default-image

Το πρωί σπουδάζουν, το βράδυ δουλεύουν

Κρήτη
Το πρωί σπουδάζουν, το βράδυ δουλεύουν

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ένας στους πέντε φοιτητές αναγκάζεται να εργαστεί τη σήμερον ημέρα, προκειμένου να καλύψει τα έξοδα της φοιτητικής του ζωής. Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει έρευνα της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛ.ΣΤΑΤ.) για τη θέση των νέων στην αγορά εργασίας, με όλο και περισσότερους φοιτητές να σπουδάζουν και παράλληλα να δουλεύουν, κάνοντας οποιαδήποτε δουλειά, που τις πιο πολλές φορές ουδεμία σχέση έχει με το αντικείμενο των σπουδών τους, αφού τα οικονομικά της οικογένειάς τους - ειδικά για εκείνους που σπουδάζουν εκτός τόπου κατοικίας τους - δεν αρκούν ούτε για τα δικά τους έξοδα, ούτε και για τις οικονομικές απαιτήσεις των σπουδών τους.

Σύμφωνα με την έρευνα, οι άνδρες που εργάζονται κατά τη διάρκεια των σπουδών τους έχουν ελαφρύ προβάδισμα έναντι των γυναικών, ενώ το υψηλότερο ποσοστό ατόμων με αμειβόμενη εργασιακή εμπειρία εντοπίζεται στους απασχολούμενους και στα άτομα με υψηλό μορφωτικό επίπεδο. Η τάση ή μάλλον η ανάγκη να εργαστούν παρουσιάζεται και στους φοιτητές που σπουδάζουν στην Κρήτη, οι οποίοι, όπως μας είπαν, επιλέγουν παράλληλα με τις σπουδές τους να δουλέψουν ως ντελίβερι, ως σερβιτόροι, να μοιράζουν φυλλάδια, κ.λπ., καθώς το χαρτζιλίκι που τους δίδεται από το σπίτι δε φτάνει, με αποτέλεσμα να ξεμένουν συνέχεια από χρήματα το δεύτερο δεκαπενθήμερο του μήνα. Και όλα αυτά ως απόρροια φυσικά της κρίσης...

Σπουδάζουν και δουλεύουν

«Δυστυχώς οι απαιτήσεις της σημερινής εποχής δε μας αφήνουν να ρίχνουμε το βάρος και την προσοχή μας μόνο στις σπουδές μας. Απαιτείται και να εργαστούμε» αναφέρει ο Στέργιος Αποστόλου.  «Μπορώ να πω πως αρχικά ζοριζόμουν πολύ. Οι γονείς μου μένουν στην Αθήνα και εγώ σπουδάζω στην Κρήτη. Μου έστελναν χρήματα, αλλά δεν έφταναν. Έτσι έπιασα δουλειά σε καφετέρια για να μπορώ να ζήσω», τονίζει η Βάλια Σμυρναίου. «Σπουδάζω και δουλεύω παράλληλα ντιλίβερι. Οι γονείς μου δουλεύουν αλλά τα έξοδα του σπιτιού είναι τόσο μεγάλα, που πολλές φορές δεν μπορούσαν να μου στείλουν χρήματα. Έτσι αναγκάστηκα να δουλέψω και εγώ», σημειώνει η Μελίνα Φαρσάρη .«Εδώ που τα λέμε είναι πολλά τα παιδιά εκείνα που εγκατέλειψαν το όνειρο των σπουδών επειδή η οικογένειά τους δεν είχε δουλειά για να τους σπουδάσει. Όπως επίσης είναι αρκετοί οι φοιτητές που κάνουν δουλειές του ποδαριού για να επιβιώσουν», τονίζει η Σμαράγδα Αναπλιώτη.

Άφησαν τις σπουδές

Αξιοσημείωτο, μάλιστα, είναι και το συμπέρασμα ότι στην πλειονότητά τους οι ερωτώμενοι δηλώνουν ότι δε συνέχισαν τις σπουδές τους, είτε επειδή θεωρούσαν το τότε επίπεδο σπουδών τους ικανοποιητικό (36,4%) είτε επειδή ήθελαν να εργαστούν (28,2%). Λιγότεροι (13,2%) αναφέρουν ότι δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στο βαθμό δυσκολίας ενός ανώτερου επιπέδου σπουδών, ενώ το 5% αναφέρει το υψηλό κόστος σπουδών. Οι άλλοι λόγοι περιλαμβάνουν οικογενειακούς λόγους, λόγους υγείας κ.λπ.

Για τους άνδρες κυριότερος λόγος είναι το ότι ήθελαν να εργαστούν, ενώ για τις γυναίκες το ότι είχαν ικανοποιητικό επίπεδο σπουδών. Επίσης, η επιθυμία για εργασία εντοπίζεται περισσότερο σε νεότερες ηλικίες, χαμηλότερα επίπεδα εκπαίδευσης και άτομα αλλοδαπής υπηκοότητας. Επιπλέον, σε αυτές τις κατηγορίες αναφέρεται περισσότερο η δυσκολία ανταπόκρισης σε ανώτερο επίπεδο σπουδών.

Το ποσοστό των ατόμων που δηλώνουν ότι ξεκίνησαν κάποιο άλλο πρόγραμμα σπουδών μετά την ολοκλήρωση του υψηλότερου επιπέδου σπουδών τους είναι ιδιαίτερα μικρό (3,4%). Υψηλότερα ποσοστά εμφανίζονται στις μικρότερες ηλικίες και κυρίως στα άτομα με πρωτοβάθμια εκπαίδευση.

Από τα παραπάνω άτομα μόλις το 5% ολοκλήρωσε το πρόγραμμα που ξεκίνησε. Αυτό αφορά κυρίως σε άτομα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και ελληνικής υπηκοότητας.

Από τα άτομα που ξεκίνησαν να εργάζονται τους τελευταίους 12 μήνες, το 6% αναφέρει ότι δέχτηκε κάποια υποστήριξη από τον ΟΑΕΔ ή κάποιο άλλο δημόσιο οργανισμό για να βρει εργασία τούς τελευταίους 12 μήνες. Ο πιο συνηθισμένος τρόπος υποστήριξης αφορά σε συμβουλευτικές υπηρεσίες (διαδικασία αίτησης για εργασία, εύρεση κενών θέσεων εργασίας, ευκαιρίες εκπαίδευσης και κατάρτισης). Σε μικρότερο βαθμό αναφέρονται προγράμματα απασχόλησης ή εκπαίδευσης. Επίσης, το 16,4% αναφέρει ότι δεν του χρησίμευσε κανένα είδος υποστήριξης.

Μέσω συγγενών και φίλων

Ο κύριος τώρα τρόπος εύρεσης εργασίας είναι μέσω συγγενών, φίλων ή γνωστών (39,9%). Ακολουθεί η επαφή με τον εργοδότη (18%), είτε από πρωτοβουλία του απασχολουμένου είτε του εργοδότη. Οι αγγελίες έχουν μικρότερο ρόλο στην εύρεση εργασίας (14,5%), ενώ ο ΟΑΕΔ εμφανίζεται με πολύ μικρό ποσοστό (2,4%). Η εύρεση εργασίας μέσω συγγενών, φίλων και γνωστών δηλώνεται συχνότερα από τα άτομα αλλοδαπής υπηκοότητας, τα άτομα που εργάζονται στον κλάδο των κατασκευών και στον πρωτογενή τομέα, καθώς και από τα άτομα που ασκούν στοιχειώδη επαγγέλματα (ανειδίκευτοι εργάτες). Αντίστοιχα, οι αγγελίες εμφανίζονται λιγότερο στις παραπάνω κατηγορίες. Πάντως το ότι πολλοί φοιτητές τελικά αποφασίζουν να εγκαταλείψουν τις σπουδές για να εργαστούν, με σκοπό να βγάλουν χρήματα και να επιβιώσουν, αν μη τι άλλο θεωρείται ανησυχητικό για το μορφωτικό επίπεδο των επόμενων γενεών.

Ρεπορτάζ: Μαρία  Αντωνογιαννάκη

ΤΑ ΝΕΑ του neakriti.gr στο Google News