνισε μιλώντας στην εφημερίδα «Νέα Κρήτη» τη σημασία του όλου προγράμματος και τον σχεδιασμό για το μέλλον, εξηγώντας τις βασικές του αρχές.

Το Εθνικό Κέντρο, το οποίο θεσμοθετήθηκε επίσημα το 2010, έγινε επιχειρησιακό, δηλαδή μπορεί να εκδίδει προειδοποιήσεις από το καλοκαίρι του 2012, πιστοποιήθηκε διεθνώς από την UNESCO τον Σεπτέμβριο του 2016 και λειτουργεί στα πλαίσια του Εθνικού Αστεροσκοπείου. Παρακολουθεί επί 24ώρου βάσεως, 365 μέρες τον χρόνο τη χώρα και σημαίνει συναγερμό όταν διαπιστωθεί ότι κάποιος σεισμός ή μια ηφαιστειακή δραστηριότητα μπορεί να δημιουργήσει ένα τσουνάμι. Σε γενικές γραμμές, οι προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο είναι ο σεισμός να έχει ισχύ από 6 ρίχτερ και πάνω, να είναι επιφανειακός και να έχει γίνει σε θαλάσσιο περιβάλλον.

(Αριστερά: Παλιρροιογράφος στην Παλαιόχωρα, Δεξιά: Παλιρροιογράφος στην Ιεράπετρα)

Όπως εξήγησε ο κ. Παπαδόπουλος, όταν διαπιστωθεί ότι ο κίνδυνος είναι υπαρκτός, το σύστημα εκδίδει μια αυτόματη «λύση» σε τρία κατά κανόνα λεπτά και το σχετικό προειδοποιητικό σήμα στέλνεται στη Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας της Ελλάδας, την αντίστοιχη ευρωπαϊκή στις Βρυξέλλες, η οποία ενημερώνει τις 20 χώρες-μέλη που έχουν ζητήσει να λαμβάνουν τις σχετικές προειδοποιήσεις και την UNESCO στο Παρίσι.

Το σήμα, το οποίο ανάλογα με τις συνθήκες μπορεί να είναι από 5 έως 15 λεπτά από τη στιγμή που καταγράφεται το αρχικό σεισμικό γεγονός, εξετάζεται και επικαιροποιείται από τους ειδικούς με βάση τις ενδείξεις από τους παλιρροιογράφους που υπάρχουν σε διάφορα σημεία του Αιγαίου και της Κρήτης, ώστε να διαπιστωθεί αν υπήρξε διαταραχή της στάθμης της θάλασσας, και αναλόγως, το σήμα ακυρώνεται αν οι ενδείξεις είναι αρνητικές ή επικαιροποιείται ως μήνυμα συναγερμού πλέον για επικείμενο παλιρροϊκό κύμα.

Η ευθύνη για την ενημέρωση του κοινού εφεξής ανήκει στη Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας, η οποία έχει στα χέρια της τον χειρισμό της κατάστασης. Το όλο εγχείρημα είναι εξαιρετικά δύσκολο και ακολουθεί τα διεθνή πρωτόκολλα που εφαρμόζονται γενικά σε αυτές τις περιπτώσεις, με τον χρόνο να αποτελεί κομβικής σημασίας δεδομένο για την πρόληψη των συνεπειών ενός καταστροφικού γεγονότος.

Ειδικά για τη Μεσόγειο, κάθε δευτερόλεπτο μετράει από τη στιγμή που, λόγω της γεωμορφολογίας της περιοχής και των ιδιαιτεροτήτων της παράκτιας ζώνης, όπου συγκεντρώνεται μεγάλο μέρος του πληθυσμού και επικεντρώνονται δραστηριότητες, όπως και ο τουρισμός, τα παλιρροϊκά κύματα μπορούν να φτάσουν γρήγορα σε μια ακτή ή ένα λιμάνι, καθιστώντας τον χρόνο έγκαιρης προειδοποίησης κρίσιμο δεδομένο.

Εδώ όμως υπάρχει ένα βασικό ζητούμενο, που είναι από τα δυσκολότερα στην επίλυσή του. Καθώς η Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας έχει την ευθύνη για το πώς θα γίνει η διάχυση της πληροφορίας προς τα κάτω, οι επιστήμονες δεν μπορούν να διαρρεύσουν το προειδοποιητικό σήμα προς την κοινή γνώμη. Και την ίδια στιγμή, απουσιάζει ένας βασικός κρίκος στην αλυσίδα που έχει να κάνει με την ενημέρωση του κόσμου, ώστε να γνωρίζει ότι έρχεται ένα τσουνάμι και βεβαίως να ξέρει ποιες διόδους διαφυγής να ακολουθήσει και τι να πράξει.

Σε αυτό το επίπεδο γίνονται επαφές και εξετάζονται λύσεις, με μια πρώτη πιλοτική προσπάθεια να έχει ξεκινήσει από τη Ρόδο, όπου έχει τοποθετηθεί ένα ενόργανο σύστημα με τοπικούς αισθητήρες, που ενημερώνουν την τοπική Πολιτική Προστασία. Το σύστημα αυτό, το οποίο δημιουργήθηκε από το Αστεροσκοπείο, επεκτείνεται στην Κω μετά τον σεισμό των 6,6 ρίχτερ της 21ης Ιουλίου 2017, ο οποίος προκάλεσε τσουνάμι, το οποίο έφτασε σε ύψος το 1,5 μέτρο στο λιμάνι του νησιού και στα 2 μέτρα στις απέναντι τουρκικές ακτές.

Είναι ενδεικτικό για τη σημασία του χρόνου προειδοποίησης που προαναφέρθηκε, ότι σε αυτήν την περίπτωση το πρώτο κύμα έφτασε 15 λεπτά μετά τη «γέννηση» του σεισμού και το δεύτερο και πιο καταστροφικό 21 λεπτά μετά. Το πιλοτικό σύστημα προειδοποίησης του κόσμου αυτή τη φορά «χτίζεται» με τη συμμετοχή του Δήμου της Κω και του Κοινού Ερευνητικού Κέντρου της Ε.Ε., το οποίο εδρεύει στη Βόρεια Ιταλία και το χρηματοδοτεί.

Ο στόχος είναι να ξεκινήσει η δουλειά σε δύο περίπου μήνες, περιλαμβάνοντας το υπάρχον ενόργανο σύστημα που έχει δοκιμαστεί στη Ρόδο με την προσθήκη σειρήνων, για την ενημέρωση του κοινού στην περίπτωση εκδήλωσης τσουνάμι και πινακίδων που θα δείχνουν τις βέλτιστες διόδους διαφυγής για τους πολίτες.

Δεν μπορεί όμως επί του παρόντος να εφαρμοστεί το σύστημα που λειτουργεί ήδη στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ιαπωνία, και ενημερώνει απευθείας τους πολίτες κυρίως μέσω κινητών τηλεφώνων, και ο λόγος είναι απλός: Στις χώρες αυτές, οι χρόνοι εκδήλωσης τσουνάμι είναι μεγάλοι λόγω της έκτασης των ωκεανών που τις περιβάλλουν, κάτι που δεν ισχύει για τη Μεσόγειο. Η μόνη περίπτωση χώρας πάντως, σύμφωνα με τον κ. Παπαδόπουλο, που το σύστημα είναι τόσο εξελιγμένο, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα έγκαιρης προειδοποίησης του κοινού σε λίγα μόλις λεπτά για επερχόμενο παλορροϊκό κύμα, είναι η Ιαπωνία, που αποτελεί, σύμφωνα με τον γνωστό σεισμολόγο, «φωτεινό παράδειγμα» σε ολόκληρο τον κόσμο. Πάντως, ο ίδιος είναι αισιόδοξος ότι «σιγά-σιγά θα τα καταφέρουμε και στη Μεσόγειο».

Το ενδιαφέρον είναι πάντως μεγάλο ακόμα και από χώρες όπως οι Σκανδιναβικές, που έχουν ζητήσει να συμπεριληφθούν στη λίστα των χωρών της UNESCO που ενημερώνονται για τα προειδοποιητικά σήματα εκδήλωσης τσουνάμι. Και ο λόγος έχει τη δική του βαρύτητα στο σύνολο του σχεδιασμού που αποκαλείται «πολιτική προστασία». Οι χώρες αυτές του ευρωπαϊκού Βορρά μπορεί να μην κινδυνεύουν από παλιρροϊκό κύμα, όμως έχουν πολίτες στη Μεσόγειο, ανάμεσά τους πολλούς τουρίστες, άρα θέλουν να ξέρουν αν και τι είδους κίνδυνο μπορεί να αντιμετωπίσουν. Η Κρήτη πάντως, αν και έχει ιδιαίτερο ρόλο σε αυτό το «παζλ» ούσα στο κέντρο του ελληνικού σεισμικού τόξου, δεν έχει περιληφθεί στο πιλοτικό πρόγραμμα για την άμεση ενημέρωση του κοινού, καθώς δεν υπήρξε ενδιαφέρον από τις τοπικές Αρχές, παρά το γεγονός ότι σχετικές προτάσεις έχουν υποβληθεί, αν και όχι εγγράφως, σε ημερίδες και σχετικές ενημερωτικές εκδηλώσεις.

Πάντως, αξίζει να σημειωθεί η παρατήρηση τού κ. Παπαδόπουλου, ότι γίνεται καλή δουλειά σε επίπεδο τοπικής Πολιτικής Προστασίας στο νησί μας και υπάρχει ενεργό ενδιαφέρον για δράσεις ενημέρωσης του κοινού στα πλαίσια της πρόληψης. Πέραν τούτου, όμως, σε επίπεδο χώρας απαιτούνται να γίνουν ακόμα αρκετά. Χρειαζόμαστε μακροπρόθεσμα σχέδια κινδύνου, όπως επισημαίνει ο κ. Γεράσιμος Παπαδόπουλος, να γνωρίζουμε ποιες είναι οι ζώνες πλημμύρας μετά από ένα τσουνάμι και αρκετά άλλα που πρέπει να γίνουν με μέριμνα των τοπικών Αρχών. Απαιτείται 24ωρη προστασία και να λυθούν επιχειρησιακά ζητήματα, τα οποία ωστόσο ωριμάζουν σε βάθος χρόνου.

Πάντως, το Γεωδυναμικό δηλώνει «παρών» σε κάθε πρωτοβουλία και παρέχει την τεχνογνωσία που απαιτείται, ενώ στα πλαίσια της προσπάθειας οχύρωσης της Κρήτης στο σύστημα των παλιρροιογράφων του νησιού μας έχουν προστεθεί εκείνοι του Ηρακλείου και της Ιεράπετρας.

Η Ινδονησία και η Φουκουσίμα χτύπησαν το «καμπανάκι»

Η ιστορία των συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης ξεκινάει από τη δεκαετία του ’60 στον Ειρηνικό Ωκεανό. Όμως για τη διεθνή κοινή γνώμη κομβικό σημείο αποτέλεσαν δύο παγκόσμιοι σεισμοί, εκείνος στον Ινδικό Ωκεανό το 2004, με πάνω από 220.000 νεκρούς, και αυτός στις βορειοανατολικές ακτές της Ιαπωνίας, στη Φουκουσίμα, το 2011, που προκάλεσαν καταστροφικά και φονικά παλιρροϊκά κύματα. Τότε ολόκληρος ο πλανήτης συνειδητοποίησε πόσο ορατός είναι ο κίνδυνος και πόσο επιτακτική η ανάγκη για ένα σύστημα που θα στέλνει έγκαιρα το σωτήριο σήμα συναγερμού.

Έτσι, μετά τον σεισμό και το τσουνάμι της Ινδονησίας, σύμφωνα με τον κ. Παπαδόπουλο, οι χώρες-μέλη της UNESCO αποφάσισαν να δημιουργήσουν τρία μεγάλα συστήματα, πλην εκείνου του Ειρηνικού, και πιο συγκεκριμένα αυτό του Ινδικού, της Καραϊβικής και του βορειοανατολικού Ατλαντικού και της Μεσογείου. Μεταξύ των πρώτων χωρών που συμμετείχαν στο εγχείρημα για την περιοχή μας ήταν η Ελλάδα, διαδικασία που οδήγησε στη δημιουργία του Εθνικού Συστήματος Προειδοποίησης για Τσουνάμι.

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News